Μετά το πρώτο και το δεύτερο κύμα της πανδημίας επικράτησε ανά την υφήλιο η άποψη πως οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα ευρωπαϊκά κράτη υπέστησαν ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα, ότι το συλλογικό τους κύρος υπονομεύτηκε και, κατ’ επέκταση, επρόκειτο σύντομα να απολέσουν όχι μόνον την οικονομική αλλά και την πολιτική τους ισχύ στη διεθνή σκηνή.
Ο Τζιανκ Τζινκάν, επικεφαλής προπαγάνδας του κινεζικού καθεστώτος, έσπευσε να δηλώσει πως η επιτυχημένη προσπάθεια του Πεκίνου να αντιμετωπίσει την πανδημία, δίχως, μάλιστα, να πληγεί η κινεζική οικονομία, απέδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο «την ανωτερότητα του πολιτικού συστήματος της Κίνας». Στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος άρχισαν να πιστεύουν πως το προβάδισμα της Κίνας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη είχε διευρυνθεί τόσο πολύ που θα ήταν αδύνατο να ανατραπεί.
Ο Κισόρ Μαχμπουμπάνι, διπλωμάτης καριέρας και διακεκριμένος ακαδημαϊκός από τη Σιγκαπούρη, γνωστός και ως «προφήτης της υπεροχής της Ανατολής», υποστήριξε πως ο κορονοïός και η πανδημία του σηματοδότησαν την αρχή του «Αιώνα της Ασίας». Εκανε επίσης λόγο για μία νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων στο πλαίσιο της οποίας τον πρώτο λόγο θα τον είχε η Κίνα ενώ οι πολίτες της Δύσης θα έπρεπε να αποδεχτούν τη νέα τους (υποδεέστερη) θέση, καθώς το δέος ενώπιον των δυτικών κοινωνιών και των αξιών τους θα έδινε τη θέση του σε έναν «ολοένα αυξανόμενο σεβασμό και θαυμασμό για τις κοινωνίες της Ανατολής».
Ωστόσο, έπειτα από περισσότερο από έναν χρόνο, φαίνεται πως «η δημοκρατική Δύση δεν έχασε τελικά τη μάχη της πανδημίας. Κατά πάσα πιθανότητα οι ΗΠΑ θα αναδυθούν σε καλύτερη κατάσταση από τα γεγονότα των τελευταίων 18 μηνών σε σχέση με την Κίνα του Σι Τζινπίνγκ. Αυτό αποτελεί μία τεράστια και απροσδόκητη γεωπολιτική νίκη», υποστηρίζει ο Αμπρόουζ Εβανς – Πρίτσαρντ της Telegraph.
Η μάχη των εμβολίων
Εστιάζοντας καταρχάς στη μάχη της ανθρωπότητας κατά της πανδημίας, ο βρετανός δημοσιογράφος υπενθυμίζει στην ανάλυσή του πως τα αμερικανικά και τα ευρωπαϊκά εμβόλια έχουν καταστεί «η θαυματουργή θεραπεία που όλοι αναζητούν».
Την ίδια ώρα στην Ιαπωνία η εμβολιαστική εκστρατεία εξελίσσεται με απροσδόκητα αργούς ρυθμούς ενώ εννέα νομοί στους οποίους παράγεται το 50% του ΑΕΠ εξακολουθούν να τελούν υπό καθεστώς εκτάκτου ανάγκης. Τα νοσοκομεία της χώρας είναι και πάλι γεμάτα ενώ η ινδική μετάλλαξη θέτει εκ νέου εν αμφιβόλω τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί και το γεγονός πως η ιαπωνική οικονομία παραμένει σε ύφεση.
