Μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες τις κρατήσεις για δωμάτια στο «Four Seasons Hotel New York» αξίας χιλιάδων δολαρίων τις έκαναν συνήθως οι προσωπικοί βοηθοί δισεκατομμυριούχων για τα ισχυρά αφεντικά τους.
Αλλά περί τα τέλη Μαρτίου, κανόνας έγιναν τα τηλεφωνήματα όπως εκείνο μιας ανήσυχης μητέρας νεαρού γιατρού που καλούσε εκ μέρους του. Το εμβληματικό ξενοδοχείο είχε μόλις ανακοινώσει ότι προσφέρει στέγη στο ιατρικό προσωπικό που αγωνίζεται κατά του κορονοϊού στη Νέα Υόρκη.
«Η μητέρα μου θα πρέπει να ήταν από τις πρώτες που τα κατάφερε», δήλωσε στους New York Times ένας 31χρονος, που του ζητήθηκε από το νοσοκομείο του να μείνει ανώνυμος. Ο νεαρός γιατρός χρειαζόταν δύο ώρες καθημερινά για να πάει από το σπίτι του στο Λονγκ Αϊλαντ στη δουλειά του στο Μανχάταν, και άλλες δύο για να επιστρέψει. Τώρα απέχει 20 λεπτά με τα πόδια από το νοσοκομείο.
Εχει προγραμματίσει να μείνει στο «Four Seasons» 25 ημέρες: «Δεν έχω μείνει ποτέ στη ζωή μου σε τόσο ωραίο δωμάτιο ξενοδοχείου», είπε, τονίζοντας: «Στη μέση της βάρδιας μου, όταν πλέον τα πράγματα έχουν γίνει χαοτικά ύστερα από οκτώ ώρες μέσα, είναι τόσο ωραία η σκέψη ότι έχω να πάω σε ένα τόσο όμορφο μέρος, αρκετά κοντά».
Οσα προδίδουν το πολυτελές παρελθόν του –η Art Deco είσοδος, η οροφή από όνυχα στο κεντρικό λόμπι, οι τεράστιες μπανιέρες στις σουίτες– είναι υπέροχα έξτρα για τους φιλοξενούμενους του πεντάστερου ξενοδοχείου στο Μανχάταν, που προς το παρόν έχει μετατραπεί σε κάτι παρόμοιο με στρατιωτικό ξενώνα.
«Δεν είναι πια ένα ξενοδοχείο», δήλωσε ο δρ Ρόμπερτ Κουίγκλεϊ, αντιπρόεδρος και ιατρικός διευθυντής της International SOS, εταιρείας ιατρικών και ταξιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας, που εποπτεύει τα νέα πρωτόκολλα του ξενοδοχείου. «Είναι κατοικία για μια πληθυσμιακή ομάδα υψηλού κινδύνου».
Το «Four Seasons» –όπως επίσης το κοντινό Σέντραλ Παρκ και το Εθνικό Κέντρο Τένις USTA Billie Jean King στο Φλάσινγκ του Κουίνς– είναι ακόμη ένα ορόσημο της Νέας Υόρκης, που μετασκευάστηκε για την καταπολέμηση της πανδημίας.
Παρόλο που και άλλα ξενοδοχεία βοηθούν προσφέροντας κλίνες, το «Four Seasons» έχει αφιερωθεί αποκλειστικά στη φροντίδα επαγγελματιών του ιατρικού τομέα, ώστε να ξεκουράζονται καλά και να παραμένουν ασφαλείς.
Στην είσοδο, δύο νοσοκόμες με μάσκες N95, θερμομετρούν τους εισερχόμενους, κάνοντας ερωτήσεις για πιθανά συμπτώματα τις τελευταίες 72 ώρες και αν έχουν πλύνει τα χέρια τους. Στη συνέχεια οι επισκέπτες πηγαίνουν κατευθείαν στα δωμάτιά τους. Δεν υπάρχει μπαρ ή εστιατόριο.
Οι ανελκυστήρες μεταφέρουν μόνο έναν επιβάτη τη φορά, οι υπόλοιποι πρέπει να περιμένουν στην ουρά πίσω από ταινίες που έχουν τοποθετηθεί στο πάτωμα, σε απόσταση δύο μέτρων μεταξύ τους. Από τα 368 δωμάτια του ξενοδοχείου, μόνο τα 225 κατοικούνται ώστε να περιοριστεί η συγκέντρωση ατόμων στο κτίριο.
Οι επισκέπτες και το προσωπικό δεν έρχονται σε επαφή. Για το check-in, τα κλειδιά τοποθετούνται σε φακέλους πάνω σε ένα τραπέζι. Τα μίνι μπαρ έχουν αφαιρεθεί από τα δωμάτια και η υπηρεσία καθαριότητας αποτελεί ανάμνηση. Τα δωμάτια είναι εφοδιασμένα με επιπλέον κλινοσκεπάσματα και πετσέτες.
Τα βρώμικα αντικείμενα συλλέγονται μόνο αφού οι επισκέπτες, που μένουν για τουλάχιστον επτά ημέρες, κάνουν check out και το δωμάτιο απολυμανθεί. Τα διακοσμητικά μαξιλάρια έχουν απομακρυνθεί γιατί μπορεί να μεταδίδουν μικρόβια. Και το βραδινό σοκολατάκι αντικαταστάθηκε από ένα μπουκάλι με υγρό για την αποστείρωση των χεριών.
