«Ο καθένας δικαιούται να πιστεύει ό,τι θέλει. Να βάζει βόμβες δεν δικαιούται». Του δημοσιογράφου Δημήτρη Καμπουράκη τα λόγια. Το Protagon τον συνάντησε την επομένη της τρομοκρατικής επίθεσης εναντίον του (ΕΔΩ). Μιλήσαμε για το συγκεκριμένο περιστατικό, για τη δημοσιογραφία, για τα «τυχερά» του επαγγέλματος και για τη σημασία που έχει για την κοινωνία η διαφύλαξη της ενημέρωσης με όνομα και υπογραφή. «Οταν εκλείψει η ενυπόγραφη δημοσιογραφία και στη θέση της μπουν τα ανώνυμα social media, τότε θα καταλάβουν όλοι τι πραγματικά σημαίνει “καθεστώς”. Αλλά θα ’ναι αργά για τις κοινωνίες μας», λέει χαρακτηριστικά.
– Λοιπόν, Δημήτρη Καμπουράκη, τι απέμεινε από την επίθεση της Τρίτης;
Μια διαλυμένη πόρτα, κατάμαυροι τοίχοι, μια τρομάρα που δεν λέει να με αποχωριστεί, παράλληλα με μια ανακούφιση ότι απέφυγα τα χειρότερα.
– Σε έσωσε η πόρτα ασφαλείας, το έλεγες συνέχεια στις τηλεοράσεις.
Ναι, αλλιώς η φωτιά θα είχε μπει μέσα και θα τα ’χε κάνει μαντάρα. Σας εξομολογούμαι ότι παρά τη διαρκή ενασχόλησή μου με την Ιστορία, πρώτη φορά αντιλήφθηκα σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια την αξία της μεσαιωνικής οχύρωσης.
– Ενδιαφέρουσα παρατήρηση αυτή. Δηλαδή;
Τον Μεσαίωνα οχύρωναν τις πόλεις τους με τείχη, πύργους, πολεμίστρες και βαριές ενισχυμένες πύλες. Η εμφάνιση του πυροβολικού αχρήστευσε τη σημασία των υψηλών τειχών. Πιστέψαμε ότι θα ζούμε πια σε ανοικτές κοινωνίες. Και πέντε αιώνες αργότερα, οχυρώνουμε τα σπίτια μας. Κάμερες, συναγερμοί, πόρτες ασφαλείας, ηλεκτρονικές κλειδαριές. Συμπέρασμα; Είτε διάγουμε έναν νέο Μεσαίωνα είτε δεν ξεπεράσαμε ποτέ τον παλιό.
– Αυτοί που σε χτύπησαν, τι ήταν;
Κάτι τύποι με κουκούλες, που αντί να χρησιμοποιούν τα χέρια τους για το καλό, προτιμούν να ανακατώνουν βενζίνες, γκαζάκια και φιτίλια. Εχουμε την τάση να αναρωτιόμαστε τι έχουν μέσα στο μυαλό τους για να κάνουν τέτοια πράγματα. Λάθος προσέγγιση. Η ύπαρξή τους αρχίζει και τελειώνει στην κουκούλα. Το μήνυμά τους είναι το κρυμμένο πρόσωπο και μόνο. Κανένα άλλο.
– Η δημοσιογραφία είναι εν τέλει επικίνδυνο επάγγελμα…
Πολύ επικίνδυνο. Και δεν ζητήσαμε ποτέ βαρέα και ανθυγιεινά σαν τους υγειονομικούς. Δείτε πόσοι νεκροί, τραυματισμένοι και αγνοούμενοι δημοσιογράφοι υπάρχουν κάθε χρόνο στον κόσμο. Τι να κάνουμε, έτσι μάθαμε να βγάζουμε το ψωμί μας. Σαν τους ακροβάτες. Κάνουν χιλιάδες φορές το salto mortale, μια φορά δεν προλαβαίνουν να πιάσουν το σχοινί, κι αυτό αρκεί για να μην πάρουν σύνταξη.
– Ε, τότε, άλλαξε δουλειά.
Ετσι πάει δηλαδή; Αντί να παρατήσει ο κουκουλοφόρος το γκαζάκι, να εγκαταλείψει ο δημοσιογράφος το μικρόφωνο και το πληκτρολόγιο; Επίτρεψτέ μου να διαφωνήσω με τη λογική σας.
– Πολλοί μας θεωρούν στυλοβάτες του συστήματος ή και αφ’ εαυτού καθεστώς.
Ο καθένας δικαιούται να πιστεύει ό,τι θέλει. Να βάζει βόμβες δεν δικαιούται. Εγώ ένα θα πω. Οταν εκλείψει η ενυπόγραφη δημοσιογραφία και στη θέση της μπουν τα ανώνυμα social media, τότε θα καταλάβουν όλοι τι πραγματικά σημαίνει «καθεστώς». Αλλά θα ’ναι αργά για τις κοινωνίες μας.
– Σε μια τηλεοπτική σου σύνδεση είπες «οι κίνδυνοι του επαγγέλματος».
Αυτοτρολάρισμα. Και δεν ήταν καν δική μου φράση. Ηταν του Ουμβέρτου Α’ της Ιταλίας, που στη δεύτερη απόπειρα δολοφονίας του είπε: «Τα τυχερά του επαγγέλματος». Τον αντέγραψα δίχως να είμαι βασιλιάς και δίχως να επιθυμώ να ακολουθήσω την τύχη του ιταλού άνακτα. Καθότι η τρίτη απόπειρα εναντίον του, πέτυχε. Τον φάγανε.
– Διαβάσαμε ότι σε στοχοποίησαν διότι από παλιός Πασόκος έγινες υποστηρικτής του Μητσοτάκη.
Ημουν, είμαι και θα συνεχίσω να είμαι υποστηρικτής του Κέντρου, της σοσιαλδημοκρατίας και της πολιτικής μετριοπάθειας. Οποιος τα εκφράζει κάθε φορά, θα έχει τη στήριξή μου. Τώρα, αν είναι να κάψουν το σπίτι κάθε υποστηρικτή του Μητσοτάκη σ’ αυτή τη χώρα, να το ξανασκεφτώ.
– Τι θα κάνεις σήμερα, δεύτερη μέρα μετά την επίθεση;
Θα πάρω μια μπατανόβουρτσα και θα βάψω τους τοίχους μου. Μου αρέσει το μαύρο, ειδικά του Καραβάτζο, όχι όμως η μαυρίλα.