Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προωθούν περιεχόμενο διχαστικό και συχνά έντονα συναισθηματικό ή ακραίο | Shutterstock
Θέματα

Γιατί το Διαδίκτυο μπορεί να μας βγάζει τον κακό εαυτό μας

Μας προσφέρει μια άνευ προηγουμένου υπόσχεση συνεργασίας και επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο κοινωνικός μας κύκλος διευρύνεται θεαματικά online αλλά, αντί να τον αγκαλιάσουν, οι άνθρωποι φαίνεται ότι ξαναγυρίζουν στον ρατσισμό και στις συγκρούσεις
Protagon Team

Το απόγευμα της 17ης Φεβρουαρίου 2018 η Μέρι Μπίαρντ ανέβασε στο Twitter μια φωτογραφία της που την έδειχνε να κλαίει και αμέσως δέχτηκε μια καταιγίδα από υβριστικά σχόλια. Σημειώστε ότι σχεδόν 200.000 άνθρωποι ακολουθούν στο Twitter τη διακεκριμένη καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κέιμπριτζ. Οι ύβρεις ήταν η αντίδραση πολλών σε ένα σχόλιό της σχετικά με την Αϊτή.

Βέβαια δεν υπήρξαν μόνον επιθέσεις. Τις επόμενες ημέρες ακολούθησαν επίσης πολλά υποστηρικτικά σχόλια. Σε ένα από αυτά, ο ιστορικός Γκρεγκ Τζένερ αναφέρθηκε στη δική του εμπειρία: «Θα θυμάμαι πάντα πόσο τραυματικό είναι ξαφνικά να σε μισούν άγνωστοι άνθρωποι. Ανεξάρτητα από την ηθική πλευρά –μπορεί η γνώμη μου να ήταν λάθος ή σωστή- έμεινα έκπληκτος (αργότερα, όταν συνήλθα) από το πόσο αποσταθεροποιητικό ψυχολογικά ήταν όλο αυτό για μένα» έγραψε.

Το τρομερό είναι ότι όσοι έκαναν υποστηρικτικά σχόλια -ανεξάρτητα από το αν συμφωνούσαν ή όχι με την αρχική ανάρτηση της Μπίαρντ, που προκάλεσε τα υβριστικά σχόλια– στοχοποιήθηκαν επίσης. Οταν μία συνάδελφός της στο Κέιμπριτζ, η ασιατικής καταγωγής Πριγιαμβάντα Γκοπάλ, απάντησε με ένα online άρθρο, δέχτηκε και η ίδια έναν καταρράκτη ύβρεων.

Υπάρχουν τεράστιες ενδείξεις, γράφει η Γκάια Βινς σε άρθρο της στο mosaic, ότι οι γυναίκες και τα μέλη εθνικών μειονοτικών ομάδων γίνονται στόχος ύβρεων στο Twitter δυσανάλογα περισσότερο από άλλους. Οταν, μάλιστα, αυτοί οι δείκτες αλληλοσυνδέονται, το μπούλινγκ μπορεί να είναι πάρα πολύ έντονο.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μαύρης βουλευτή Νταϊάν Αμποτ, η οποία έλαβε σχεδόν τα μισά από τα απειλητικά tweets που στάλθηκαν σε γυναίκες υποψήφιες κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2017 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Μαύρες και ασιάτισσες βουλευτές έλαβαν κατά μέσον όρο 35% περισσότερα υβριστικά tweets σε σχέση με τις λευκές συναδέλφους τους, αν και τα tweets που στάλθηκαν στην Αμποτ είχαν αφαιρεθεί από το σύνολο.

Στο συνεχές μπαράζ των ύβρεων περιλαμβάνονται απειλές σεξουαλικής βίας ακόμη και απειλές θανάτου, πράγμα που κάνει τους ανθρώπους να σιωπούν, τους διώχνει από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και μειώνει ακόμη περισσότερο την ποικιλομορφία των απόψεων που δημοσιεύονται online. Και το χειρότερο, αυτή η κατάσταση δεν δείχνει σημάδια ύφεσης.

Σύμφωνα με μια έρευνα που δημοσιεύτηκε πέρσι, το 40% των ενηλίκων Αμερικανών είχε βιώσει online κακοποίηση. Σχεδόν οι μισοί από αυτούς είχαν δεχτεί σοβαρές μορφές παρενόχλησης, μεταξύ άλλων απειλές για τη ζωή τους, ενώ το 70% των γυναικών περιέγραψαν τη διαδικτυακή παρενόχληση ως «μείζον πρόβλημα».

Τα επιχειρηματικά μοντέλα που χρησιμοποιούν οι πλατφόρμες μέσων κοινωνικής δικτύωσης, όπως το YouTube και το Facebook, προωθούν περιεχόμενο στο οποίο είναι πιο πιθανό να ανταποκριθούν άλλοι χρήστες, επειδή όσο μεγαλύτερη είναι η εμπλοκή άλλων τόσο καλύτερες είναι οι ευκαιρίες διαφήμισης.

