Η Κέιτ Μπλάνσετ σε συνέντευξη Τύπου της Υπατης Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες, στη Γενεύη, το 2019 | REUTERS/Denis Balibouse
Θέματα

Κέιτ Μπλάνσετ: «Τι έμαθα στο lockdown από τα τέσσερα παιδιά μου»

Η διάσημη αυστραλή ηθοποιός, που διαμένει στην αγγλική εξοχή εδώ και έξι χρόνια, μίλησε στο BBC για τη νέα ταινία της, του οσκαρικού Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, που βγαίνει στις ελληνικές αίθουσες την Πέμπτη και αποκαλύπτει πώς μοιραζόταν τις ημέρες και τις νύχτες της καραντίνας με την οικογένειά της
Protagon Team

Η Κέιτ Μπλάνσετ, μία από τις πιο εκλεκτές ηθοποιούς του Χόλιγουντ, έχει παίξει δεκάδες ρόλους στη μεγάλη οθόνη και για δύο από αυτούς έχει κερδίσει Οσκαρ. Ομως, την πιο σημαντική από όλες τις ενσαρκώσεις της δεν θα τη δουν ποτέ οι θαυμαστές της.

Κι αυτό γιατί συνέβη μόνο στο σπίτι της, στη διάρκεια της καραντίνας και ήταν «προσταγή» της επτάχρονης κόρης της, Εντιθ:

«Δεν με άφηνε να της διδάξω μαθηματικά ή το αλφάβητο αν δεν ντυνόμουν σαν τη δασκάλα της και δεν μιλούσα όπως εκείνη», είπε γελώντας η 52χρονη ηθοποιός στον δημοσιογράφο του BBC. «Είχε και συμμαθητές, λούτρινα ζωάκια που έπρεπε να μάθουν και αυτά. Δεν ήταν δική μου ιδέα, το ζήτησε η ίδια».

Οταν ο δημοσιογράφος τής ζήτησε να μιλήσει σαν τη δασκάλα της κόρης της, η Μπλάνσετ απάντησε γελώντας: «Την κυρία Βίναμπλς Κίρκη; Οχι. Ηταν τόσο τραυματική η εμπειρία για μένα, που έβαλα τη δική μου κυρία Βίναμπλς Κίρκη στο συρτάρι. Αυτή ήταν τότε η δασκάλα της, μία άγια γυναίκα».

Η Μπλάνσετ πρόσθεσε ότι το μεγαλύτερο μάθημα του lockdown το πήρε όταν προσπαθούσε να κάνει μαθήματα στο σπίτι στα τέσσερα παιδιά της. «Ενα από τα πράγματα που κατάλαβα είναι το πόσο καταπληκτικοί είναι οι δάσκαλοι και οι καθηγητές. Είναι μία από τη φύση της δραματική κατάσταση όταν πρέπει να σταθείς μπροστά σε μία τάξη 30 παιδιών, που συχνά δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για αυτά που λες, και να προσπαθήσεις να τους μάθεις μεσαιωνική ιστορία».

Η Μπλάνσετ και ο άντρας της, Αντριου Απτον, με τα παιδιά τους πέρασαν τον σχεδόν έναν χρόνο της καραντίνας στο σπίτι τους στο Ιστ Σάσεξ, στην αγγλική εξοχή, «με τα γουρούνια και τις κότες και βλέποντας τους «Σοπράνος». Μου άρεσε το τέλος, αλλά όχι ότι τελείωσε (η σειρά)», είπε. Μένουν εκεί από το 2016.

Ο ρόλος της κυρίας Βίναμπλς Κίρκη δεν ήταν ο μοναδικός που έπαιξε η Μπλάνσετ το 2020. Λίγο πριν το lockdown του Μαρτίου 2020, είχε ολοκληρώσει τα γυρίσματα της ταινίας «Nightmare Alley» (Το Μονοπάτι των Χαμένων Ψυχών) του οσκαρικού Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, με συμπρωταγωνιστή τον Μπράντλεϊ Κούπερ, που βγαίνει την Πέμπτη στις ελληνικές αίθουσες.

Η ταινία βασίζεται σε βιβλίο του 1946, που είχε γίνει ταινία έναν χρόνο αργότερα. Πρόκειται για ένα νεο-νουάρ θρίλερ, στο οποίο η Μπλάνσετ υποδύεται μια ψυχαναλύτρια που συναντά έναν καλλιτέχνη σε τσίρκο, ο οποίος υποτίθεται ότι διαβάζει τις σκέψεις των άλλων (τον υποδύεται ο Κούπερ).

Η αυστραλή ηθοποιός πιστεύει ότι παρόλο που η ταινία αναφέρεται στη δεκαετία του ’40, το βασικό της θέμα, της εξαπάτησης, είναι πολύ επίκαιρο.