Οσον αφορά την Κίνα, οι χώρες που εναπόθεσαν τις ελπίδες τους για το ξεπέρασμα της πανδημίας και την επιστροφή στην κανονικότητα στα κινεζικά εμβόλια, αντιλήφθηκαν επώδυνα πως ο συνδυασμός βαρύγδουπων δηλώσεων και αδιαφανούς επιστήμης είναι ο πλέον ακατάλληλος για την αντιμετώπιση μίας πανδημίας. Η Χιλή, για παράδειγμα, έσπευσε να εμβολιάσει μαζικά τους πολίτες της με το σκεύασμα της Sinovac ενώ η Ουγγαρία επέλεξε το Sinopharm, όμως σε αμφότερες τις χώρες αυξήθηκαν και οι νοσηλείες και οι θάνατοι.
Αλλά και στο εσωτερικό της Κίνας η κατάσταση είναι ξανά ανησυχητική, καθώς οι Κινέζοι εμβολιάζονται επίσης με αργούς ρυθμούς, παρά το γεγονός πως εντοπίζονται νέες ιδιαίτερα μεταδοτικές μεταλλάξεις του κορονοïού. Σε πολλά τμήματα της Γκουανγκντόνγκ, της πολυπληθέστερης κινεζικής επαρχίας, επιβλήθηκαν εκ νέου δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.
«Η αντίληψη ότι η Κίνα είναι ο μεγάλος νικητής (της πανδημίας) ανατράπηκε. Το momentum ανήκει τώρα στην παράταξη των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία έθεσαν την πανδημία υπό έλεγχο και τα εμβόλια τους είναι πολύ αποτελεσματικά. Τώρα σε δύσκολη θέση βρίσκεται η Κίνα. Η διπλωματία των εμβολίων που λάνσαρε δεν αποδίδει πια», εξήγησε ο Χο – Φουνγκ Χουνγκ, καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο πανεπιστήμιο Johns Hopkins της Βαλτιμόρης.
Το μέτωπο της οικονομίας
Η οικονομία των ΗΠΑ έχει ήδη σχεδόν επιστρέψει στα προ της πανδημίας επίπεδα αλλά τα κατάφερε με 8 εκατομμύρια λιγότερους εργαζόμενους και αυτό αποτελεί σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Telegraph «απόδειξη εκρηκτικής παραγωγικότητας». Φαίνεται επίσης πως χάρη στα αλλεπάλληλα lockdowns και την τηλεργασία επισπεύσθηκε, έως και κατά επτά χρόνια, η πρόοδος της ψηφιακής τεχνολογίας.
Ο ΟΟΣΑ προβλέπει πλέον πως η αμερικανική οικονομία ενδέχεται να ξεπεράσει τα προ της πανδημίας επίπεδα ακόμα και στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους ενώ κατά τα επόμενα χρόνια θα συνεχίσει να έχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, «χάρη στην επενδυτική εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν και στον τεχνολογικό επανεξοπλισμό (εναντίον της Κίνας)».
Αναλυτές της Capital Economics θεωρούν πως εξαιτίας της μείωσης της παραγωγικότητας και της γήρανσης του πληθυσμού οι Κινέζοι κατά πάσα πιθανότητα δεν θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τους Αμερικανούς κατά τα επόμενα πολλά χρόνια. «Σύμφωνα με τις προβλέψεις μας η κινεζική οικονομία θα φτάσει στο 87% της αμερικανικής το 2030 ενώ σήμερα βρίσκεται στο 71%», σημείωσε ο Μαρκ Γουίλιαμς, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ασία. «Εάν η Κίνα δεν ξεπεράσει τις ΗΠΑ έως τα μέσα της δεκαετίας του 2030, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τις ξεπεράσει ποτέ. Και εάν τις ξεπεράσει, ενδέχεται να δυσκολευτεί να διατηρήσει την πρωτιά», πρόσθεσε.
Το εργατικό δυναμικό στην Κίνα συρρικνώνεται ήδη, από το 2017 και μετά, ενώ και ο γενικός πληθυσμός της χώρας μειώνεται (όπως αποκάλυψε η πρόσφατη απογραφή) ταχύτερα από όσο εκτιμούσαν οι ειδικοί. Θέλοντας να προλάβει τα χειρότερα η κινεζική ηγεσία προέβη σε μία ιστορική αλλαγή πολιτικής στις αρχές της εβδομάδας, επιτρέποντας σε κάθε ζευγάρι να αποκτά έως και τρία παιδιά. Ωστόσο πολλοί υποστηρίζουν πως το μέτρο δεν επαρκεί για να ανατραπεί «μια τάση που έχει ριζώσει στην κινεζική κοινωνία».
