Γύρω στα 1935 – 1940, η ευφυής Δόρα Στράτου ενθάρρυνε τον Γιάννη Τσαρούχη να αποτυπώσει την έμπνευσή του πάνω σε μαντήλια που θα γίνονταν πρεσβευτές της χώρας και των θέλγητρών της εκτός συνόρων. Ο Τσαρούχης «ζωγράφισε». Σχέδια 12 τον αριθμό και γνήσια ελληνικοί θεματικοί άξονες. Η Ρόδος, η Θεσσαλονίκη, η Μύκονος. Τριήρεις και περικεφαλαίες, το μάζεμα της ελιάς, ο θερισμός, ο τρύγος. Τα μαντήλια ταξίδεψαν στην υφήλιο, έγιναν αντικείμενα -γυναικείου- πόθου, φιγουράρισαν σε εξώφυλλα περιοδικών μόδας, απέσπασαν δεκάδες διεθνείς διακρίσεις. Το μαντηλάδικο, το εργαστήρι στο οποίο κατασκευάστηκαν, δεν ήταν άλλωστε τυχαίο. Καλεμκερείον με το όνομα – από τις τουρκικές λέξεις καλέμ, κάλαμος και κιαρ, εργασία, ως εκ τούτου καλεμκερί, το γυναικείο και ζωγραφισμένο στο χέρι μαντήλι. Το τελευταίο των Αθηνών, αλλά και των Βαλκανίων, επί της οδού Πειραιώς 38, στο Μεταξουργείο.
Στην ίδια διεύθυνση βρέθηκε την Τετάρτη 27 Ιανουαρίου η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, συνοδευόμενη από κλιμάκιο στελεχών του υπουργείου. Επίσημη προσκεκλημένη της υπουργού, η Μαρέβα Γκραμπόφσκι – Μητσοτάκη, σύζυγος του Πρωθυπουργού, η οποία τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την παραδοσιακή υφαντική και την τέχνη της χειροτεχνίας.
Η αυτοψία στον χώρο της ΒΕΜ, Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντηλιών, δίπλα στις σκονισμένες Singer (επάνω), τις χτιστές λεκάνες των βαφείων, το τυποβαφικό εργαστήρι, απεδείχθη άκρως ενδιαφέρουσα. Η σημερινή ματιά σε ένα κτίριο που κουβαλά ιστορία 130 και πλέον ετών, άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μοναδική τέχνη του σταμπωτού υφάσματος, δεν μπορεί παρά να γεννά ελπίδες. Τα θησαυροφυλάκια δεν ξεχνιούνται στον χρόνο, η παράδοση δεν σβήνει, το σπάνιο λουλούδι της λαϊκής τέχνης δεν μαραίνεται.
Μαντήλια στη βασιλική αυλή
Οι μηχανές της «Βιοτεχνίας Ελληνικών Μαντηλιών ΒΕΜ Ο.Ε.» δούλευαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, παράγοντας σταμπωτά μαντήλια κεφαλής, μοναδικής τεχνικής, για όλες τις περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας, αλλά και για τα μοναστήρια της χώρας – γνωστά και ως «καλογραίων».
Τα μοτίβα ήταν αντίγραφα από κεντήματα διαφόρων περιοχών, με σκοπό να αναγνωρίζονται από τις γυναίκες που τα επέλεγαν. Με τα χρόνια έγιναν πολύτιμα αξεσουάρ σε παραδοσιακές φορεσιές, μπήκαν σε λαογραφικά μουσεία, κάλυψαν κεφάλια γυναικών στην ελληνική ύπαιθρο.
Το 1937, ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β΄ επισκέφθηκε την παραδοσιακή μονάδα, εντυπωσιασμένος από τα περίφημα καλλιτεχνήματα. Το εργαστήρι έκανε εξαγωγές στην Ευρώπη, την Αμερική, την Αυστραλία, ενώ δεν σταματούσε να αποσπά διεθνή βραβεία – χρυσά μετάλλια. Είχε άλλωστε τα δικά του μυστικά, με κορυφαίο αυτό του μαύρου, ανεξίτηλου χρώματος, της ανιλίνης – παρέμενε ανεξίτηλο ακόμη και στη χλωρίνη. Λεπτοκαμωμένες μήτρες, υφάσματα από μαλακό βαμβάκι (κυρίως αιγυπτιακό, πολύ λεπτό τουλπάνι) και από ελαφρύ μεταξωτό τύπου «πονζέ», με αζούρ μονό, διπλό ή και τριπλό στο τελείωμα. Η συνταγή της βαφής περνούσε ως πολύτιμο κειμήλιο από γενιά σε γενιά. Οι ξυλόγλυπτες σφραγίδες, τα καλούπια σκαλίζονταν από τεχνίτες μερακλήδες – καλλιτέχνες του ξύλου, στην εύπλαστη φλαμουριά, την ελιά ή για μεγαλύτερη διάρκεια στην αγριογκοριτσά. Πηγή έμπνευσης, η βυζαντινή λαϊκή παράδοση, με μοτίβα, κυρίως, λουλούδια.
Σταδιακά τα μαντίλια γίνονται αναπόσπαστο στοιχείο του λάιφ στάιλ της εποχής, το επιτάσσει η Μόδα και οι σταρ της εποχής. Είναι οι δεκαετίες του ‘60 και του ‘70, οι φωτογραφίες με τη μαντηλοφορούσα Σοφία Λόρεν, και όχι μόνο, γεμίζουν τα περιοδικά. Η μονάδα του Μεταξουργείου γνωρίζει μεγάλη ακμή, συνδέεται καθοριστικά με την ιστορία της πρωτεύουσας, μετατρέπεται σε στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς του τόπου. Η χρυσή εποχή δύει πια μετά το ‘90.
