Υπάρχουν μερικά πράγματα που θεωρούμε δεδομένα στις κοινωνικές μας σχέσεις. Υποθέτουμε ότι όλοι βλέπουμε τον κόσμο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο, ότι οι λέξεις σημαίνουν τα ίδιο πράγμα για όλους. Και υποθέτουμε ότι λίγο πολύ έχουμε την ίδια γνώμη για το σωστό και το λάθος.
Αλλά για ένα μικρό -αν και όχι τόσο μικρό- αριθμό ατόμων, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Είναι άνθρωποι δεν νιώθουν τύψεις ούτε συναισθάνονται τους άλλους, τα συναισθήματά τους είναι πολύ ρηχά. Σε ακραίες περιπτώσεις, μάλιστα, μπορεί να μην ενδιαφέρονται καν αν ζείτε ή πεθαίνετε. Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται ψυχοπαθείς. Και μερικοί από αυτούς είναι βίαιοι εγκληματίες, δολοφόνοι. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι όλοι το ίδιο.
Ο ψυχολόγος Ρόμπερτ Χαρ είναι καθηγητής εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας στον Καναδά και δημιουργός του PCL-R, ενός τεστ ψυχολογικής αξιολόγησης, που χρησιμοποιείται για να διαγνωστεί αν κάποιος είναι ψυχοπαθής. Ο Χαρ μελετάει άτομα με ψυχοπάθεια δουλεύοντας μαζί τους σε φυλακές και αλλού: «Με εκπλήσσει, όπως και όταν ξεκίνησα πριν από 40 χρόνια, πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν άνθρωποι συναισθηματικά τόσο αποσυνδεδεμένοι ώστε να θεωρούν ότι οι άλλοι άνθρωποι είναι αντικείμενα που πρέπει να χειραγωγούνται και να καταστρέφονται χωρίς καμία ανησυχία», δήλωσε στην βρετανική Telegraph.
Η κατανόησή μας για τον εγκέφαλο είναι ακόμα στα σπάργανα και δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες από τότε που οι ψυχολογικές διαταραχές θεωρούντο αδυναμία χαρακτήρα. Με τον καιρό οι ψυχικές ασθένειες (και οι αναπτυξιακές διαταραχές όπως ο αυτισμός) άρχισαν να θεωρούνται ασθένειες, όπως π.χ. η ηπατική ανεπάρκεια. Η ψυχοπάθεια αμφισβητεί αυτή την άποψη. «Ένας ψυχοπαθής με υψηλό σκορ [στα ειδικά τεστ] βλέπει τον κόσμο με πολύ διαφορετικό τρόπο», λέει ο Χαρ, «Είναι σαν τους τυφλούς που προσπαθούν να καταλάβουν το χρώμα κόκκινο, αλλά στην περίπτωση αυτή “κόκκινο” είναι τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων».
Το τεστ αξιολόγησης του Χαρ είναι απλό: πρόκειται για έναν κατάλογο με 20 κριτήρια, καθένα από τα οποία βαθμολογείται με 0 (αν δεν ισχύει για το άτομο), 1 (εάν εφαρμόζεται εν μέρει) ή 2 (εάν ισχύει πλήρως).
Τα κριτήρια είναι: ανειλικρινής πολυλογία και επιφανειακή γοητεία, μεγαλομανία και υπερβολική αυτοεκτίμηση, παθολογικά ψέματα, πανούργος / χειριστικός άνθρωπος, έλλειψη τύψεων, συναισθηματική φτώχεια, περιφρόνηση και έλλειψη ενσυναίσθησης, απροθυμία να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του, τάση για ανία, παρασιτικός τρόπος ζωής, έλλειψη ρεαλιστικών μακροπρόθεσμων στόχων, παρορμητικότητα, ανευθυνότητα, έλλειψη ελέγχου συμπεριφοράς, προβλήματα συμπεριφοράς στην πρώιμη ζωή, παραβατικότητα ανηλίκων, εγκληματική ευστροφία, ιστορικό «ανάκλησης της απόλυσης υπό όρους», πολλοί γάμοι και ασύδοτη σεξουαλική συμπεριφορά. Ένας καθαρός ψυχοπαθής παίρνει 40 βαθμούς ενώ μια βαθμολογία από 30 και πάνω πληροί τις προϋποθέσεις για τη διάγνωση της ψυχοπάθειας. (Ο Χαρ προειδοποιεί βεβαίως τους μη επαγγελματίες να μην προσπαθούν να κάνουν διάγνωση χρησιμοποιώντας το τεστ του)
Τι είναι, λοιπόν, η ψυχοπάθεια; Διαταραχή ή μήπως ένας διαφορετικός τρόπος ύπαρξης; Στην παραπάνω λίστα μπορεί κανείς να βρει κριτήρια που αναγνωρίζει σε γνωστούς του ανθρώπους. Κατά μέσο όρο, κάποιος χωρίς ποινικές καταδίκες βαθμολογείται με 5. «Υπάρχουν άνθρωποι που η βαθμολογία τους βρίσκεται αρκετά ψηλά στην κλίμακα ώστε να δικαιολογεί μια αξιολόγηση για ψυχοπάθεια, αλλά δεν είναι τόσο υψηλή για να προκαλέσει προβλήματα. Συχνά πρόκειται για φίλους μας, που βρίσκουμε διασκεδαστικό να είναι γύρω μας. Είναι πιθανό να μας εκμεταλλεύονται κάπου-κάπου, αλλά συνήθως το κάνουν διακριτικά και έχουν τον τρόπο να μιλήσουν γι’ αυτό», λέει Ρόμπερτ Χαρ.
