Ενα άρθρο που σκοπό έχει να συνετίσει την Κίνα, να την αποσπάσει από την επιρροή της Ρωσίας και να την κρατήσει στο γεωπολιτικό παιχνίδι και στις διεθνείς μπίζνες με τον τρόπο που θέλουν οι ΗΠΑ δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Foreign Affairs. Σε δεύτερο επίπεδο, ο αναγνώστης διαγιγνώσκει και την επιθυμία του αρθρογράφου να απαλλαγεί η Δύση από τον τωρινό κινέζο πρόεδρο, ο οποίος πολυκαιρίζει στην εξουσία, νέμεται τη γραφειοκρατία και δημιουργεί «αυλή» υποτακτικών.
Το κείμενο που τιτλοφορείται «Η παραπαίουσα εξωτερική πολιτική του Σι Τζινπίνγκ – Ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο κίνδυνος του ισχυρού ανδρός» υπογράφεται από τον Τζουντ Μπλάνσετ του αμερικανικού think tank Center for Strategic and International Studies (CSIS), ο οποίος είναι εξειδικευμένος στα κινεζικά θέματα. Η «άνευ ορίων» εταιρική σχέση Κίνας-Ρωσίας, την οποία ο κινέζος πρόεδρος ανακοίνωσε τον περασμένο μήνα, αποτελεί για τον αρθρογράφο σφάλμα ολκής: «Είναι η μεγαλύτερη γκάφα που έκανε στην εξωτερική πολιτική μέσα στα δέκα χρόνια που κυβερνά».
Ο Μπλάνσετ υποστήριξε ότι, πέρα από την απάντηση που θα εισπράξει ο Πούτιν για την εισβολή στην Ουκρανία, η Κίνα, δίνοντας διπλωματική υποστήριξη στη Ρωσία, κατάφερε ήδη να υπονομεύσει τη φήμη της και να προκαλέσει καινούργιες ανησυχίες όσον αφορά τις παγκόσμιες φιλοδοξίες της.
Ο Λούκα Αντζελίνι της Corriere della Sera έδωσε μία δική του περίληψη του κειμένου του Μπλάνσετ. Σε αυτήν ο ιταλός συντάκτης έγραψε ότι ο Σι έκανε και άλλα λάθη στην εξωτερική πολιτική, τόσο με την Ευρωπαϊκή Ενωση όσο και με την Ταϊβάν, και συμφώνησε με τον αμερικανό αναλυτή ότι υπάρχει ένας μηχανισμός που χρησιμοποιούν οι δικτάτορες αλλά, τελικά, πέφτουν οι ίδιοι θύματά του καθώς «μακροπρόθεσμα τους τυφλώνει» και, έτσι, διαπράττουν μεγάλα σφάλματα.
Ο μηχανισμός αυτός εξηγήθηκε από τον Μπλάνσετ καλά, έγραψε ο Αντζελίνι: «Οταν ένας ηγέτης παντρεύεται την εξουσία, οι κρατικοί θεσμοί χάνουν και τη διοικητική ικανότητά τους και την ανεξαρτησία τους. Τα πάντα προσαρμόζονται στα γούστα του ηγέτη. Αλλεπάλληλοι κύκλοι εκκαθαρίσεων και προαγωγών διαμορφώνουν τον χαρακτήρα της γραφειοκρατίας, μετατοπίζοντάς τη σταδιακά προς το όραμα ηγέτη». Τα υπόλοιπα έρχονται φυσιολογικά: η τιμωρία δίνει τη θέση της στην αυτολογοκρισία και αυτή με τη σειρά της στην εναρμόνιση, αφού όλοι καταλαβαίνουν ότι η έκφραση της διαφωνίας δεν έχει κανένα νόημα. Ετσι λειτουργούν οι αυταρχικοί έγραψε ο Μπλάνσετ. Ταυτόχρονα οι ίδιοι απομονώνονται όλο και περισσότερο, ζουν στον κόσμο τους.
Φτάνουμε, λοιπόν, στον κύκλο των στενών συνεργατών του αυταρχικού ηγέτη, στα άτομα που «δείχνουν πίστη» και ανταμείβονται με θώκους: «Αυτοί λειτουργούν ως το παράθυρο του ηγέτη στον κόσμο, αυτοί επιλέγουν τι θα βλέπει ο ηγέτης – και αυτό συμβαίνει στο Πεκίνο». Συμφορές «σαν αυτή που βλέπουμε τις τελευταίες εβδομάδες» μπορεί να προκύψουν από τον συνδυασμό «εθνικισμού και κακών συμβουλών» έγραψε ο Μπλάνσετ, αλλά συμπλήρωσε: «Φυσικά, η Κίνα δεν είναι Ρωσία και ο Σι δεν είναι Πούτιν, όμως ο Σι σκοπεύει να γίνει ισόβιος πρόεδρος». Και κάτι ακόμα: «Τους ενώνει η κοινή πεποίθηση ότι η Δύση είναι παρηκμασμένη και ότι η παρακμή της συνεχίζεται». Επιπλέον ο Σι είναι και «απαισιόδοξος για τις διεθνείς σχέσεις», δηλαδή για τις σχέσεις της Κίνας με τη Δύση.
Ο αμερικανός αρθρογράφος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «ο συνδυασμός του εθνικιστή και του αυταρχικού, ο οποίος επιπροσθέτως καλλιεργεί μία όλο και πιο αρνητική άποψη για το εξωτερικό περιβάλλον, υπόσχεται μία πολύ ασταθή περίοδο». Αυτή η απόφανση θα ήταν εξίσου απαισιόδοξη με το στυλ του Σι, αν αμέσως μετά ο Μπλάνσετ δεν πρότεινε τη λύση που του φαίνεται η καλύτερη στις παρούσες συνθήκες: «Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, ο καθένας στις επαφές του αλλά και όλοι μαζί, πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην άμεση επικοινωνία με τον Σι». Διότι «μπορεί να απορρίπτεις την Ουάσιγκτον, αλλά δεν μπορείς να αγνοείς έναν ευρύ συνασπισμό δημοκρατικών συμμάχων». Οι Δυτικοί, λοιπόν, πρέπει να πουν στον Σι ότι επιβάλλεται αλλαγή πορείας: «Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες η Κίνα έχει επανειλημμένα αποδείξει ότι δύναται να αλλάζει ρότα προτού τη βρει η καταστροφή».