Δε θυμόταν πως είχε αρχίσει όλο αυτό. Το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν να επιστρέφει κάθιδρος το προηγούμενο μεσημέρι από το σούπερ μάρκετ, φορτωμένος με υφασμάτινες, οικολογικές σακούλες. Δεν του έφταναν τα ανηφορικά στενάκια του Νέου Κόσμου που διέσχιζε κάθε φορά μέχρι να φτάσει σπίτι, είχε από πάνω κι αυτήν την απίστευτη ζέστη που τον έκανε να θέλει να βγάλει το ίδιο του το δέρμα μπας και δροσιστεί παραπάνω.
Σιγά σιγά το μυαλό του γέμιζε με γεγονότα. Θυμήθηκε ότι στρίβοντας στην Ευδόξου ενεργοποίησε με το κινητό του και το Wi-Fi του σπιτιού του το κλιματιστικό. Είχε χαμογελάσει όταν σκέφτηκε ότι μπαίνοντας από την εξώπορτα θα τον πλημμύριζε μια υπέροχη δροσιά που θα τον έκανε να ξεχάσει όλη αυτή την ταλαιπωρία.
Πράγματι, με το που γύρισε το κλειδί και πάτησε πόδι στο σαλόνι, η ζέστη ήταν απλά μια δυσάρεστη ανάμνηση. Έκανε ένα γρήγορο ντους και μετά ξεκίνησε να τακτοποιεί τα ψώνια. Δεν είχε προλάβει να αδειάσει καλά καλά την πρώτη τσάντα όμως όταν χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με την κυρία Τούλα, την κοτσονάτη γιαγιά του πρώτου που ήταν και η Νο1 κουτσομπόλα της γειτονιάς.
«Η ζέστη είναι αφόρητη Δημητράκη», ξεστόμισε χωρίς καν να πει ένα γεια. Τον παραμέρισε και θρονιάστηκε στον καναπέ κάνοντας, χωρίς την παραμικρή αιδώ, αέρα με την ρόμπα της για να δροσίσει τα πάλαι ποτέ κάλλη της. «Είδα το κλιματιστικό σου να δουλεύει και μιας κι εγώ δεν έχω, πήρα το θάρρος, καταλαβαίνεις… Έχω στον νου μου να πάρω κι εγώ ένα, μου είπε ο γιος μου ότι ο Κωτσόβολος έχει εκπτώσεις την περίοδο αυτή… Χωρίς παρεξήγηση, έ;»
Πριν προλάβει να ψελλίσει κάτι, το κουδούνι ξαναχτύπησε. Στην εξώπορτα τώρα ήταν ο μπάρμπα-Γιάννης, συνταξιούχος στρατιωτικός, με την γυναίκα του που έμεναν στον 4ο. «Τέτοια δροσιά είχα να νοιώσω από τότε που ήμουν ανθυπολοχαγός στην Φλώρινα νεαρέ! Αχ εκείνες ήταν εποχές!», είπε με ύφος που έσταζε νοσταλγία. «Εξαιρετική επιλογή μηχανήματος», συνέχισε, «θαρρώ ότι είναι από αυτά που αυτοκαθαρίζονται κιόλας, σωστά;»
Η μόνη κουβέντα που βγήκε από το στόμα του ήταν ένα ξεψυχισμένο «ναι» γιατί εκείνη την στιγμή το κουδούνι ήχησε για τρίτη φορά. Τότε ήταν που ο θυμός φούντωσε μέσα του, η φλέβα στο μέτωπο διογκώθηκε και άνοιξε την πόρτα έτοιμος να βρίσει αυτόν που θα αντίκρυζε. Δυστυχώς (ή ευτυχώς;) απέναντι του ήταν η Χριστίνα, η ατυχήσασα με τον γάμο της κουκλάρα που νοίκιαζε στον 2ο. Κατάπιε το σάλιο του μαζί με τα «γαλλικά» του και άπλωσε το καλύτερο χαμόγελο που μπορούσε στο πρόσωπο του: «Γεια σου Χριστίνα, πως από ‘δω; Εμείς, λόγω δροσιάς, είπαμε να συσφίξουμε λίγο τις σχέσεις μας» ξεστόμισε τελικά, ευχόμενος να ακουστεί όσο το δυνατό πιο πιστευτός. «Κι εγώ γι’ αυτό ήρθα» ανταπάντησε εκείνη και τρύπωσε μέσα. Ο μπάρμπα-Γιάννης πήγε κοντά και του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι: «Δε σε χάλασε, νομίζω, Δημητράκη… και τώρα έχει τίποτα να πιούμε; Μην την βγάλουμε έτσι ξεροσφύρι! Θα πάω μέχρι επάνω να φέρω ένα τσιπουράκι βάλσαμο που μου έστειλε ο μπατζανάκης μου από τον Βόλο».
Σε λιγότερο από μια ώρα το μικρό δυάρι έσφυζε από ζωή. Οι νιόπαντροι του 1ου, η οικογένεια με τα 3 πιτσιρίκια του 5ου, ως και δύο πακιστανοί που έμεναν στο ισόγειο αξιοποιούσαν στο έπακρο την δυνατότητα που τους δίνονταν για λίγη πραγματική δροσιά. Και τελικά ο Δημήτρης δεν το μετάνιωσε. Άσε που ξεμονάχιασε και την Χριστίνα κάποια στιγμή: «Νομίζω ότι πρέπει να ξανάρθεις κάποια στιγμή» της είπε, «για να δοκιμάσουμε την νυχτερινή λειτουργία του κλιματιστικού». Εκείνη χαμογέλασε: «Με τόσο κόσμο αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να βγάλουμε συμπεράσματα». «Μην φοβάσαι», την αποστόμωσε εκείνος κλείνοντας της το μάτι. «Θα ρυθμίσω το μηχάνημα έτσι ώστε να ανιχνεύει μόνο την δική μας παρουσία στον χώρο. Δροσιά μόνο για εμάς. Όποιος άλλος πλησιάζει την πάτησε!»
«Καλύτερη συσκευή, καλύτερη ζωή» σκέφτηκα και χάρηκα στους 26ºc ξαπλωμένος στον καναπέ μου.