Ενώ το δημόσιο χρέος έφτασε στο 340% επί του ΑΕΠ, ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται για την εξυπηρέτηση του μειώθηκε από 10% στο 5% μέσα σε μία δεκαετία ενώ στα τέλη της τρέχουσας δεκαετίας εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται γύρω στο 2%.
«Είναι αφελές το να σκέφτεται κανείς ότι η Κίνα έχει βρει το ελιξίριο της διαρκούς ανάπτυξης και πάντα θα επιστρέφει δριμύτερη. Η οικονομική της ανάπτυξη είναι ανισόρροπη όσο ήταν και πριν από την πανδημία», σημείωσε ο Τζορτζ Μάγκνους από το China Center του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα ο ρυθμός αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής (TFP) έχει πέσει στο 0,7% από περίπου 3% πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Συνέκλινε με τον ρυθμό αύξησης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής στη Δύση ενώ θα έπρεπε να είναι αισθητά υψηλότερος.
Μια μεγάλη εκδοχή της Βόρειας Κορέας
Αντί να προσεγγίσει περισσότερο τις δυτικές δημοκρατίες και να ασπαστεί μια μορφή φιλελεύθερου πλουραλισμού, όπως πρότεινε πριν από μία δεκαετία ο πρωθυπουργός του Λι Κετσιάνγκ, ο Σι Τζινπίνγκ συνέχισε να εστιάζει στην καταστολή και στον κρατισμό.
«Πρόκειται περί αυτάρκειας και μόνο. Η Κίνα θα καταστεί μία μεγάλη εκδοχή της Βόρειας Κορέας. Δεν υπάρχει τρόπος να διατηρήσει τη δυναμική της εάν αποκοπεί από τη Δύση, καθώς εξαρτάται από τον υπόλοιπο κόσμο για προϊόντα υψηλής τεχνολογίας», είπε ο Χο – Φουνγκ Χουνγκ, ο οικονομολόγος από το Johns Hopkins.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο δημοσιογράφος της Telegraph υποστηρίζει πως ο Σι Τζινπίνγκ «επέτρεψε στην ύβρη να τον καταβάλει. Η θριαμβολογία όσον αφορά την πανδημία, σε συνδυασμό με την επιθετική διπλωματία, την καταστολή των Ουιγούρων και την κατάφωρη παραβίαση των Συνθηκών του Χονγκ Κονγκ, προσφέρουν μια αποκαλυπτική πρόγευση μιας ενδεχόμενης κινεζικής ηγεμονίας» ανά τον κόσμο.
Σύμφωνα με τον Ρότζερ Καρσάιντ, έναν βρετανό πρώην διπλωμάτη που υπηρέτησε στο Πεκίνο, η κινεζική ηγεσία επανέλαβε το λάθος που διέπραξαν τα φασιστικά καθεστώτα της δεκαετίας του 1930: «υποτίμησε την ικανότητα των δημοκρατιών να ανασκουμπώνονται και ενεργοποιούν τις κρυφές τους δυνάμεις».
Βραχνά για τον κινέζο ηγέτη αποτελούν, φυσικά, και οι έρευνες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών όσον αφορά το ενδεχόμενο ο κορονοïός να «δραπέτευσε» από κάποιο ερευνητικό εργαστήριο της Γουχάν. «Εάν το κινεζικό κράτος δημιούργησε τον ιό και απέκρυψε τη διαρροή και στη συνέχεια επέτρεψε σε επιβάτες πτήσεων να τον μεταδώσουν στον κόσμο, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές. Η χρονιά που η Κίνα διεκδίκησε την κυριαρχία μπορεί να μετατραπεί σε ένα “annus horribilis”», σε μία φριχτή χρονιά.