«Είναι μια θαυμάσια ιστορία, ένας ρόλος που περίμενα καιρό, μια ξεχωριστή ταινία στην οποία εναποθέτω όλη μου την ακλόνητη αγάπη για τον κινηματογράφο. Είναι περίεργο αλλά ενδεχομένως επειδή έχω αποδώσει ή μάλλον έχω βιώσει περισσότερους από εκατό ρόλους, είναι σαν να γεννήθηκα μαζί τους, και συχνά μου τυχαίνει στην καθημερινότητα να αισθάνομαι πως βρίσκομαι μέσα σε ένα κάδρο. Δεν υποδύομαι, είμαι απλά εγώ και φαντάζομαι τον εαυτό μου ωσάν να υποδύεται έναν ρόλο, τον δικό μου ρόλο. Με λίγα λόγια μου λείπει πάντα ο κινηματογράφος».
Αυτά δήλωσε καταρχάς μιλώντας στην ιταλική La Repubblica, η Σοφία Λόρεν με αφορμή την επιστροφή της στη μεγάλη οθόνη έπειτα από έντεκα χρόνια απουσίας. Η εμβληματική ιταλίδα ηθοποιός πρωταγωνιστεί στην ταινία «Η ζωή μπροστά σου». Βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Εμίλ Αζάρ (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του γάλλου διπλωμάτη και συγγραφέα Ρομέν Γκαρί, του μοναδικού που κέρδισε το βραβείο Γκονκούρ με δύο διαφορετικά ονόματα) και τη σκηνοθέτησε ο Εντοάρντο Πόντι, ο μικρότερος γιος της Λόρεν.
«Ο γιος μου μού μιλούσε για αυτό το μυθιστόρημα που είχε στο κομοδίνο μαζί με την “Ανθρώπινη Φωνή” και εγώ του έλεγα “ το γυρίσαμε το δράμα του Κοκτό (το 2014, ταινία μικρού μήκους), με το άλλο τι θα κάνουμε;”. Μια μέρα μου έφερε το σενάριο το οποίο έγραψε μαζί με τον Ούγκο Κίτι (σεναριογράφο του “Γόμορρα”) και αμέσως κατάλαβα πως επρόκειτο για την ιστορία που περίμενα», σημείωσε η Λόρεν.
Πριν ξεκινήσει να μιλάει για τον ρόλο της, η αειθαλής ντίβα του ιταλικού κινηματογράφου η οποία στις 20 Σεπτεμβρίου συμπλήρωσε 86 χρόνια ζωής, άρχισε να γελάει και ερωτηθείσα γιατί, απάντησε: «επειδή η πρωταγωνίστρια είναι…. δυσκολεύομαι αλλά δεν μπορώ να μην το πω, μια ηλικιωμένη γυναίκα, μια γριά με λίγα λόγια, και αυτή η γριά είμαι εγώ».
Πράγματι στην ταινία η πάλαι ποτέ εκθαμβωτική Σοφία Λόρεν εμφανίζεται με γκρίζα μαλλιά και μάτια απλανή και πρόσωπο κουρασμένο και ρυτιδιασμένο, «αλλά όταν ο ρόλος είναι καλός δεν στέκεσαι στις ρυτίδες. Μπαίνεις μέσα του και τρέχεις με εκατό την ώρα και αυτό ακριβώς κάναμε μαζί με τον γιο μου ο οποίος ήταν διαρκώς παρών, προσέχοντας τα πάντα, ακόμα και τις ρυτίδες, μαζί δημιουργήσαμε έναν χαρακτήρα που ελάχιστα απομακρύνεται από εκείνον που δημιούργησε ο μεγάλος γάλλος συγγραφέας».
Η Σοφία Λόρεν υποδύεται την Μαντάμ Ρόζα, μια επιζήσασα του Ολοκαυτώματος στο αριστερό χέρι της οποίας διακρίνεται ακόμα ο αριθμός με τον οποίο την μάρκαραν οι ναζιστές στο Αουσβιτς. Στο διαμέρισμά της, στο Μπάρι, φιλοξενεί επί πληρωμή τα παιδιά ιερόδουλων που δεν μπορούν να ασχοληθούν μαζί τους. Το παιδί με τα ξανθά μαλλιά έχει πατέρα διεμφυλικό ο οποίος έχει μεταμορφωθεί σε μια όμορφη και τρυφερή, επίσης ξανθιά, γυναίκα, ο μελαχρινός είναι εβραίος όπως και η Ρόζα ενώ ο Μομό είναι ένα παιδί του δρόμου από την Υποσαχάρια Αφρική, δίχως γονείς, διαρκώς θυμωμένο, που εργάζεται για έναν έμπορο ναρκωτικών και πιστεύει στο Αλλάχ. Η Μαντάμ Ρόζα έχει μια δική της κρυψώνα στην οποία καταφεύγει κάθε φορά που νομίζει πως ακούσει τις βαριές μπότες των ναζιστών στις σκάλες.
