Οταν μετακόμισα σε δικό μου σπίτι πριν από 10 χρόνια, αποφάσισα αντί να αγοράσω καινούργια πιάτα και ποτήρια, να χρησιμοποιήσω ‒έτσι για στυλ‒ κάτι παλιά σερβίτσια της γιαγιάς μου που μου άρεσαν. Βούτηξα λοιπόν μέσα στα σκρίνια για να διαλέξω και τότε συνειδητοποίησα ότι όλα τα σκεύη ήταν πάρα πολύ μικρά. Τα ποτήρια νερού μου φαίνονταν σαν ποτήρια χυμού των ξενοδοχείων, τα πιάτα φαγητού ήταν σε μέγεθος των πιάτων φρούτου, τα βαθιά πιάτα τα βρήκα ΟΚ για κορνφλέικς κ.ο.κ. Η μαμά μου που με βοηθούμε, τα κοίταζε κι αυτή, μετά από χρόνια, και μονολογούσε «παλιά έτσι ήταν τα πιάτα και τα ποτήρια, όλα μικρά». Εντάξει εγώ προτιμώ τα μεγάλα σερβίτσια,οπότε αγόρασα καινούργια από το IKEA και το Habitat αλλά ούτως ή άλλως πήρα και της γιαγιάς για τις χρήσεις που προείπα. Οταν λοιπόν εγκαταστάθηκα στο σπίτι μου και άρχισα να μαγειρεύω, δεν χρησιμοποίησα ποτέ τα πιάτα της γιαγιάς για να σερβίρω κυρίως φαγητό. Μου φαίνονταν μίζερες οι μερίδες. Ούτε καν τα ποτήρια λικέρ δεν χρησιμοποίησα – τα έχω για στολίδι επειδή είναι ωραία, αλλά αν θέλω λικέρ το πίνω σε άλλα ποτήρια, πιο μεγάλα.
Τι έτρωγαν λοιπόν οι άνθρωποι παλιά; Προσφάτως έπεσα πάνω σε μία μελέτη του βρετανικού κρατικού οργανισμού Food Standards Agency, στην οποία υποδεικνύεται το μέγεθος της προτεινόμενης μερίδας διαφόρων διατροφικών ειδών, συγκριτικά με άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης για να καταλαβαίνουμε όλοι καλύτερα. Δείτε στο γράφημα που ακολουθεί, πόσο π.χ. είναι το μέγεθος της μπριζόλας που πρέπει να τρώμε… και θα καταλάβετε.
Πράγματι λοιπόν οι μερίδες του φαγητού μας είναι πολύ μεγαλύτερες τώρα. Επιπλέον σήμερα, με τα αυτοκίνητα, τα δίκυκλα και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, περπατάμε ελάχιστα και επίσης πάρα πολύς κόσμος, ειδικά στις πόλεις, δουλεύει σε γραφείο, άρα κάθεται όλη μέρα.
Η εξίσωση είναι προφανής: Πολύ φαγητό + πολύ ποτό + πολύ καθισιό = πρόβλημα βάρους και κακή υγεία.
Η πρόοδος της κοινωνίας! Και μετά μας ήρθε το μνημόνιο. Αλλά ούτε αυτό ανέκοψε τη φόρα της μερίδας. Το αντίθετο μάλιστα… Πλέον όλο και περισσότερα σουβλατζίδικα (από τα υπερβολικά πολλά που έχουν ανοίξει) πουλάνε κάτι σουβλάκια γίγαντες, με διπλά και τριπλά καλαμάκια, φουλ πατάτες, διάφορες σος κτλ. και διπλή πίτα! Παλιά αυτό δεν έπαιζε, δεν το θυμάμαι, κι αν κάποιος ζητούσε τόσο φουσκωμένη μερίδα θα ήταν σίγουρα ο χοντρός της παρέας.
Επίσης, δείτε τις μερίδες των καφέδων στα take away: μικρό, μεσαίο, μεγάλο μέγεθος. Αυτό είναι και θέμα μάρκετινγκ. Αν τα μεγέθη ήταν μικρό και μεγάλο, οι περισσότεροι θα έπαιρναν το μικρό. Ανάμεσα στα τρία όμως, πάντα υπάρχει η τάση να διαλέξεις το μεσαίο, οπότε έτσι τα μαγαζιά πουλάνε περισσότερο καφέ.
Ανάλογα μεγαλώνουν διαρκώς και οι μερίδες των ποτών, του κρασιού, των κοκτέιλ, των αναψυκτικών… Ολα σε αφθονία! Πενία και αφθονία!
Μετά ρίξτε μια ματιά στα είδη των αμέτρητων πια φούρνων: το ψωμί σήμερα εκεί είναι δευτερεύον – πρωταγωνιστής στους φούρνους είναι τα τεράστια γυαλιστερά γλυκά, οι διάφορες παραφουσκωμένες πίτες, οι ατομικές πίτσες των 2.000 θερμίδων, τα γεμιστά κρουασάν γίγαντες κ.ο.κ. Στη γειτονιά μου έχω δύο τέτοιους φούρνους και τους βλέπω σαν ύπουλο εφιάλτη – αισθάνομαι ότι με το που μπαίνω μέσα στο μαγαζί, παχαίνω και μόνο κοιτάζοντας τα είδη.
