Ο Βλαντίμιρ Πούτιν δεν θα έχει καλύτερη τύχη από τον Φρανθίσκο Φράνκο. Στο τέλος η αλήθεια θα επικρατήσει... | CreativeProtagon
Θέματα

Στον πόλεμο νικάει πάντα η «Γκερνίκα»

Η σύγκρουση της προπαγάνδας με την αλήθεια καταλήγει αργά ή γρήγορα στην επικράτηση της δεύτερης. Ετσι έγινε με τη φασιστική προπαγάνδα για τον αφανισμό της Γκερνίκα και τον πίνακα-γροθιά του Πικάσο στον ισπανικό Εμφύλιο, έτσι γίνεται και τώρα στην Ουκρανία, λέει ο κορυφαίος νορβηγός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας Γιου Νέσμπο
Protagon Team

Το αφήγημα του Βλαντιμίρ Πούτιν σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία αναγκάστηκε να εισβάλει στην Ουκρανία για να απελευθερώσει τον καταπιεσμένο λαό της από «μια συμμορία τοξικομανών και νεοναζί» έγινε ευρέως αποδεκτή, τουλάχιστον στη Ρωσία. Ταυτόχρονα, ο Πούτιν φίμωσε κάθε φωνή στην πατρίδα του που θα μπορούσε να τολμήσει να πει μια διαφορετική ιστορία, υπενθυμίζει σε άρθρο του ο Γιου Νέσμπο (φωτογραφία). Με αφορμή τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία ο κορυφαίος νορβηγός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας διερωτάται εάν το πραγματικό πεδίο μάχης, οποιαδήποτε μάχης, είναι η αφήγηση αλλά και ποιον ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει η μυθοπλασία σε έναν κόσμο όπου η αλήθεια δείχνει να έχει ηττηθεί προ πολλού.

Ο κορυφαίος νορβηγός συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, Γιου Νέσμπο
Μια τηλεοπτική σειρά

Στο κείμενο του, το οποίο αναδημοσίευσε η Corriere della Sera, ο Νέσμπο αναφέρεται καταρχάς σε μία προσωπική του εμπειρία. Το 2015 άρχισε να προβάλλεται στη νορβηγική τηλεόραση η σειρά «Occupied» η οποία βασίζεται σε μία δική του ιδέα και εξιστορεί την κατάληψη και την κατοχή της Νορβηγίας από τη Ρωσία, με την σιωπηρή αποδοχή της ΕΕ και των ΗΠΑ και σκοπό να αρχίσει εκ νέου η παραγωγή πετρελαίου στη χώρα έπειτα από τον τερματισμό της από μια «πράσινη» νορβηγική κυβέρνηση. 

Κατά την επεξεργασία της κεντρικής αφηγηματικής ιδέας ο Νέσμπο επιδίωξε να αναδείξει τα ηθικά διλήμματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν σε παρόμοιες, ακραίες καταστάσεις, οι απλοί άνθρωποι, προβαίνοντας συνειδητά σε έναν παραλληλισμό με όλα όσα βίωσαν οι Νορβηγοί την περίοδο της ναζιστικής κατοχής της πατρίδας τους από το 1940 έως το 1945. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για ένα παιχνίδι διατήρησης ήδη εύθραυστων ισορροπιών με πρωταγωνιστές μια μικρή χώρα, έναν απειλητικό και δυσκίνητο γείτονά της και τις κύριες παγκόσμιες δυνάμεις που καλούνται να ελιχθούν, λαμβάνοντας υπόψη πολιτικά ιδανικά, οικονομικά συμφέροντα και ζητήματα ασφαλείας. «Νόμιζα ότι ήταν προφανές ότι στον φανταστικό κόσμο του “Occupied” δεν υπήρχε περιθώριο να κρίνει κανείς τη Ρωσία, όπως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ δεν είχε τίποτα να πει για τους μεγάλους λευκούς καρχαρίες στα “Σαγόνια” του», γράφει ο Νέσμπο στο κείμενό του. 

Ωστόσο οι Ρώσοι είχαν διαφορετική άποψη με τον Γιάτσεσλαβ Παβλόβσκι, τον ρώσο πρέσβη στη Νορβηγία, να δηλώνει στο ρωσικό πρακτορείο Tass τα εξής: «Είναι λυπηρό το ότι ειδικά αυτήν τη χρονιά, κατά την οποία γιορτάζουμε την 70ή επέτειο από τη νίκη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι συγγραφείς της τηλεοπτικής σειράς ξέχασαν την ηρωική συμβολή του σοβιετικού στρατού στην απελευθέρωση της Βόρειας Νορβηγίας από τους ναζί εισβολείς και αποφάσισαν, σύμφωνα με τη χειρότερη ψυχροπολεμική παράδοση, να τρομάξουν το νορβηγικό κοινό, αναδεικνύοντας μια φανταστική απειλή από την Ανατολή». 

