Ο Ταγίπ Ερντογάν στην πρόσφατη ομιλία του στους βουλευτές του AKP, όπου επιτέθηκε προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη | Murat Cetinmuhurdar/PPO/Handout via REUTERS/CreativeProtagon
Θέματα

Καζάν-καζάν, λέει ο Ερντογάν αλλά ο Μπάιντεν δεν τσιμπάει…

Ενα μήνα μετά την αλλαγή στις ΗΠΑ, ο πρόεδρος της Τουρκίας ακόμα περιμένει τηλέφωνο από τον Λευκό Οίκο, ενώ σε επίπεδο ΝΑΤΟ, οι συνήθως ουδέτεροι Αμερικανοί εμφανίζονται να μην κατανοούν πώς μια χώρα-σύμμαχος μπορεί να προμηθεύεται όπλα (S-400) που ενδεχομένως υπονομεύουν την αξιοπιστία των οπλικών συστημάτων της Συμμαχίας
Νίκος Μαρτίνος

Μετά τη σφοδρή επίθεσή του κατά των ΗΠΑ, με αφορμή τη δολοφονία 13 Τούρκων στο βόρειο Ιράκ πριν από λίγες ημέρες, ο Ταγίπ Ερντογάν επανήλθε. Αυτή τη φορά προκειμένου να υποστηρίξει σε ένα ιδιαίτερα δεκτικό κοινό (αμερικανοτουρκικό λόμπι στις ΗΠΑ) ότι οι σχέσεις Αγκυρας και Ουάσινγκτον μπορεί να γίνουν αμοιβαία επωφελείς (win-win ή kazan-kazan, ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός). Τα σημεία σύγκλισης είναι, σύμφωνα με τον Ερντογάν, πολύ λιγότερα από τις διαφωνίες που υπάρχουν ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία.

Μια ημέρα αργότερα, χθες, ο Ταγίπ Ερντογάν συνομίλησε τηλεφωνικά με τον ιρανό ομόλογό του Χασάν Ρουχανί, προκειμένου να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του να μεσολαβήσει ανάμεσα σε Ουάσινγκτον και Τεχεράνη, ώστε να αρθούν οι αμερικανικές κυρώσεις και, θεωρητικά, να ενεργοποιηθούν ξανά οι διαδικασίες και οι συζητήσεις σχετικά με την πυρηνική συμφωνία (Κοινό Συνολικό Σχέδιο Δράσης, εν συντομία γνωστό ως JCPOA). Λίγο νωρίτερα, είχε γίνει γνωστό από διαύλους στενά προσκείμενους στην τουρκική κυβέρνηση, με έργο την προώθηση των φιλικών προς τη Δύση «ειδήσεων», ότι η Αγκυρα έχει προσλάβει μεγάλη αμερικανική δικηγορική εταιρεία (Arnold & Porter) προκειμένου να κάνει «lobbying», ώστε η αμυντική βιομηχανία της να επανέλθει στο πρόγραμμα των F-35.

Για την Τουρκία, η υπόθεση των F-35, και συνεπακόλουθα των κυρώσεων που της έχουν επιβληθεί λόγω των ρωσικών πυραύλων S-400, είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την επιβίωση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Αν το εμπάργκο διαιωνιστεί, τότε εντός των επόμενων 1-2 ετών θα αρχίσουν να εμφανίζονται προβλήματα και στην εγχώρια παραγωγή σημαντικών εξαγώγιμων ειδών της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας, με προμετωπίδα τα διαφόρων τύπων UAV. Την ίδια στιγμή που ο Ερντογάν κάνει όλες αυτές τις προσπάθειες να «ανοίξει» ξανά την πόρτα του Λευκού Οίκου, στο εσωτερικό ο ίδιος, αλλά και τα «πρώτα βιολιά» του ΑΚΡ, επενδύουν στον αντιαμερικανισμό, καθώς, όπως φαίνεται, η πραγματική κατάσταση στο εσωτερικό της Τουρκίας είναι ζοφερή για το κυβερνών κόμμα.

