Φανταστείτε ότι κάποιος σας δίνει μια εντυπωσιακή επαγγελματική κάρτα η οποία κάτω από το όνομά του γράφει: «Η μύτη». Σας κάνει εντύπωση; Πιθανόν. Όμως αυτός ακριβώς είναι ο τίτλος που χρησιμοποιείται στον κλάδο της αρωματοποιίας για να περιγράψει την εργασία του αρωματοποιού, η οποία στην πραγματικότητα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια.
Εν μέρει χημικός και εν μέρει καλλιτέχνης, ο αρωματοποιός κάνει μια δουλειά που απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από την άριστη οσφρητική ικανότητα. Είναι ένας επαγγελματίας που πρέπει να διαθέτει επιχειρηματικό πνεύμα, καρδιά ικανή να δημιουργήσει ένα ελιξίριο το οποίο θα διεγείρει συναισθηματικά αλλά θα είναι και αρκετά σκληρόπετσος για να τα βγάλει πέρα σε μια εξαιρετικά ανταγωνιστική βιομηχανία δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Αν και έχουν μεγάλη ζήτηση, στη πλειοψηφία τους οι «μύτες» δεν είναι άνθρωποι γνωστοί, καθώς δουλεύουν στο παρασκήνιο. Είναι οι ειδικοί που δημιουργούν όχι μόνο ακριβά αρώματα αλλά και μυρωδιές για ένα σωρό είδη καθημερινής χρήσης όπως το υγρό σαπούνι για τα πιάτα, κεριά, τρόφιμα, η άμμος γάτων, σακούλες απορριμμάτων, εσωτερικοί χώροι αυτοκινήτων, ακόμη και σε πολυτελή διαμερίσματα διαχέονται αρώματα, όπως γράφουν οι New York Times.
Αν, λοιπόν, εντοπίσετε κάπου ένα άρωμα, το πιθανότερο είναι ότι στη δημιουργία του έχει εμπλακεί κάποια από τις «μύτες» για τις οποίες δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Δείτε παρακάτω μερικά πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία:
Όταν μιλούν οι αριθμοί
(45 δισ. δολάρια (36 δισ. ευρώ): Η φετινή προβλεπόμενη αξία της παγκόσμιας βιομηχανίας αρωμάτων.
60: Οι παραγωγοί αρωμάτων (που απασχολούν 13.000 εργαζόμενους) με έδρα την γαλλική πόλη Γκρας, τη «Μέκκα» της διεθνούς αρωματοποιίας, γνωστή και ως «Σίλικον Βάλεϊ του αρώματος»
6 εκατομμύρια: Λουλούδια γιασεμιού που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός κιλού «absolute», 100% καθαρού αιθέριου ελαίου γιασεμιού, που είναι η βάση αρκετών αρωμάτων του οίκου Christian Dior.
5.55%: Το μερίδιο αγοράς του «White Diamonds» της Elizabeth Taylor, το οποίο εξακολουθεί να είναι το κορυφαίο ανάμεσα στα αρώματα των διασημοτήτων στις ΗΠΑ.
143.000 λίρες Αγγλίας (162.000 ευρώ): Η τιμή για τα 30 ml του Clive Christian No.1 Passant Guardant, κάτοχος ρεκόρ στο «Guinness Book» για το πιο ακριβό άρωμα της αγοράς, το οποίο πωλείται στα «Harrods» σε ένα κρυστάλλινο μπουκαλάκι καλυμμένο με περισσότερα από 2.000 διαμάντια.
5%: Ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που πάσχει από ανοσμία.
1 εκατ. δολάρια (1,3 εκατ.ευρώ): Ποσό με το οποίο είχε ασφαλίσει τη μύτη του ο Γάλλος αρωματοποιός Ζαν Καρλ, δημιουργός μερικών από τα πιο διάσημα αρώματα του κόσμου όπως το Shocking (1937) του οίκου Schiaparelli, το «Ma Griffe» (1946) του Carven και το «Miss Dior» (1947 μαζι με τον Πολ Βασέ) του Christian Dior, και συγγραφέας του κλασικού οδηγού για την παρασκευή αρωμάτων.
Μεγάλες «μύτες»
1200 π.Χ.: Η Ταπούτι-Μπελατεκαλίμ, που έζησε στη Μεσοποταμία, χρησιμοποιούσε λουλούδια, βλαστούς και μύρο για να δημιουργήσει αρώματα για τον βασιλιά. Εκτός από πρώτη «μύτη», που έγινε γνωστή θεωρείται επίσης και η πρώτη χημικός της αρχαιότητας.
1370: Ένα θεραπευτικό ελιξίριο, που ονομάζεται «Νερό της Ουγγαρίας» και σύμφωνα με τον μύθο δημιουργήθηκε με εντολή μιας 70χρονης βασίλισσας θεραπεία, θεωρείται το πρώτο ευρωπαϊκό άρωμα. Πολλές εκδοχές του πωλούνται ακόμα σήμερα.
1709: Ο ιταλός αρωματοποιός Γιόχαν Μαρία δημιούργησε με αιθέρια έλαια εσπεριδοειδών και αρωματικών φυτών το «Kölnisch Wasser» («νερό της Κολωνίας), μια πιο λεπτή εναλλακτική λύση στα ισχυρά αρώματα της εποχής. Το εργοστάσιό του στην Κολωνία είναι το παλαιότερο αρωματοποιείο της Γερμανίας που εξακολουθεί να λειτουργεί.