Ο Χένρικ Μέσταντ στο ρόλο του νορβηγού πρωθυπουργού στο «Occupied» | Netflix
Τα γεγονότα και οι ιστορίες

Ο ρώσος διπλωμάτης ενδεχομένως να θίχτηκε γιατί την προηγούμενη χρονιά η πατρίδα του είχε προβεί στην προσάρτηση της Κριμαίας (πολύ μετά τα γυρίσματα και την παραγωγή του “Occupied”) επιλέγοντας να καταστεί εκ νέου απειλητικά ανταγωνιστική στη διεθνή σκηνή. Ωστόσο αυτό δεν εξηγεί την οργισμένη αντίδραση της Ρωσίας, δεδομένου ότι επρόκειτο για μυθοπλασία, για μία τηλεοπτική σειρά στην οποία, μάλιστα, οι Ρώσοι δεν απεικονίζονταν σε καμία περίπτωση αδιάκριτα ως οι κακοί της υπόθεσης.

Σύμφωνα με τον Νέσμπο η απάντηση ενδέχεται να είναι η παρακάτω: «Σε μια εποχή όπου η αλήθεια έχει απαξιωθεί από την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, όπου οι πιο ισχυροί ηγέτες εκλέγονται χάρη στο συναισθηματισμό και όχι με βάση τα πλεονεκτήματα ή τις πολιτικές τους θέσεις, τα γεγονότα δεν έχουν πλέον την ίδια βαρύτητα που είχαν στο παρελθόν. Τα γεγονότα αναγκάστηκαν να δώσουν τη θέση τους σε ιστορίες ικανές να διεγείρουν τα συναισθήματά μας, σε ιστορίες για εμάς και ό,τι μας καθορίζει ως κοινότητα, έθνος, πολιτισμό, θρησκεία. Πιθανώς η αιτία της αποτυχίας των κατοχικών πολέμων στο Βιετνάμ και στο Αφγανιστάν να ήταν η έλλειψη ιστοριών ικανών να “κερδίσουν τις καρδιές και τα μυαλά” των ανθρώπων. Πιο συγκεκριμένα: ίσως να έγινε ό,τι έγινε επειδή οι αντίπαλοι μπόρεσαν να διαδώσουν καλύτερα αφηγήματα», υποστηρίζει ο Νέσμπο. 

Αναφερθείς σε όλα όσα γράφονται για τον πόλεμο που διεξάγει η Ρωσία του Πούτιν κατά της Ουκρανίας, επικαλείται τον αμερικανό γερουσιαστή Χίραμ Τζόνσον που έμεινε στην Ιστορία, δηλώνοντας το 1917 πως «το πρώτο θύμα του πολέμου είναι η αλήθεια». Η περίφημη ρήση του υπενθυμίζει στους δημοσιογράφους και στους εκδότες αλλά και στους αναγνώστες πόσο ευάλωτη είναι η αλήθεια με βάση τα γεγονότα, όταν δύο αντίπαλες παρατάξεις αγωνίζονται για την επικράτηση της δικής τους εκδοχής. Συγχρόνως αποτελεί μία προειδοποίηση «για το πόσο αφελές είναι να πιστεύει κανείς ότι ένας δημοσιογράφος, όσο κι αν σέβεται τις ιερές αρχές της ακεραιότητας και της αμεροληψίας, μπορεί να διαχωρίσει το ρεπορτάζ του από τη δική του κουλτούρα και εθνικότητα και από την κοσμοθεωρία που του μεταδόθηκε, ειδικά σε καιρό πολέμου».

 Ο Ισπανικός Εμφύλιος και ο Πικάσο

Οσον αφορά  τις ιστορίες που κερδίζουν τις καρδιές και τις συνειδήσεις των ανθρώπων, ο Νέσμπο εστιάζει την προσοχή του στον βομβαρδισμό της Γκερνίκα. Το 1937, μετά τον βομβαρδισμό της πόλης από τον φασίστα στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο και τη σφαγή του τοπικού πληθυσμού, οι επιζώντες θέλησαν να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους. Αλλά μόλις άρχισαν να διαδίδονται οι πρώτες εικόνες και οι ιστορίες της καταστροφής, ο Φράνκο και οι στρατηγοί του αντιλήφθηκαν τι αισθήματα θα προκαλούσε στην Ισπανία και στο εξωτερικό, και άρχισαν να υποστηρίζουν πως την πόλη την ισοπέδωσαν οι δυνάμεις των Δημοκρατικών που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή. Η εν λόγω εκδοχή ήταν επί καιρό αποδεχτή, τουλάχιστον από όλους όσοι είχαν συμφέρον να την πιστεύουν και να την αποδέχονται. «Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι είχαν έναν καλύτερο αφηγητή στο πλευρό τους. Ο Πάμπλο Πικάσο απάντησε με έναν από τους πιο διάσημους πίνακές του που απεικόνιζε την κόλαση που εξαπολύθηκε στη βασκική πόλη. Αυτό το έργο που φιλοτέχνησε ένας ζωγράφος που ζούσε στο Παρίσι και ήταν μία μη αντικειμενική αναπαράσταση, ένα προϊόν της φαντασίας και της εμπειρίας του καλλιτέχνη, ήταν αρκετό για να ανοίξει τα μάτια της Ευρώπης. Παρουσιάστηκε στο κοινό στο Παρίσι την ίδια χρονιά και στη συνέχεια εκτέθηκε σε όλη την ήπειρο, συμβάλλοντας στη στρατολόγηση εθελοντών που συνέρρεαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν στο πλευρό των Δημοκρατικών», γράφει ο Νέσμπο.

