Θέματα

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, ο μουσικός που ήθελε να γίνει… Μότσαρτ

Στις 17 Δεκεμβρίου 2020 η υφήλιος γιορτάζει τα 250 από τη γέννηση του μεγάλου κλασικού συνθέτη (αν και κατά μία άλλη εκδοχή και κατά τα ημερολογιακά καπρίτσια φέρεται να γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου). Ποιο ήταν, όμως, πραγματικά αυτό το απόλυτο «Πρόσωπο της Δυτικής Μουσικής» που επηρέασε όσα τον ακολούθησαν και παραμένει σούπερσταρ;
Παύλος Ηλ. Αγιαννίδης

«Έχετε το νου σας. Μια μέρα αυτός ο τύπος θα δώσει στον κόσμο λαβές να τον συζητάει». Αυτή η φράση, που αποδίδεται στον Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, και μάλιστα στην ακμή της σύντομης μουσικής καριέρας του, ήταν ο μόνος καλός λόγος – λένε οι κακόγλωσσες της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας – που βγήκε από το στόμα του.

Τουλάχιστον για άλλους μουσικούς, που δεν τους το είχε. Καθόλου. Χώρια ότι, όπως έλεγε με την υπεροψία του επιτυχημένου αυλικού συνθέτη πλέον, τους βαριόταν.

Όταν λοιπόν, στα 17 του, ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν έπαιξε μπροστά στον «μέγα Μότσαρτ», στο πρώτο του ταξίδι στη Βιέννη, το Κοντσέρτο αρ. 24 για πιάνο του αυστριακού σταρ της εποχής και εκείνος αποφάνθηκε για τον Λούντβιχ βαν Μπετόβεν τόσο ευνοϊκά, όλοι αποφάσισαν να τον ακούσουν. Δεν τα είχε και πρόχειρα τα καλά λόγια ο μετρ.

Περιμένατε κάτι σε Μότσαρτ-Σαλιέρι, τη θρυλική κόντρα που μόνον στην εύφορη φαντασία του θεατρικού συγγραφέα Πίτερ Σέφερ γεννήθηκε; Όχι. Δεν έχουμε κάτι τέτοιο εδώ. Με αφορμή τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Μπετόβεν, του μεγάλου του μουσικού Κλασικισμού αν θέλετε, που συμπληρώνονται στις 17 Δεκεμβρίου 2020 (στις 16 κατά μία άλλη εκδοχή).

Η καριέρα του Μπετόβεν, είναι η αλήθεια, δεν συναρτήθηκε με την τιμητική φράση του Μότσαρτ. Η επιρροή του σε μια σειρά από συνθέτες, που ακολούθησαν τον – εν τέλει κωφό – γερμανό συνθέτη, οφείλεται στο δικό του έργο και τις δικές του μουσικές καινοτομίες. Αλλά θα πούμε περισσότερα παρακάτω γι’ αυτό.

Ο Μότσαρτ, προγενέστερος του Μπετόβεν, ήταν για κείνον πρότυπο. Κυρίως ως σταρ της μουσικής, στην εποχή του. Πάντως, ο πατέρας του Μπετόβεν, Γιόχαν, ονειρευόταν ένα νέο «παιδί – θαύμα» σαν τον Μότσαρτ. Γι’ αυτό και βλέποντας τη μουσική κλίση του μικρού Λούντβιχ, τον πίεζε να μάθει άριστα το κλειδοκύμβαλο.

Οι γείτονες θυμούνταν ότι τον ανέβαζε με το ζόρι (και με κλάματα) στον πάγκο μπροστά στο μουσικό όργανο και τον πίεζε να παίζει και να παίζει και να παίζει. Η δε συναυλία ενώπιον του Μότσαρτ, στα 17 του πλέον, ήταν το μεγάλο καμάρι του Γιόχαν βαν Μπετόβεν.

Ο σκράπας στα μαθηματικά και χαμένος μονίμως στις σκέψεις του ή αφηρημένος Λούντβιχ έφτασε μετά από εκείνη τη συναυλία να διαβεί το κατώφλι και του τρίτου μεγάλου του Κλασικισμού, του Γιόζεφ Χάιντν. Ναι, του πατέρα της Συμφωνίας. Δίπλα στον οποίο πήρε τα πιο σημαντικά του μαθήματα.

Όμως, η καρδιά του νεαρού Λούντβιχ έτρεχε κι αλλού. Στον αυτοσχεδιασμό. Τόσο ακραίο για την εποχή του όσο και η σημερινή ακραία αυτοσχεδιαστική τζαζ (τηρουμένων των αναλογιών, βεβαίως). Ο σύγχρονός του συνθέτης Γιόχαν Μπατίστ Κράμερ έλεγε στους μαθητές του ότι αν δεν έχεις ακούσει τον Μπετόβεν να αυτοσχεδιάζει, δεν έχεις ακούσει αυτοσχεδιασμό.

Αδριάντας του Μπετόβεν στη γενέτειρα του, τη Βόννη, στη Γερμανία – με φόντο το κτίριο του Παλιού Ταχυδρομείου.

Χώρια ότι το πήγε παραπέρα και… οργανικά. Εξέλιξε το μουσικό τους ύφος όχι στο (μάλλον μισητό του, ύστερα από την πατρική πίεση) κλειδοκύμβαλο, αλλά στο νεότερο εξελιγμένο πιάνο. Για το οποίο ουδείς μέχρι τότε δεν είχε γράψει έργα. Κι εκεί πήρε το παιχνίδι.