1868: Η κουμαρίνη ήταν το πρώτο φυσικό άρωμα που παρασκευάστηκε συνθετικά από τον βρετανό χημικό Ουίλιαμ Χένρι Πέρκιν, η οποία θυμίζει βανίλια ή φρεσκοκομμένο άχυρο.
1921: Η Κοκό Σανέλ λανσάρει το μυθικό Chanel No 5, που αποπνέει άρωμα φρεσκάδας και σαπουνισμένου δέρματος. Ήταν δημιουργία της ρωσσογαλλικής μύτης του Ερνέστ Μπο με τον οποίο γνωρίστηκαν το καλοκαίρι της προηγούμενης χρονιάς στην Κυανή Ακτή.
2012: Το Βατικανό παράγγειλε στην ιταλική «μύτη» Σιλβάνα Κασόλι να δημιουργήσει ένα άρωμα-υπογραφή για τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ’. Παρεμπιπτόντως, ο Ποντίφικας, ο οποίος με την παραγγελία αυτή απέδειξε ότι σέβεται το στυλ, είχε υπάρξει σύμβουλος του Αρχιεπισκόπου της Κολονίας. Αλλά και η παραίτησή του από το αξίωμα είχε οσμή σκανδάλων, όπως αναφέραν δημοσιεύματα της εποχής.
Η δουλειά της «μύτης»
Ενώ όλο και περισσότερα αρώματα συντίθενται εξ ολοκλήρου σε χημικά εργαστήρια, οίκοι ειδών πολυτελείας όπως οι «Louis Vuitton» και «Christian Dior» (ανήκουν στον όμιλο LVMH Moët Hennessy Louis Vuitton) επιμένουν στη χρήση φυσικών υλικών στις φόρμουλές τους.
Ο Φρανσουά Ντεμασί, η «μύτη» του Dior, ειδικεύεται στις πρώτες ύλες. Κλείνει ολόκληρη τη συγκομιδή καλλιεργητών σε όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων και δύο οικογενειακά κτήματα στη Γκρας της Γαλλίας που καλλιεργούν τριαντάφυλλα και γιασεμί αποκλειστικά για τα αρώματα του οίκου Dior. Σε σύγκριση με τα εργαστηριακά αρώματα που είναι απόλυτα προβλέψιμα το να εξαρτάσαι σε αυτή τη δουλειά από τη φύση είναι μια διαδικασία αργή, επίπονη, λιγότερο προβλέψιμη, αλλά εντέλει απίστευτα ρομαντική.
Σχεδιάζοντας ένα άρωμα
Για να δημιουργήσει ένα νέο άρωμα, ο Ντεμασί «σχεδιάζει», κατ΄ αρχάς, ένα αρωματικό κόνσεπτ έχοντας στο μυαλό του μια συγκεκριμένη πελατεία. Στη συνέχεια πηγαίνει στο εργαστήριό του, στο «Les Fontaines Parfumées», όπου υπάρχουν περισσότερα από 2.000 μπουκάλια με αιθέρια έλαια «absolute», παίρνει κάποια δείγματα και αρχίζει τις δοκιμές εξευγενίζοντας την αρχική του ιδέα. Περνάει μήνες μυρίζοντας, κάνοντας δείγματα και κατά περιόδους διαβουλεύεται με τον Ζακ Καβαλιέ-Μπελτρουντ, τη «μύτη» του Louis Vuitton, του οποίου το γραφείο βρίσκεται στην άλλη άκρη του διαδρόμου.
Η δημιουργία ενός αρώματος μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε χρόνια. Εκτός από τα τριαντάφυλλα και το γιασεμί από την Γκρας, ο Ντεμασί, (στις δημιουργίες του περιλαμβάνονται τα φημισμένα Fahrenheit, Dior Homme, Miss Dior και Tiffany), πειραματίζεται επίσης με ασυνήθιστες ουσίες όπως η αμπεργκρίδα, κάτι σαν γκρίζο κερί που υπάρχει στο σπέρμα της φάλαινας.
Διάφορα αιθέρια έλαια – μερικές φορές έως και 30 – αναμειγνύονται σε δείγματα ώστε να εξασφαλιστεί ότι το άρωμα θα αποδοθεί όπως ακριβώς το φαντάστηκε μύτη. Χρησιμοποιώντας φαν των αρωμάτων, οι οποίοι μυρίζουν τα δείγματα σε δοκιμαστικές ταινίες ο Νταμασί και οι βοηθοί του παρακολουθούν την εξέλιξη της μυρωδιάς πριν οριστικοποιήσουν την top secret φόρμουλά της.
Πώς γίνεσαι «μύτη»
«Είναι ένα πολύ μακρύ ταξίδι», λέει στο Quartz, ο εκπαιδευόμενος Ουγκό Σαρόν. Οι εμπνευσμένοι αρωματοποιοί έχουν συνήθως πτυχίο χημείας και στη συνέχεια ακολουθούν μια ειδίκευση που διαρκεί 5-10 χρόνια. Στις σπουδές τους περιλαμβάνονται μαθήματα ανώτερης χημείας, ανάμειξη, πρώτες ύλες, κανονισμοί ασφαλείας, αφήγηση και, φυσικά, πολλές εισπνοές με τη μύτη. Στο τέλος της εκπαίδευσης, ένας αρωματοποιός πρέπει να μπορεί να αναγνωρίσει περίπου 500 αρώματα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.