«Πιστεύω πως είναι μια ιστορία που πρέπει να ακούγεται κάθε φορά που λησμονιούνται οι έννοιες της συμβίωσης και της ανοχής. Εδώ υπάρχουν γέροι και παιδιά που συνδέονται μεταξύ τους λόγω της μοναξιάς, υπάρχουν ιερόδουλες, τρανς, εβραίοι, μουσουλμάνοι, μαύροι, γιατροί, έμποροι που μοιράζονται την κούραση της συμβίωσης, την ανάγκη για αγάπη και αλληλοβοήθεια. Ο Εντοάρντο μου εξήγησε πως σήμερα όλοι συνδέονται με όλους αλλά ποτέ ο κόσμος δεν ήταν τόσο διχασμένος. Δίχως αγάπη, δίχως σεβασμό δεν υπάρχει σύνδεση», υπενθύμισε η Λόρεν.
Επίσημα η πρεμιέρα της ταινίας πρόκειται να γίνει στις αρχές του επόμενου μήνα στη Ρώμη και έπειτα από λίγες ημέρες θα είναι διαθέσιμη στο Netflix. «Ποιος, όμως, ξέρει, εάν θα είναι δυνατόν» να πραγματοποιηθεί τελικά η πρώτη κινηματογραφική προβολή της, αναρωτήθηκε η πρωταγωνίστρια, στρέφοντας αναπόφευκτα, έτσι, τη συζήτηση στην πανδημία.
Η Λόρεν αποκάλυψε πως επειδή πλέον δεν της αρέσει και πολύ να βγαίνει έξω, αρχικά ο αναγκαστικός εγκλεισμός δεν την ενόχλησε ιδιαίτερα. Μέρα με τη μέρα, όμως, καθώς οι εβδομάδες μετατρέπονταν σε μήνες άρχισε να κουράζεται.
«Ευτυχώς μπροστά από το σπίτι μου υπάρχει ένα υπέροχο λιβάδι. Ανοίγω το παράθυρο, μυρίζω τον αέρα, κοιτάω τα φυτά, τα χρώματα των λουλουδιών. Αλλά δεν είναι μια ωραία ζωή αυτή. Και δεν βλέπω τα παιδιά μου, τα εγγόνια μου και αυτό για εμάς είναι επώδυνο, έχουμε συνηθίσει να είμαστε μαζί επί εβδομάδες, αρκετές φορές τον χρόνο. Πηγαίνω εγώ στο Λος Αντζελες, έρχονται αυτά εδώ στη Γενεύη. Ούτε την αδελφή μου δεν βλέπω που είναι στη Ρώμη. Δεν είναι μακριά αλλά αυτός ο ιός μας χωρίζει αλύπητα. Η αδελφή μου είναι η ζωή μου. Είναι πνευματώδης η Μαρία, μαχητική, με κάνει να μιλάω, δεν είναι όπως εγώ, εγώ είμαι λίγο δραματική, αντιθέτως εκείνη είναι μόνον τρέλα, τρέλα, τρέλα. Σχηματίζουμε ένα ωραίο ζευγάρι», είπε η Λόρεν.
Εγκαταλείποντας το παρόν και επιστρέφοντας στο παρελθόν, στο 1977 συγκεκριμένα, όταν η Σοφία Λόρεν γύριζε μία από τις πιο ωραίες ταινίες της, το έργο «Μια ξεχωριστή ημέρα» με συμπρωταγωνιστή για ακόμη μία φορά τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, η πανέμορφη και κορυφαία γαλλίδα ηθοποιός Σιμόν Σινιορέ βραβεύτηκε με το Σεζάρ Καλύτερης Ηθοποιού για την ερμηνεία της στην πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος «Η ζωή μπροστά σου», η οποία την επόμενη χρονιά κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Τότε η Σινιορέ ήταν 56 χρονών ενώ σήμερα η Σοφία Λόρεν είναι 86 ετών αλλά εξακολουθεί, παρά την προχωρημένη της ηλικία, «να μην μπορεί να κρύψει την περήφανη στάση και το υπεροπτικό, ελαφρώς αετίσιο, προφίλ της, που όταν ήταν στις δόξες της, την κατέστησαν μοναδική, την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο», σημείωσε η ιταλίδα δημοσιογράφος που της πήρε τη συνέντευξη. Η Λόρεν από την πλευρά της αρκέστηκε να σημειώσει, γελώντας: «Πράγματι, είμαι πανέμορφη. Το πρωί όταν ξυπνάω με βλέπω στον καθρέφτη και λέω “Θεέ μου, με αγαπάς πραγματικά πολύ”. Αυτό που κάνω είναι λίγη γυμναστική, όπως πάντα».