Αυτό, όμως, ευνοεί αναρτήσεις με περιεχόμενο διχαστικό και έντονα συναισθηματικό ή ακραίο, το οποίο με τη σειρά του μπορεί να καλλιεργήσει online ομάδες που συμβάλλουν στην εξάπλωση ακόμα πιο ακραίου περιεχομένου, παρέχοντας επίσης χώρο για fake news. Τους τελευταίους μήνες, σύμφωνα με δημοσίευμα του Guardian, ερευνητές έχουν αποκαλύψει πολλούς τρόπους με τους οποίους διάφορα συμφέροντα, συμπεριλαμβανομένων ρωσικών εταιρειών που ειδικεύονται στη δημιουργία και διασπορά ψευδών ειδήσεων, έχουν επιδιώξει να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη διεισδύοντας σε ομάδες μέσων κοινωνικής δικτύωσης.

Η ικανότητά μας να επικοινωνούμε ιδέες μέσω δικτύων ανθρώπων μάς επέτρεψε να οικοδομήσουμε τον σύγχρονο κόσμο. Το Διαδίκτυο προσφέρει μια άνευ προηγουμένου υπόσχεση συνεργασίας και επικοινωνίας ολόκληρης της ανθρωπότητας. Ο κοινωνικός μας κύκλος διευρύνεται τρομερά online αλλά, αντί να τον αγκαλιάσουν, οι άνθρωποι φαίνεται ότι ξαναγυρίζουν στον ρατσισμό και στις συγκρούσεις.

Η πίστη στη δυνατότητα του Διαδικτύου να συνδέσει ολόκληρη την ανθρωπότητα σε ένα δίκτυο συνεργασίας αρχίζει τώρα να μοιάζει μάλλον αφελής. Γιατί ενώ στην πραγματική ζωή γενικά φερόμαστε ευγενικά και με σεβασμό σε ξένους, online μπορούμε να γίνουμε φρικτοί. Πώς, όμως, θα μάθουμε και πάλι από την αρχή τις τεχνικές της συνεργασίας που μας επέτρεψαν να βρούμε κοινό έδαφος με άλλους ανθρώπους και να ευδοκιμήσουμε ως είδος;

Οι διαδικτυακές σχέσεις δείχνουν ότι οι άνθρωποι ξαναγυρίζουν στον ρατσισμό και στις συγκρούσεις

Υπάρχει, άραγε, κάτι στην κουλτούρα των online μέσων κοινωνικής δικτύωσης που κάνει κάποιους ανθρώπους να συμπεριφέρονται άσχημα; Σε αντίθεση με τις αρχαίες κοινωνίες κυνηγών-συλλεκτών, η επιβίωση των οποίων βασιζόταν στη συνεργασία και στην ανταλλαγή -συχνά επίσης είχαν κανόνες για το πότε και σε ποιον θα πρόσφεραν τροφή-, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν αδύναμα θεσμικά όργανα, αναφέρει σχετικό άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου UCL του Λονδίνου. Προσφέρουν, όμως, φυσική απόσταση, σχετική ανωνυμία και μικρό κίνδυνο δυσφήμισης ή τιμωρίας για κακή συμπεριφορά: εάν φερθείτε άσχημα, κανένας από αυτούς που γνωρίζετε στην πραγματική ζωή δεν πρόκειται να το δει.

Υπάρχουν πολλές αποδείξεις ότι η συνεργασία είναι κομβικό στοιχείο της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα άτομα ωφελούνται και είναι πιθανότερο να επιβιώσουν, αν συνεργάζονται μεταξύ τους μέσα σε μια ομάδα. Και το να παραμείνει κανείς στην ομάδα και να επωφελείται από αυτή εξαρτάται από το αν επιδεικνύει ομαδική συμπεριφορά και διάθεση συνεργασίας.

«Στις μικρές κοινωνίες των προγόνων μας, όλοι αλληλεπιδρούσαν με ανθρώπους που επρόκειτο να ξαναδούν άμεσα» λέει ο Ντέιβιντ Ραντ, διευθυντής του Εργαστηρίου Ανθρώπινης Συνεργασίας στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, «Αυτό κρατούσε υπό έλεγχο οποιονδήποτε έμπαινε στον πειρασμό να φερθεί επιθετικά ή να εκμεταλλευτεί για δικό του όφελος τη συνεισφορά άλλων ανθρώπων στην ομάδα».