Το ξενοδοχείο προσφέρει συσκευασμένα γεύματα και, αν ζητηθεί, τοποθετείται καφετιέρα στο δωμάτιο.
Η ιδέα για την μετατροπή του «Four Seasons» ήταν του ιδιοκτήτη του, Τάι Γουόρνερ. Ήξερε ότι θα ήταν δύσκολο, σαν να άνοιγε ένα νέο ξενοδοχείο: «Το στόμα μου στέγνωσε όταν δέχτηκα το τηλεφώνημα» δήλωσε στους New York Times ο γενικός διευθυντής του ξενοδοχείου Ρούντι Τάουσερ. Αν και ήξερε ότι ήταν απλώς ευσεβής πόθος, φαντάστηκε να προσφέρει στο εξαντλημένο ιατρικό προσωπικό «το πιο νόστιμο πρωινό του κόσμου πριν από τη σκληρή μέρα που θα τους περίμενε και πάλι στη δουλειά τους, με ομελέτες και μπέιγκελ με καπνιστό σολομό, φρέσκα φρούτα και φρέσκους χυμούς».
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντ’ αυτού, ο κ. Τάουσερ βοήθησε μια ομάδα με επικεφαλής τον δρα Κιου (όπως αποκαλούν οι φίλοι των ταινιών Τζέις Μποντ συνάδελφοί του τον δρα Κουίγκλεϊ) στον σχεδιασμό της καθολικής μετατροπής του ξενοδοχείου σε ένα είδος στρατώνα μέσα σε λίγες μέρες.
Το «Four Seasons» είχε κλείσει για την καραντίνα στις 20 Μαρτίου και από τις 29 Μαρτίου έως τις 2 Απριλίου, που άνοιξε ξανά, η ομάδα άλλαξε κάθε διαδικασία, από το πού θα ξεκουράζονται οι υπάλληλοι στο διάλειμμά τους (περίπου το ένα τέταρτο από αυτούς εξακολουθούν να εργάζονται) μέχρι το πώς θα αντικαθίστανται τα κλειδιά όταν τα χάνουν οι επισκέπτες.
Οι εισερχόμενοι που δεν περνούν με επιτυχία τον έλεγχο υγείας στην πόρτα, συνοδεύονται στην «κόκκινη ζώνη» πριν μεταφερθούν σε μονάδα θεραπείας. Εφαρμόζεται επίσης ένα σχέδιο ψυχικής υγείας. Η ημέρα για την Ελίζαμπεθ Ορτιζ, υπεύθυνη προσωπικού του ξενοδοχείου, ξεκινάει καθημερινά με μια σειρά τηλεφωνημάτων, που κάνει η ίδια μαζί με την ομάδα της σε όλους τους υπαλλήλους για να βεβαιωθούν ότι είναι καλά και ότι όλα πάνε καλά στη δουλειά. Και ο δρ Κουίνγκλεϊ δήλωσε ότι με τη δική του ομάδα έκαναν συνεχώς πρόβες σε υποθετικά σενάρια.
Ωστόσο, το ξενοδοχείο βρέθηκε απροετοίμαστο όταν ο κυβερνήτης Αντριου Κουόμο και ο Τάι Γουόρνερ ανακοίνωσαν ότι το «Four Seasons» θα άνοιγε εκ νέου για να φιλοξενήσει το νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές όρμησαν στα τηλέφωνα.
Η εντατικολόγος Ντάρα Κας μετακόμισε στο ξενοδοχείο του Μανχάταν από το σπίτι της στο Μπρούκλιν, επειδή ένα από τα παιδιά της είναι ανοσοκατεσταλμένο. «Στην είσοδο του ξενοδοχείου ακολουθούνται οι ίδιες οι διαδικασίες όπως όταν μπαίνετε στο νοσοκομείο», δήλωσε σοκαρισμένη, τονίζοντας ότι οι προσπάθειες του ξενοδοχείου να μετριάσει τον κίνδυνο μόλυνσης είναι για εκείνη «η απόλυτη πολυτέλεια».
Η δρ Κας ήταν από τους τυχερούς. Δεν συνέβη το ίδιο σε άλλους συναδέλφους της. Τώρα πια όμως το ξενοδοχείο συνεργάζεται απευθείας με νοσοκομεία και ιατρικούς συλλόγους της Νέας Υόρκης, που χειρίζονται εσωτερικά τις αιτήσεις κράτησης δωματίων.
Άλλα ξενοδοχεία φιλοξενούν επίσης γιατρούς, όχι απαραίτητα δωρεάν. Το «Redbury New York» διαθέτει δωμάτια από 100 δολάρια τη βραδιά και το Hotel Hayden με 69 δολάρια. Δεν φτάνουν σε ετοιμότητα το «Four Seasons», αλλά έχουν εφαρμόσει επίσης επιπλέον διαδικασίες καθαριότητας, μάλιστα το «Redbury» έχει προσθέσει επτά άτομα στην καθαριότητα των κοινόχρηστων χώρων.
Τέλος, ο δρ Κουίνγκλεϊ δήλωσε στους New York Times ότι έχει δεχθεί τηλεφωνήματα και από άλλα ξενοδοχεία της χώρας που θα μπορούσαν σύντομα να ακολουθήσουν το μοντέλο του «Four Seasons», το οποίο, όπως είπε, έχει γίνει «σημείο αναφοράς».