Σκεφτόμαστε τους ψυχοπαθείς ως ανθρώπους αντικοινωνικούς, εγκληματίες, δολοφόνους, όπως για παράδειγμα η Τζοάνα Ντένεχι, μια 31χρονη Βρετανίδα, που σκότωσε τρεις άντρες το 2013 και η οποία τον προηγούμενο χρόνο είχε διαγνωστεί με ψυχοπαθητική διαταραχή προσωπικότητας ή ο αμερικανός Τεντ Μπάντι, κατά συρροή δολοφόνος, που πιστεύεται ότι είχε δολοφονήσει τουλάχιστον 30 άτομα. Γοητευτικός και καλλιεργημένος, ο Μπάντι είχε πει για τον εαυτό του: «Είμαι το πιο ψυχρό κάθαρμα που θα συναντήσετε ποτέ. Απλώς μου άρεσε να σκοτώσω».
Πολλά ψυχοπαθητικά χαρακτηριστικά, όμως, δεν είναι, απαραίτητα, μειονεκτήματα. Ίσα-ίσα κάτω από ορισμένες συνθήκες θα μπορούσαν να είναι και πλεονεκτήματα. Για τις ανάγκες του βιβλίου τους «Snakes in Suits: When Psychopaths Go to Work» (Φίδια με κοστούμια: Όταν οι ψυχοπαθείς πηγαίνουν στη δουλειά), οι Ρόμπερτ Χαρ και Πολ Μπάμπιακ εξέτασαν 203 στελέχη επιχειρήσεων και διαπίστωσαν ότι περίπου το 4% είχε βαθμολογία αρκετά υψηλή στο PCL-R ώστε να δικαιολογεί ψυχοπάθεια.
Διαπιστώθηκε ακόμη ότι «το 10% των οικονομικών στελεχών είναι ψυχοπαθείς», αλλά ο Χαρ ισχυρίζεται ότι το εύρημα είναι σίγουρα ψευδές γιατί το δείγμα δεν ήταν σωστό. Παρόλα αυτά είναι εύκολο να δει κανείς πώς η έλλειψη ηθικών ενδοιασμών και η αδιαφορία για τα βάσανα άλλων ανθρώπων μπορεί να είναι ωφέλιμη για όσους θέλουν να προχωρήσουν στην επιχείρηση.
«Υπάρχουν δύο είδη ενσυναίσθησης», λέει ο Τζέιμς Φάλον, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και συγγραφέας του βιβλίου The Psychopath Inside: A Neuroscientist’s Personal Journey into the Dark Side of the Brain, «Η γνωστική ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να γνωρίζεις τι αισθάνονται οι άλλοι άνθρωποι και η συναισθηματική ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να αισθάνεσαι αυτό που αισθάνονται».
Οι αυτιστικοί άνθρωποι μπορούν να έχουν μεγάλη ενσυναίσθηση -αισθάνονται τον πόνο των άλλων ανθρώπων- αλλά είναι λιγότερο ικανοί να αναγνωρίσουν τις εκφράσεις που διαβάζουν εύκολα οι άλλοι, όπως το χαμόγελο ή το σμίξιμο των φρυδιών, που μας λένε τι σκέφτεται κάποιος. Με τους ψυχοπαθείς συμβαίνει συχνά το αντίθετο: ξέρουν τι αισθάνεσαι, αλλά δεν αισθάνονται οι ίδιοι. «Αυτό προσφέρει ένα μεγάλο πλεονέκτημα σε ορισμένους ψυχοπαθείς. Μπορούν να καταλάβουν τι σκέφτεστε, απλώς δεν νοιάζονται και έτσι μπορούν να σας χρησιμοποιήσουν ενάντια στον εαυτό σας», λέει ο Χαρ.