Η Σύρος και το πηγάδι
Η ιστορία θέλει το τελευταίο Καλεμκερείον να αρχίζει τη λειτουργία του στη Σύρο, από τον Ηρακλή Οικονομόπουλο και τα τέσσερα αδέλφια του. Το 1895 μεταφέρεται στην Αθήνα, στο Μεταξουργείο. Κριτήριο για την επιλογή του χώρου είναι το γεγονός ότι διαθέτει πηγάδι, το νερό είναι καθοριστικό για τη βαφή. Ιστορικοί αναφέρουν σε σχετικά δημοσιεύματα ότι στη Σύρο το εργαστήρι χρησιμοποιεί θαλασσινό νερό, η Αθήνα της λειψυδρίας φαντάζει απειλητική για το μέλλον του. Και όμως…
Στην οδό Πλαταιών 38, υπάρχει πηγάδι βάθους τεσσάρων μέτρων. «Καθημερινά με την κατανάλωση η στάθμη του κατέβαινε», σημειώνεται χαρακτηριστικά. «Την επομένη, όμως, το πηγάδι ήταν και πάλι γεμάτο». Επί έναν αιώνα, ίσως και περισσότερο, το φαινόμενο δεν βρίσκει εξήγηση από τους επιστήμονες – γεωλόγους. Ίσως, λένε οι ντόπιοι, το ανεξάντλητο να συνδέεται με τη γειτνίαση με το Αδριάνειο Υδραγωγείο, ή κάποια φλέβα του ποταμού Ηριδανού, ο οποίος καταλήγει στον Κεραμεικό.
Το εργαστήρι διατηρεί την παραδοσιακή διαδικασία, με μόνη αλλαγή το πέρασμα από τα ξύλινα καλούπια και τις σφραγίδες στη μεταξοτυπία. Στους σταθερούς πελάτες του διατηρείται το Λύκειο Ελληνίδων, ωστόσο οι τελευταίες παραγγελίες προέρχονται από καταστήματα στοκ, για το Μοναστηράκι. Θα «ζήσει» ως το 1997.
Η ταμπέλα του χαμηλοτάβανου ισογείου γράφει «Δημ. Οικονομόπουλος – Πόπη Φωτοπούλου». Επιθυμία του (τελευταίου ιδιοκτήτη) Δημήτρη Οικονομόπουλου, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2006 σε ηλικία 88 ετών, ήταν να συνεχιστεί η λειτουργία του ιστορικού μαντηλάδικου. Καθώς ο ίδιος δεν είχε απογόνους, αποφάσισε να το διαθέσει με όλο τον εξοπλισμό του, τις ξυλόγλυπτες μήτρες και τα τελάρα μεταξοτυπίας στο υπουργείο Πολιτισμού.
To πέρασμα στο υπουργείο Πολιτισμού
Το κτίριο, ιδιοκτησίας της Κτηματικής Εταιρείας του Δημοσίου, παραχωρήθηκε για χρήση στο ΥΠΠΟΑ το 1999. Το 2003 το υπουργείο Πολιτισμού ενέκρινε την απευθείας εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου, για να ακολουθήσει η καταγραφή και φύλαξη του πολύτιμου υλικού. Τα χρόνια πέρασαν, αφήνοντας γερασμένο το κουφάρι της οδού Πειραιώς.
Η κατάσταση του κτιρίου σήμερα μόνο καλή δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Η ευτελής στέγαση του προαύλιου χώρου (με στέγαστρα από λαμαρίνες και λοιπά πρόχειρα υλικά) είναι υπό κατάρρευση, εκθέτοντας το χώρο στις καιρικές συνθήκες και επιτρέποντας περαιτέρω φθορές στους φέροντες τοίχους, στα φύλλα επικάλυψης των διαδρομών, καθώς και στα λοιπά μεταλλικά στοιχεία (δοκούς, πόρτες).
Η υπουργός ζήτησε από την Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων να φροντίσει τον καθαρισμό του χώρου, προκειμένου να ξεκινήσουν οι αναγκαίες μελέτες συντήρησης, αποκατάστασης και αξιοποίησης του εργαστηρίου. Τα βαφεία, τυπωτήρια, στεγνωτήρια, εκθετήρια, οι πάγκοι εργασίας, οι χτιστές λεκάνες βαφείων, τα καλούπια, οι γαζωτικές μηχανές και όλος ο βοηθητικός μηχανολογικός εξοπλισμός (εργαλεία, κλειδιά) χρήζουν άμεσης συντήρησης. Από τη Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς η Λίνα Μενδώνη ζήτησε να συγκεντρωθεί και να καταγραφεί ο αρχειακός πλούτος του εργαστηρίου (σχέδια, δειγματολόγια, στάμπες).
«Μοναδικός θησαυρός»
«Στόχος μας είναι, εκτός από την μουσειακή χρήση του παραδοσιακού εργαστηρίου, να αναβιώσει η τέχνη και η τεχνική του σταμπωτού μαντηλιού, η οποία κάποτε ταξίδεψε την Ελλάδα στα πέρατα του κόσμου. Οφείλουμε να προστατεύσουμε και να αναδείξουμε με σύγχρονη ματιά αυτό τον μοναδικό θησαυρό», σημείωσε χαρακτηριστικά η υπουργός.
Στο ανελέητο πέρασμα του χρόνου, το θετικό και παρήγορο είναι ότι σχετικά νωρίς εκπονήθηκε ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Αρχείου Ενδυμασίας, με βάση το οποίο έχουν καταγραφεί μεθοδικά τα ελληνικά σταμπωτά μαντήλια κεφαλής του εργαστηρίου της οδού Πλαταιών. Όντως, ο θησαυρός δεν έχει χαθεί.