Ο τύφος που πέρασε μικρός ευθύνεται, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, για την προϊούσα κώφωση της ζωής του. Που τον οδήγησε στα 27 να ακούει έναν διαρκή βόμβο και τελικά στην πλήρη κώφωση. Εξ ου και οι μύθοι ότι κατάφερνε να ακούει ακουμπώντας σε καλούς αγωγούς του ήχου (όπως το ξύλο) και αισθανόμενος τους παλμούς.

Όμως, ο Μπετόβεν από τα μικράτα του ήταν ασθενικός. Κολίτιδα, ρευματοειδής πυρετός και ρευματισμοί, δερματίτιδες, επιπεφυκίτιδες, χρόνια ηπατίτιδα έως κίρρωση του ήπατος, ήταν μερικές μόνον από τις παθήσεις που τον ταλάνισαν στην ζωή του.

Από μικρός είχε ψευδαισθήσεις μεγαλείου (πίστευε ότι στις φλέβες του κυλούσε βασιλικό αίμα). Από νεαρός την «έπεφτε» σε κυρίες «ανωτέρων τάξεων», κατά τους «New York Times», που ήταν μάλλον ακατάλληλες για ταίρια του. Και ως ενήλικας έδινε μάλλον λάθος ή άχρηστες μάχες. Όπως η δικαστική κατά της χήρας του αδελφού του, για να πάρει την επιμέλεια του ανιψιού του, καθώς του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι η μητέρα δεν ήταν «αρκούντως ηθική».

Το πρώτο μεγάλο του χιτ στο πιάνο ήταν, το 1801, η λεγόμενη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Και, ναι, την ενέπνευσε ο έρωτάς του. Το επιβεβαίωσε αρκετά αργότερα, αφιερώνοντάς την στη μαθήτριά του, Τζουλιέτα Τζιουκάρντι.

Αν και ο ίδιος αντιπαθούσε τα μαθήματα και επέλεγε μόνον μεγάλα ταλέντα για να διδάξει. Κι ας μην τα άφησε ποτέ, καθώς αυτά τον κάλυπταν για τα προς το ζην. Όπως και οι αναθέσεις έργων από πλούσιους Βιεννέζους.

Το τέλος του ήταν δραματικό, υποβλητικό και θορυβώδες. Σαν κάποιες πολύ γνωστές συμφωνίες του. Κατέληξε στη διάρκεια μιας σφοδρής καταιγίδας, στα 56 του, εξαιτίας κάποιας από τις ακόλουθες παθήσεις ή από συνδυασμό τους, σύμφωνα με τις νεότερες έρευνες: κίρρωση του ήπατος, σύφιλη, οξεία φλεγμονή του αναπνευστικού ή τοξίκωση (από βαρέα μέταλλα, κυρίως μόλυβδο).

Πάνω από το μνήμα του, με μία και μόνον λέξη («BEETHOVEN») στάθηκε όλος ο κόσμος της τέχνης και της διανόησης της εποχής του. Και όλοι κάτι πήραν από τη δημιουργικότατη πορεία του πάνω στη Γη. Από τις καινοτομίες και την λοξή, σχεδόν ονειροπόλα, ματιά του πάνω στη μουσική. Όπως η δομή των έργων του, από μικρά μουσικά μοτίβα, που έχτιζαν θαυμαστά τον συνθετικό ογκόλιθο, π.χ., μιας συμφωνίας.

Την ώρα που όλη η υφήλιος – ακόμη και εν μέσω καραντίνας και δίχως κοινό – γιορτάζει την επέτειο των 250 ετών από τη γέννηση του Μπετόβεν, με συναυλίες και εκδηλώσεις κυρίως διαδικτυακές πλέον, το περίφημο Κάρνεγκι Χολ στο Μανχάταν τον γιορτάζει ως «το αδιαμφισβήτητο πρόσωπο της δυτικής κλασικής μουσικής».

Και ο μουσικός κόσμος θυμάται τι του οφείλει: τα μικρά δομικά μοτίβα του, από τα οποία εμπνεύσθηκε τα «leitmotiv» του, για τις επικές όπερές του, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Ή που βρήκαν το δρόμο για να δομήσουν τη δική τους μουσική γλώσσα, συνθέτες όπως ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Γκούσταβ Μάλερ. Τουλάχιστον στις συμφωνίες τους.

Ακόμη και ο Τζάκομο Πουτσίνι δεν έκρυβε ότι πάνω στα μοτίβα του Μπετόβεν έχτισε την δική του πολυδομική θεματική τεχνική στις όπερές του, όπως η περίφημη «Τόσκα». Ακόμη και ο νεότερος μετρ του μιούζικαλ, Στίβεν Σόντχαϊμ. Και αυτά αν δεν καταλογίσουμε στις επιρροές του Μπετόβεν και την σπίθα που κατέληξε στην… πυρκαγιά του Ρομαντισμού.

Χώρια ότι σε κείνον οφειλόταν η λεγόμενη «Κατάρα της Ενάτης» (συμφωνίας), καθώς αντίστοιχα ισάριθμες συμφωνίες μας άφησαν ο Μάλερ, ο Ντβόρζακ, ο Σούμπερτ, ο Μπρούκνερ.

Όλα αυτά και πολλά άλλα τον έκαναν ήρωα και θρύλο. Με επιδραστικότητα και πυγμή. Σαν αυτή που φέρεται να σήκωσε, όταν, λίγο προτού ξεψυχήσει άκουσε μια βροντή από την καταιγίδα που μαινόταν έξω. Ο θρύλος τον θέλει να σήκωσε τη γροθιά του σε ένδειξη δύναμης και νίκης απέναντι ακόμη και στα στοιχειά της Φύσης, με τη Μουσική. Η αλήθεια φαίνεται πως είναι πεζή: ήταν ένας τελευταίος σπασμός από τις ασθένειες που τον οδήγησαν στο θάνατό του.