Προς το παρόν φαίνεται ότι στην Ουάσινγκτον τηρείται στάση αναμονής. Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η παρούσα κυβέρνηση στις ΗΠΑ επιθυμεί την Τουρκία ως χώρα που θα μεσολαβήσει για τα αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή Μέσης Ανατολής-Βόρειας Αφρικής. Μάλλον το αντίθετο. Αρκετοί στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, παρότι αναγνωρίζουν τη γεωπολιτική αξία της Τουρκίας, διερωτώνται για το βαθμό σύγκλισης των τουρκικών με τα ρωσικά και, κυρίως, τα κινεζικά συμφέροντα. Ένα μήνα μετά την ορκωμοσία του Τζο Μπάιντεν, ο πρόεδρος της Τουρκίας ακόμα περιμένει τηλέφωνο από τον Λευκό Οίκο, ενώ σε επίπεδο ΝΑΤΟ οι συνήθως ουδέτεροι Αμερικανοί εμφανίζονται να μην κατανοούν πώς μια χώρα-σύμμαχος μπορεί να προμηθεύεται όπλα (S-400) που ενδεχομένως υπονομεύουν την αξιοπιστία οπλικών συστημάτων της Συμμαχίας.

Αυτό το αδιέξοδο στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας προς το παρόν λειτουργεί προς όφελος της Αθήνας, η οποία –όπως έδειξε και η υπόθεση του «Τσεσμέ»– θεωρείται από την Αγκυρα «δάκτυλος» της Ουάσινγκτον με σκοπό την άσκηση πιέσεων στα τουρκικά συμφέροντα. Στην Αγκυρα εκνευρίστηκαν ακόμα και από το γεγονός ότι ο νέος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, τηλεφώνησε πρώτα στον Νίκο Δένδια και μετά στον Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Από την τουρκική πλευρά η ενόχληση μεγεθύνεται λόγω της σημαντικής στήριξης που παρέχουν οι ΗΠΑ σε όλο το πλέγμα των σχέσεων που δημιουργεί η Ελλάδα αφενός με το Ισραήλ, αφετέρου με το σύνολο του αραβικού κόσμου, ειδικά με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία, κράτη που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θεωρεί ανοιχτά εχθρικά.

Για την Ελλάδα οι ισορροπίες στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες, διότι η περαιτέρω επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων δεν εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα, ενώ πιθανή εξομάλυνσή τους θα καταστήσει περίπου ανενεργές ορισμένες από τις γεωπολιτικές εναλλακτικές που προσφέρει αυτή τη στιγμή μέσω των τριμερών με το Ισραήλ και τον αραβικό κόσμο. Και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία αποκλείεται να υποχωρήσει από το βασικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει στην Ελλάδα, που είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η επίλυση του προβλήματος περιλαμβάνει και τη Λιβύη στο τραπέζι, κάτι που, δυστυχώς, μετατρέπει το τουρκολιβυκό μνημόνιο σε ένα μόνιμο αγκάθι για την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Η μόνη ενθαρρυντική παράμετρος σε όλη αυτή την κατάσταση είναι ότι αν ο Ταγίπ Ερντογάν επιθυμεί την επιστροφή στο παιχνίδι, τότε θα πρέπει να επιδείξει μια κάποια εποικοδομητική στάση. Σύμφωνα με την αντίληψη αρκετών διπλωματικών πηγών, ο Ερντογάν δεν θα ρισκάρει κάποια κλιμάκωση μετά τον Ιούνιο, ακόμα και αν, όπως όλα δείχνουν, οι επόμενοι γύροι των διερευνητικών επαφών αποβούν άκαρποι. Και στην Αθήνα, βέβαια, είτε με αφορμή τις συζητήσεις για την ανανέωση της συμφωνίας για τις βάσεις (MDCA) είτε για τη στρατηγική συνεργασία με την Ουάσινγκτον, θα ξεκαθαρίσουν αρκετά σε σχέση με τις αμερικανικές προτεραιότητες στην περιοχή.