Η άλλοτε Πρώτη Κυρία, Αμαλία Μεγαπάνου, ήταν από τους λίγους φίλους της μεγάλης Μαρίας Κάλλας που έγιναν μάρτυρες της ακμής, αλλά και της πτώσης της. Οταν η ραγισμένη καρδιά της ράγισε ανεπανόρθωτα και τη φωνή της, λίγο πριν από τη δραματική έξοδο προς τον θρύλο.
Οταν, κάποτε, της απηύθυναν τη φράση «η φίλη σας, η Μαρία Κάλλας», η Αμαλία Μεγαπάνου έβαλε τα πράγματα στη θέση τους – και απέναντι στον θρύλο της Ντίβας: «Δεν είναι φίλη μου η Μαρία Κάλλας. Εγώ είμαι φίλη της».
Ετσι, η γυναίκα που είχε ορίσει την αιώνια ομορφιά («Η κομψότητα είναι η μόνη ομορφιά που δεν σβήνει ποτέ») κατάφερε να ορίσει και τη θέση μας απέναντι στους θρύλους. Δεν είναι φίλοι μας. Μπορούμε, μόνον, να είμαστε φίλοι τους.
Μου τη θύμισε, αυτή τη θεμελιώδη διάκριση, η χθεσινή (πρώτη) εμφάνιση της Μόνικα Μπελούτσι στη σκηνή του Ηρωδείου. Οπου η Μαρία Κάλλας «ζει» αυτές τις ημέρες το ραγισμένο μεγαλείο της (μεγαλείο ερμηνείας αλλά, κυρίως, προσωπικότητας), μέσα από τις –κυρίως ανέκδοτες– επιστολές της, όπως, ραγισμένες, τις εκφέρει η καλλονή ιταλίδα σταρ. Εκεί που ξεδίπλωνε η Μαρία Κάλλας το πάθος για την Τέχνη και τα πάθη για και από τη ζωή.
Μου θύμισε, όμως, και κάτι ακόμη. Οτι, σχεδόν ταυτόχρονα, και ύστερα από μια εξαιρετικά επιτυχημένη θεατρική πορεία π.Κ. (προ Καραντίνας), η ίδια Κάλλας «έζησε» στη σκηνή την ίδια σχέση της με το πάθος για την Τέχνη και τα πάθη της ζωής της, χάρη στο «Master Class», με τη μορφή μιας άλλης μεσογειακής μελαχρινής καλλονής, της Μαρίας Ναυπλιώτου. Η οποία, σε λίγο (από την 1η Νοεμβρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη) θα ξαναζωντανέψει, στη σκηνή του «Παλλάς», τα μαθήματα τέχνης και ζωής που παρέδωσε το 1971 η Κάλλας στην περίφημη Σχολή Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης, με ραγισμένη πια την καρδιά και τη φωνή. Οταν ο Αριστοτέλης Ωνάσης την είχε εγκαταλείψει οριστικά για την Τζάκι.
Τα μαθήματα που έχουν μείνει ως συγκλονιστικά ηχητικά ντοκουμέντα και μεταπλάστηκαν σε θεατρικό έργο για το Μπρόντγουεϊ, το 1995, από τον Τέρενς ΜακΝάλι. Και σκηνοθετήθηκαν, στις ημέρες μας, από τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο για το «Master Class» της Μαρίας Ναυπλιώτου.
Τρεις… Κάλλας στην ίδια πόλη, λοιπόν. Η ίδια η Μαρία Καλογεροπούλου του διεθνούς στερεώματος, νικημένη πια από την ίδια της την καρδιά και τη ζωή. Η Μόνικα Μπελούτσι, μελαχρινή μεσογειακή, ώριμη καλλονή, ενδεδυμένη τον ρόλο της ραγισμένης Κάλλας. Και η Μαρία Ναυπλιώτου, επίσης μεσογειακή, μελαχρινή καλλονή, στα μαθήματα ζωής, πάθους και παθών.
Και σκέφτηκα: Τι είναι εκείνο που τις «δένει» και τις τρεις;
Πρώτα απ’ όλα η Μεσόγειος. Οπου κάποιοι ακόμη πιστεύουν ότι, πέρα από τα φώτα της δόξας, κατοικεί η Α-λήθεια. Μαζί με το πάθος, τα σύνδρομα, τις πληγές που κατοικούσαν πίσω από τα μάτια και πέρα από την κομψή φιγούρα και το πρόσωπο της Μαρίας Κάλλας.
Δεν είναι ταμπεραμέντο. Είναι ένας κρυφός κόσμος, επώδυνος, που κατοικεί πίσω από τα μάτια και των τριών. Ο πόνος πίσω από την ερμηνεία. Το δάκρυ πίσω από την αιώνια ομορφιά της κομψότητας. Η ήττα πίσω από το απαστράπτον πρόσωπο και τη δόξα.
Δεν είναι τυχαία η συνύπαρξη της «απόλυτης ηρωίδας» Μαρίας Κάλλας με τις δύο ώριμες, προβεβλημένες, μελαχρινές καλλονές. Πίσω και από τα δικά τους απαστράπτοντα πρόσωπα κατοικεί ο πόνος.