Ο Ελμερ Ντέιβις, Διευθυντής του Υπηρεσία Πληροφοριών Πολέμου, εξετάζει ιαπωνικά και ναζιστικά προπαγανδιστικά έντυπα
 Ο κινηματογράφος

 Στο βιβλίο του «Hearts and mines: the U.S. empire’s culture industry» ο Τάνερ Μέρλις, καθηγητής στο Tech University του Οντάριο περιγράφει πως η αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών Πολέμου (Office of War Information) που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα τμήμα που συνεργαζόταν αποκλειστικά με το Χόλιγουντ. Από το 1942 έως το 1945 τα στελέχη του εξέτασαν περισσότερα από 1.600 σενάρια, τροποποιώντας ή διαγράφοντας σκηνές εν δυνάμει επικριτικές για τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με τον Μέρλις, ήταν ο Ελμερ Ντέιβις, επικεφαλής του Γραφείου Πληροφοριών Πολέμου, ο οποίος δήλωσε ότι ο πιο εύκολος τρόπος άσκησης προπαγάνδας είναι μέσω μιας ψυχαγωγικής ταινίας, γιατί δύσκολα το κοινό αντιλαμβάνεται την απόπειρα επηρεασμού της συνείδησης της κοινής γνώμης. Το ότι οι ταινίες αποτελούν ένα εξαιρετικό προπαγανδιστικό μέσο υποστηρίζει και ο καναδός ειδικός, γιατί η θέαση μιας κινηματογραφικής ταινίας αποτελεί μια συλλογική εμπειρία που δύναται να κινητοποιεί τις μάζες. 

«Σήμερα, όμως, όλος ο κόσμος κάθεται στον ίδιο κινηματογράφο και παρακολουθεί τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ωστόσο, αυτά που βλέπουμε, μεταφορικά μιλώντας, είναι μεταγλωττισμένες αφηγήσεις, με υπότιτλους στις διαφορετικές γλώσσες μας, και αυτό σημαίνει ότι δεν βλέπουμε όλοι την ίδια ιστορία. Σε εξέλιξη βρίσκεται επίσης ένας πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών εκδοχών της ιστορίας και η καλύτερη εκδοχή θα επικρατήσει. Ή, όπως έγραψε ένας νορβηγός δημοσιογράφος “ο πόλεμος δεν περιορίζεται στην καταστροφή αυτού ή εκείνου του στρατιωτικού ή πολιτικού στόχου. Ο πόλεμος διεξάγεται επίσης, κερδίζοντας την καρδιά και το μυαλό αυτού του παγκόσμιου κοινού που δεν εμπλέκεται άμεσα στη σύγκρουση», γράφει ο Νέσμπο από την πλευρά του.

Η λογοκρισία

Το βασικό ερώτημα, οπότε, περιστρέφεται γύρω από τα μέτρα που είμαστε διατεθειμένοι να λάβουμε για να κερδίσουμε αυτές τις καρδιές και τα μυαλά, ειδικά στην παρούσα κατάσταση, στην οποία ένας δικτάτορας όπως ο Βλαντίμιρ Πούτιν ακολουθεί τους δικούς του κανόνες παιχνιδιού, καταφεύγοντας σε ένα είδος λογοκρισίας και προπαγάνδας που η Δύση θεωρούσε πως ανήκε σε ένα μακρινό και ζοφερό παρελθόν. Είναι σωστό – ή ηθικά αποδεκτό – να συμμετέχουμε και εμείς στο παιχνίδι αποδεχόμενοι τους κανόνες του του Πούτιν; «Αλλωστε, μια δημοκρατική χώρα που εγκαταλείπει τις αρχές της δημοκρατίας όπως η ελευθερία του λόγου και η διαφάνεια, έστω και για να προστατεύσει προσωρινά τις ίδιες ελευθερίες, είναι μια κατάφωρη αντίφαση. Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είπε: “Στον πόλεμο, η αλήθεια είναι τόσο πολύτιμη που πρέπει πάντα να συνοδεύεται από μια καλή δόση ψεμάτων”», υπενθυμίζει ο Νέσμπο. 