Και μιας που πλησιάζει το καλοκαίρι ρίξτε μια ματιά μέσα στα ψυγεία με τα παγωτά. Οι πύραυλοι πια είναι τεράστιοι – αμέτρητων θερμίδων, δεν μπορείς να τους φας! Αλλά όταν τους βλέπεις τους θέλεις, και π.χ. το cornetto (που είναι το αγαπημένο μου παγωτό), φαίνεται μικρό… δίπλα τους. Εγώ βέβαια πάντα αυτό παίρνω αλλά και πάντα φεύγω από το περίπτερο με την αίσθηση ότι πήρα το ταπεινό παγωτό κι όχι το σούπερ grande κι ότι μετά μπορεί να θέλω κι άλλο… Στην πραγματικότητα φυσικά ποτέ δεν θέλω κι άλλο – εξάλλου σύμφωνα με τη λίστα του Food Standards Agency και το cornetto μεγάλο είναι. Η μερίδα παγωτού που δεν παχαίνει είναι μία-δύο μικρές μπάλες, σ’ εκείνα τα κομψά ρηχά ποτήρια σαμπάνιας που τα έλεγαν coupes και που πλέον έχουν αντικατασταθεί από τα ψηλά σωληνωτά flûtes. Τόσο παγωτό πρέπει να τρώμε κανονικά. Ολο το υπόλοιπο είναι υπερβολή.
Αρα τι κάνουμε; Παραδινόμαστε στις μεγάλες μερίδες, στη λαιμαργία που μας καλλιεργείται από τους κανόνες του μάρκετινγκ, στην παχυσαρκία, στη χοληστερίνη, στα σκευάσματα αδυνατίσματος, στις δίαιτες χωρίς τέλος, στις κρέμες κατά του τοπικού πάχους;
Κι όσο γενικά, με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, η οικονομική και η επαγγελματική ζωή μας θα καταστρέφονται, τόσο θα κυλιόμαστε όλο κατάθλιψη μέσα στις φτηνές θερμίδες του εμπορίου και στις extra large μερίδες του νέου πολυ-προβεβλημένου comfort food (π.χ. μακαρόνια με κιμά και μπόλικο τυρί); Το τελευταίο, το comfort food, οι ψυχολόγοι το αποκαλούν «φαγητό της μοναξιάς» γιατί μας φέρνει στον νου τις παλιές αγαπημένες γεύσεις της ξέγνοιαστης παιδικής ηλικίας στην οποία μάταια θέλουμε να επιστρέψουμε. Αλλά αυτό το φαγητό παχαίνει και μας γεμίζει αντίστοιχα με τα «κιλά της μοναξιάς» οπότε ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Τι κάνουμε λοιπόν;
Αυτοσυγκρατούμαστε; Σταματάμε μόλις χορτάσουμε; Πρόσφατη έρευνα στις ΗΠΑ έδειξε ότι μόνο τα παιδιά έως 3 και 4 ετών σταματούν το φαγητό μόλις χορτάσουν. Από την ηλικία των 5 ετών και πάνω ακόμα και αυτά τρώνε ό,τι τους σερβίρεις… Σύμφωνα με την έρευνα λοιπόν όσο μεγαλώνουν οι μερίδες τόσο περισσότερο θα τρώμε, τελεία και παύλα και σε αυτό είμαστε αβοήθητοι.
Αυτό που προτείνουν οι ειδικοί (ψυχολόγοι και διατροφολόγοι) είναι η συστηματική άσκηση. Αν προγραμματίσεις να κάνεις γυμναστική κάποιες συγκεκριμένες μέρες και ώρες μέσα στην εβδομάδα, αυτομάτως και σχεδόν ασυναίσθητα μπαίνεις σε ένα, κάποιο διατροφικό πρόγραμμα. Δεν τρως πολύ, δεν τρως λίγο, δεν περιστρέφεται όλη η ψυχολογική σου κατάσταση γύρω από το φαγητό άρα κάπως αυτοσυγκρατείσαι. Επιπλέον κινείται το σώμα, βελτιώνεται η κυκλοφορία του αίματος, λειτουργεί το σύστημα τέλος πάντων, με έναν τρόπο πιο φυσιολογικό. Κατά τα άλλα; Ακολουθείς το ρεύμα των μεγάλων μερίδων… και προσπαθείς μέσα στα μεγάλα πιάτα σου να σερβίρεις όσο πιο ισορροπημένο και υγιεινό φαγητό γίνεται.
Τα άλλα, τα «αμαρτωλά», καλύτερα να τα σερβίρεις στα πιατάκια της γιαγιάς.