Η μία βίωσε τη βία, την εγκατάλειψη, την «κακοποίηση» από το Χόλιγουντ και το σινεμά. Κι ας λουζόταν στο φως της δόξας και της αναγνώρισης. Και δεν μιλάω μόνον για τον σκληρό κινηματογραφικό βιασμό της στον «Μη αναστρέψιμο» του Γκασπάρ Νοέ, το 2002. Δεν μιλάω μόνον για τα σχόλια που ακόμη ακολουθούν τις σχέσεις της με συντρόφους. Μιλάω και για την προσωπική, όχι σπάνια, ήττα από τη δημόσια εικόνα της.
Η άλλη βίωσε τη διαδοχική ορφάνια. Δεν χάρηκε τη μητρότητα. Πλήρωσε αδρά το τίμημα της ομορφιάς. Που νικήθηκε, συχνά, από τη δημόσια εικόνα της. Οπως η Μαρία Κάλλας βίωσε την πατρική ορφάνια πρώτα και την «ορφάνια» από τη μάνα. Και δεν χάρηκε τη μητρότητα.
Σκληρά πράγματα; Μην τα θωρείτε κάτι απλό. Αφήνουν κάτι, βαθύ και πονεμένο, πίσω από το βλέμμα. Και καθώς βαφτίζεται στην κολυμβήθρα της Μεσογείου και της Α-λήθειας, αυτό το κάτι γίνεται εκρηκτικό και συμπαντικό.
«Και οι τρεις είναι, με έναν τρόπο, κακοποιημένες γυναίκες. Και ανήκουν σε έναν τόπο: Στη Λεκάνη της Μεσογείου. Σε δύσκολα πράγματα. Μπορεί να είναι θερμά, αλλά είναι συγχρόνως και δύσκολα», όπως το έθεσε γλαφυρά μια φίλη που έχει μελετήσει, βαθιά, το θέμα αυτής της ψυχής.
Και οι τρεις, με πρώτη τη Μαρία Κάλλας, μας έδειξαν και θα μας δείχνουν πάντα αυτό το «κάτι», που βρίσκεται πίσω από τη δόξα. Αυτό το γαϊτανάκι του πόνου και η εμπειρία ζωής είναι που τις συνδέει. Ο ορισμός του ερωτικού ναυαγίου, όταν αποκτά διαστάσεις τραγικές και θεατρικές, αν θέλετε, και ανεβαίνει στη σκηνή.
Κάπως έτσι είχε δει τη «δική της» Κάλλας, στο «Master Class», πριν από 23 χρόνια και η Κάτια Δανδουλάκη. Σε μια παράσταση-σταθμό στο θέατρό της, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη. Πάντα με αυτό το «κάτι» πίσω από τα μάτια μιας ώριμης, κομψής Γυναίκας, που έγινε θρύλος – και για αυτό το «κάτι».
Οπως και η Μέριλ Στριπ την ενσάρκωσε, στο «Master Class», σε μία μίνι τηλεοπτική σειρά του αμερικανικού τηλεοπτικού δικτύου HBO, το 2014.
Πίσω από όλα αυτά κατοικεί (και θα κατοικεί, ίσως) η Γυναίκα. Ετσι, με Γάμα κεφαλαίο. Η Γυναίκα. Ενας κόσμος που δεν τον ξέρει και δεν τον κατέχει κανείς. Ισως ούτε οι ίδιες οι γυναίκες. Πιθανόν γι’ αυτό και ανάγεται στη σφαίρα του θρύλου.
Κατοικεί η Γυναίκα. Ναι, κι ας κατοικεί στη διπλανή πόρτα. Η Γυναίκα που διαγράφει μια διαδρομή διαφορετική από την ανδρική. Η μεσογειακή Γυναίκα, που λέει την α-λήθεια και για τον πόνο αυτής της διαδρομής. Ή, έστω, δεν μπορεί να την κρύψει πίσω από τα μάτια της, όσα αστραφτερά φώτα κι αν είναι στραμμένα επάνω της.
Η Μαρία Κάλλας, λοιπόν, πάνω στη σκηνή μάς θυμίζει –ανεξαρτήτως επιτυχίας ή μη της κάθε παράστασης– την ουσία: Εναν Υμνο στη Γυναίκα. Στο όλον της. Που έχει και πόνο μαζί. Μια Γυναίκα που μπορεί να γίνεται υποχείριο ενός άνδρα. Εν γνώσει της. Μια Γυναίκα που δεν τη γνωρίζουν, κατ’ ουσίαν, οι πολλοί θαυμαστές της.
Μια Γυναίκα που αναδύεται πιο πολύ και μεγεθύνεται μέσω της Τέχνης. Μια Γυναίκα που επιμένει, αγωνίζεται, αλλά τελικά νικιέται. Και δεν είναι ο χρόνος που τη νικάει. Είναι η δύναμή Της που τη νικάει.