Στη ζωή μας, που βασικά είναι ειρηνική, σπάνια αντιμετωπίζουμε εξωφρενικά κακές συμπεριφορές, επομένως σπάνια βλέπουμε και εκφράσεις οργής. Αν όμως μπείτε στο Twitter ή στο Facebook η εικόνα είναι πολύ διαφορετική. Πρόσφατη έρευνα, που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, δείχνει ότι μηνύματα στα οποία χρησιμοποιούνται ηθικές και συναισθηματικές έννοιες είναι πιο πιθανό να εξαπλωθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Κάθε ηθική ή συναισθηματική διατύπωση σε ένα tweet αυξάνει την πιθανότητα να επαναληφθεί κατά 20%.

«Περιεχόμενο που προκαλεί οργή και εκφράζει οργή είναι πολύ πιο πιθανό να μοιραστεί από άλλους» λέει η Μόλι Κρόκετ, καθηγήτρια ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο Γέιλ. Λέει ακόμη ότι online έχει δημιουργηθεί «ένα οικοσύστημα που επιλέγει το πιο επιθετικό περιεχόμενο, σε συνδυασμό με μια πλατφόρμα όπου είναι ευκολότερο από ποτέ να εκφραστεί η οργή».

Εκφράζοντας την οργή τους online οι άνθρωποι πιστεύουν ότι διαδίδουν κάτι καλό

Σε αντίθεση με τον πραγματικό (offline) κόσμο, online δεν υπάρχει προσωπικός κίνδυνος. Αρκούν μόνο μερικά κλικ, δεν χρειάζεται καν να είναι κανείς κοντά, οπότε online μπορεί να εκφραστεί πολύ περισσότερη οργή. Μάλιστα αυτοτροφοδοτείται. «Αν “τιμωρήσετε” κάποιον για παραβίαση ενός κανόνα, αυτό σας κάνει πιο αξιόπιστο στα μάτια των άλλων οπότε μπορείτε να προβάλλετε τον ηθικό χαρακτήρα σας εκφράζοντας οργή και τιμωρώντας παραβιάσεις κοινωνικών κανόνων» λέει η Κρόκετ, συμπληρώνοντας ότι «οι άνθρωποι πιστεύουν ότι διαδίδουν κάτι καλό εκφράζοντας οργή – ότι (η οργή τους) προέρχεται από ένα χώρο ηθικής και δικαιοσύνης».

«Περνώντας από την πραγματική ζωή -όπου η φήμη κάποιου διαδίδεται μόνο σε όσους τυχαίνει να βρίσκονται δίπλα του τη συγκεκριμένη στιγμή- σε online σύνδεση, μπορεί κανείς να μεταδώσει πλέον ό,τι θέλει σε ολόκληρο το κοινωνικό δίκτυο, πράγμα που ενισχύει πάρα πολύ τα προσωπικά οφέλη από την έκφραση της αγανάκτησης» υποστηρίζει η αμερικανίδα ψυχολόγος.

Στη συνέχεια, αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο με την ανατροφοδότηση των αναρτήσεων, με τα like και τα share. «Η υπόθεσή μας είναι ότι αυτές οι πλατφόρμες έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε μπορούν να μετατρέπουν την έκφραση της οργής σε συνήθεια χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνέπειές της. Η συνήθεια δεν νοιάζεται για αυτό που θα συμβεί στη συνέχεια, είναι απλά μια τυφλή απάντηση σε ένα ερέθισμα» εξηγεί η Κρόκετ.

«Νομίζω ότι αξίζει να έχουμε έναν διάλογο ως κοινωνία για το αν θέλουμε η ηθική μας να είναι υπό τον έλεγχο αλγορίθμων, ο σκοπός των οποίων είναι να αποφέρουν χρήματα σε μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας» προσθέτει.

Από την άλλη πλευρά, το χαμηλό κόστος έκφρασης της οργής online επέτρεψε σε περιθωριοποιημένες ομάδες με λιγότερη εξουσία να προβάλλουν θέματα που παραδοσιακά ήταν δύσκολο να δημοσιοποιηθούν. Η αγανάκτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για παράδειγμα, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να στραφεί η προσοχή του κοινού στη σεξουαλική κακοποίηση γυναικών από ισχυρούς άνδρες. Και τον Φεβρουάριο του 2018 μετά την αιματηρή ένοπλη επίθεση σε σχολείο, με τις αναρτήσεις τους στα social media, οι έφηβοι της Φλόριντα κατάφεραν να αλλάξουν την κοινή γνώμη, αλλά και να αποθαρρύνουν πολλές μεγάλες εταιρείες να προσφέρουν εκπτώσεις στα μέλη της Εθνικής Ενωσης Οπλων.

«Θα πρέπει να υπάρχουν τρόποι για να διατηρήσουμε τα οφέλη του online κόσμου» λέει η Κρόκετ, «επανασχεδιάζοντας πιο προσεκτικά αυτές τις αλληλεπιδράσεις ώστε να αφαιρέσουμε μερικά από τα πιο δαπανηρά κομμάτια τους».