Ψυχολογικά, εξάλλου, οι ψυχοπαθείς είναι ιδιαίτερα έμπειροι στην ανίχνευση των ευάλωτων ανθρώπων. Σε μια μελέτη του 2008 ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να θυμούνται εικονικούς χαρακτήρες και διαπιστώθηκε ότι εκείνοι που είχαν υψηλή βαθμολογία για ψυχοπάθεια, μπορούσαν να αναγνωρίσουν αμέσως λυπημένες, αποτυχημένες γυναίκες, όχι όμως άλλους χαρακτήρες.
«Οι ψυχοπαθείς νομίζουν ότι είναι πιο ορθολογιστές από τους άλλους ανθρώπους, και ότι αυτό δεν είναι έλλειμμα», λέει ο Χαρ, «Συνάντησα έναν δράστη ο οποίος ήταν σίγουρα ψυχοπαθής, που είπε “Το πρόβλημά μου είναι ότι, σύμφωνα με τους ψυχιάτρους, σκέφτομαι περισσότερο με το μυαλό μου παρά με την καρδιά μου. Τι πρέπει να κάνω γι’ αυτό; Να βάζω τα κλάματα;” Ένας άλλος, όταν ρωτήθηκε αν λυπήθηκε όταν μαχαίρωσε ένα θύμα ληστείας, απάντησε: “Ας σοβαρευτούμε! Περνάει μερικούς μήνες στο νοσοκομείο ενώ εγώ σκουριάζω εδώ πέρα. Αν ήθελα να τον σκοτώσω, θα του έκοβα το λαιμό. Τέτοιος τύπος είμαι. Τον άφησα».
Και όμως, όπως τονίζει ο καναδός εγκληματολόγος, όταν μιλάμε για ανθρώπους που δεν είναι εγκληματίες, μπορεί μάλιστα να είναι επιτυχημένοι στη ζωή τους, είναι δύσκολο να κατηγοριοποιηθούν σε μια διαταραχή: «Θα μου ήταν πολύ δύσκολο να πάω σε ένα περιβάλλον πολιτικό, οικονομικό ή ακαδημαϊκό υψηλού επιπέδου, να επιλέξω τους πιο επιτυχημένους ανθρώπους και να τους πω, “Κοιτάξτε, νομίζω ότι έχετε κάποιο εγκεφαλικό έλλειμμα”. Ένας από τους κρατούμενους μού είπε ότι το πρόβλημά του ήταν ότι είναι γάτα σε έναν κόσμο ποντικών. Αλλά αν συγκρίνετε τη δραστηριότητα των εγκεφαλικών κυμάτων μιας γάτας και ενός ποντικιού, θα διαπιστώσετε ότι διαφέρουν αρκετά».
Αναδεικνύονται επίσης ζητήματα της θεραπείας. «Η ψυχοπάθεια είναι ίσως το πιο ευχάριστο συναίσθημα όλων των ψυχικών διαταραχών», λέει ο δημοσιογράφος Τζον Ρόνσον, ο οποίος στο βιβλίο του The Psychopath Test, διερευνά την έννοια της ψυχοπάθειας και την βιομηχανία της ψυχικής υγείας γενικότερα. «Όλα τα πράγματα που σας κρατούν σε ηθικά καλή κατάσταση, είναι οδυνηρά: ενοχή, τύψεις, ενσυναίσθηση», λέει ο Ρόνσον και ο Φάλον συμφωνεί: «Οι ψυχοπαθείς μπορούν να δουλεύουν πολύ γρήγορα και μπορεί να δείχνουν ότι έχουν IQ υψηλότερο από αυτό που πραγματικά είναι, διότι δεν εμποδίζονται από ηθικές αναστολές».
Συχνά, λοιπόν, οι ψυχοπαθείς «καλοδέχονται» την κατάστασή τους και η «θεραπεία» τους γίνεται πολύπλοκη. «Πόσοι ψυχοπαθείς, που δεν είναι στη φυλακή, πηγαίνουν σε ψυχίατρο για πνευματική δυστυχία; Δεν συμβαίνει», λέει ο Χαρ. Βέβαια, αυτοί που βρίσκονται στη φυλακή, συχνά αναγκάζονται «να κάνουν ψυχοθεραπεία, να εκπαιδευτούν στην ενσυναίσθηση ή να μιλήσουν στην οικογένεια των θυμάτων» – αλλά επειδή οι ψυχοπαθείς δεν έχουν καμία ενσυναίσθηση, η θεραπεία δεν λειτουργεί. «Αυτό που θέλεις να κάνεις είναι να πεις: “Κοίταξε, για το συμφέρον σου χρειάζεται να να αλλάξεις συμπεριφορά, αλλιώς θα μείνεις στη φυλακή για αρκετό καιρό”», υποστηρίζει.