«Στον σημερινό κόσμο, το να αντικρίζεις την αλήθεια είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, σχεδόν σαν τσίρκο. Τρέμουμε την αλήθεια. Με κάποιον τρόπο, η ιδέα της αλήθειας έχει πολιτικοποιηθεί και χρησιμοποιείται για να αποξενωθούμε, όχι μόνο από τους γύρω μας ή από άλλη κοινότητα, αλλά και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Νομίζω ότι η ταινία ασχολείται με την τρομακτική στιγμή που αρχίζεις και πιστεύεις το ψέμα, αντί να ζεις με βάση τη γνήσια αμετάβλητη επιστημονική αλήθεια», λέει χαρακτηριστικά.

Η Μπλάνσετ είναι από τις πιο αγαπητές ηθοποιούς, όχι μόνο για τους σινεφίλ θεατές, αλλά και για τους συναδέλφους της και τους κριτικούς. Πέρυσι, ο Τζορτζ Κλούνεϊ την αποκάλεσε την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της. Κέρδισε Οσκαρ για τις ταινίες «Θλιμμένη Τζάσμιν» και «Ιπτάμενος κροίσος», ενώ ο πιο πρόσφατος ρόλος της ήταν στην πολυσυζητημένη ταινία «Don’t Look Up».

Η Μπλάνσετ λέει στο BBC ότι της αρέσει το πόσο έχει διχάσει η ταινία, που πραγματεύεται την αδιαφορία των κυβερνήσεων για την κλιματική αλλαγή.

«Οταν τη γυρίζαμε, τη βλέπαμε ως σάτιρα, αλλά όσο περνούσαν οι εβδομάδες και οι μήνες, μου φαίνεται ολοένα και περισσότερο σαν ντοκιμαντέρ», λέει.

«Σε κάποια στιγμή, μετά τα γυρίσματα, έστειλα ένα μήνυμα στον Ανταμ ΜακΚέι, που έγραψε και σκηνοθέτησε το φιλμ, και του είπα: “Εχεις μια κρυστάλλινη μπάλα; Γιατί μόλις άκουσα ότι ένας μετεωρίτης κατευθύνεται στην τροχιά της Γης και λέγεται ότι οι Κινέζοι θα στείλουν πυραύλους για να τον σταματήσουν. Αυτό δεν συμβαίνει στην ταινία;”».

Η ταινία προβλήθηκε πρώτα στις αίθουσες και αργότερα στο Netflix, ενώ το «Μονοπάτι των χαμένων ψυχών» μόνο στους κινηματογράφους. Ομως, στις ΗΠΑ «έπεσε» πάνω στον νέο Σπάιντερμαν και δεν είχε τύχη στα ταμεία. Αντίθετα, ο Σπάιντερμαν μπήκε στη λίστα με τις πρώτες 10 ταινίες σε εισπράξεις όλων των εποχών.

Η Μπλάνσετ δεν θεωρεί ότι αυτό είναι το μέλλον του κινηματογράφου, δηλαδή να βλέπουν στο σινεμά μόνο τα blockbuster και τις υπόλοιπες ταινίες στην άνεση του σπιτιού τους.

«Προσωπικά, μου λείπει να κάθομαι στα σκοτεινά με αγνώστους και αυτό μου λείπει και για τις συναυλίες και το θέατρο. Ισως είμαι υπερβολικά αισιόδοξη, αλλά ακόμα ελπίζω ότι όταν τα πράγματα είναι λίγο πιο σταθερά, οι άνθρωποι θα ανυπομονούν να δουν ταινίες στη μεγάλη οθόνη. Μπορεί η κατάσταση να αποδειχθεί τελικά θετική για το σινεμά», λέει και εξηγεί:

«Τα πράγματα ήταν δύσκολα και πριν από την πανδημία για τις μικρές ταινίες και τον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Νομίζω ότι είναι ευκαιρία για τη βιομηχανία να μελετήσει ποιο είναι το κοινό της και πώς μπορεί να το ξαναφέρει στις αίθουσες. Χρειαζόμαστε περισσότερες ταινίες σαν το “Μονοπάτι”, είναι αληθινό σινεμά. Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο είναι λάτρης του κινηματογράφου. Ελπίζω ότι ο κόσμος θα καταλάβει ότι η εμπειρία είναι πολύ πιο πλούσια βλέποντας την ταινία στη μεγάλη οθόνη».

Απαντώντας στην ερώτηση τι την ενοχλεί, η Μπλάνσετ απαντά χαμογελώντας: «Προσπαθώ γενικά να είμαι πολύ Ζεν, κάτι που συχνά ενοχλεί τους άλλους. Οσο για μένα, τα συνηθισμένα και πολύ σημαντικά θέματα: τα μηχανήματα που φυσούν τα φύλλα, οι πλαστικές σακούλες, όταν χρησιμοποιούν το ίδιο μαχαίρι στο βάζο με τη μαρμελάδα και στο βούτυρο, ειδικά όταν πρόκειται για Vegemite (αγαπημένη αλοιφή για τους Αυστραλούς, δεν θέλεις μαρμελάδα εκεί μέσα)».