Κάποιος απαισιόδοξος θα μπορούσε να προσθέσει ότι στον πόλεμο τα ψέματα είναι τόσο πολύτιμα που είναι απαραίτητο να τα προστατεύσουμε με άλλα ψέματα, αλλά το πρόβλημα είναι ότι πάντα κάπου ξεσπούν νέοι πόλεμοι και νέες συγκρούσεις, που προσφέρονται ως πρόσχημα για την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Ωστόσο ο Νέσμπο δεν ανήκει σε αυτήν την κατηγορία. Δηλώνει μάλλον αισιόδοξος, ελπίζοντας πως «η αλήθεια – αυτή η ατελής και υποκειμενική αλήθεια του δημοσιογράφου, του καλλιτέχνη ή κάποιου αφηγητή που θέλει να εκφράσει κάτι αληθινό- θα επικρατήσει». 

 Η νέα γενιά

Οντας αντιμέτωποι με ένα κουβάρι διαφορετικών εκδοχών της πραγματικότητας, δεν πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι κάθε εκδοχή είναι εξίσου αληθινή με τις άλλες, καθώς κάποιες είναι πιο αληθινές από άλλες. Σύμφωνα με τον Ρος Μπέρλεϊ, συνιδρυτή και διευθυντή του Center for Information Resilience στο Λονδίνο, μιας ανεξάρτητης οργάνωσης που προωθεί αντικειμενικά ρεπορτάζ και καταπολεμά την παραπληροφόρηση και την προπαγάνδα παντού, η αφήγηση του Πούτιν για τα αίτια του πολέμου στην Ουκρανία κερδίζει έδαφος στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή σε ξένες πηγές πληροφόρησης. Επιπλέον, είναι καλύτερο να μην είμαστε τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουμε ότι τα μεγαλύτερα διαδικτυακά ανοίγματα θα μπορούσαν να αντιστρέψουν την τάση ενάντια στον Πούτιν, ο οποίος χαίρει της υποστήριξης του ρωσικού πληθυσμό για περισσότερα από είκοσι χρόνια. Ομως ο βρετανός ακτιβιστής κατά της προπαγάνδας και της παραπληροφόρησης υπογραμμίζει επίσης πως τα μέλη της νέας γενιάς στη Ρωσία χρησιμοποιούν ευρέως Εικονικά Ιδιωτικά Δίκτυα (VPN) και άλλες τεχνολογικές διεξόδους για να αποκτήσουν πρόσβαση σε διαφορετικές γνώμες (από τις γνώμες του Πούτιν) όσον αφορά τις εξελίξεις. 

«Μπορεί ο αριθμός τους να είναι ακόμα μικρός, αλλά είναι ευρηματικοί νέοι που με τη σειρά τους θα γίνουν δημοσιογράφοι, συγγραφείς και καλλιτέχνες και θα χρησιμοποιούν τις ιστορίες ως όπλα. Μέρα με τη μέρα παρακολουθούμε τις στρατιωτικές εξελίξεις, τις κυρώσεις, τα διπλωματικά βήματα, αλλά ο αφηγηματικός πόλεμος είναι μακροχρόνιος. Ενας πόλεμος που ο Πούτιν είναι προορισμένος να χάσει, παρά το μεγάλο απόθεμα ψεμάτων του. Πραγματικά άγνωστο παραμένει το “πότε”», καταλήγει ο Νέσμπο, επικαλούμενος στο κείμενό του για δεύτερη φορά τον δικτάτορα της Ισπανίας.

Ο Φράνκο παρέμεινε στην εξουσία για σχεδόν σαράντα χρόνια, χρησιμοποιώντας την απόλυτη λογοκρισία ως κύριο αμυντικό του όπλο. Αλλά τελικά ηττήθηκε από την Ιστορία και ο ισπανικός λαός διέλυσε την ιδεολογική του κληρονομιά. Η «Γκερνίκα» εκτέθηκε για πρώτη φορά στην Ισπανία το 1981, έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, και τους πρώτους δώδεκα μήνες θαυμάστηκε από περισσότερους από ένα εκατομμύριο ανθρώπους. Ακόμη και σήμερα είναι ένα από τα κύρια εκθέματα στο «Εθνικό Μουσείο – Κέντρο Τεχνών, Βασίλισσα Σοφία», στη Μαδρίτη. «Γιατί σε σύγκριση με τις αντικειμενικές, οι πιο αληθινές ιστορίες παραμένουν πάντα οι καλύτερες», εξηγεί ο νορβηγός συγγραφέας.