Πολύ καλά έκανε ο καθηγητής Μικροβιολογίας και μέλος της Επιτροπής εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας, Αλκιβιάδης Βατόπουλος, και επισήμανε (επικαλούμενος ρεπορτάζ του BBC) ότι είναι πιο πιθανό να χτυπηθεί κάποιος από κεραυνό, παρά να πάθει κάτι από το εμβόλιο της Johnson & Johnson.
Ωστόσο αποτελεί γεγονός πως αυτό που ερμηνεύεται στις ΗΠΑ ως ένα μικρό ατύχημα το οποίο σε κάθε περίπτωση θα ξεπεραστεί, για την Ευρώπη αποτελεί ακόμη ένα ισχυρό πλήγμα στην πορεία της εμβολιαστικής εκστρατείας της. Στην ανταπόκρισή του από τις ΗΠΑ ο Φεντερίκο Ραμπίνι, αρθρογράφος της La Repubblica, επισημαίνει πως ο αντίκτυπος της αναστολής των εμβολιασμών με το σκεύασμα της Johnson & Johnson «θα είναι ασύμμετρος στις ευρωπαϊκές και τις αμερικανικές ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού».
Η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) συνέστησαν προληπτικά την άμεση διακοπή της χρήσης του μονοδοσικού εμβολίου της αμερικανικής πολυεθνικής λόγω έξι περιστατικών θρόμβωσης που καταγράφηκαν.
Σε κοινή ανακοίνωσή τους, ωστόσο, οι επικεφαλής της FDA και των CDC έκαναν λόγο για «abundance of caution», για υπερβολική προσοχή που επιδεικνύουν οι υγειονομικές αρχές των ΗΠΑ με στόχο την προστασία των πολιτών, επισημαίνοντας, συγχρόνως, πως «προς το παρόν αυτές οι παρενέργειες είναι εξαιρετικά σπάνιες».
Οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές αποφάσισαν να αναστείλουν προσωρινά τους εμβολιασμούς για λόγους που σχετίζονται περισσότερο με την ψυχολογία των μαζών παρά με την ιατρική επιστήμη. Η υπερβολική προσήλωση στην «αρχή της προφύλαξης», αναφέρει ο Ραμπίνι, αποσκοπεί στο να πειστεί η κοινή γνώμη ότι η ασφάλεια των εμβολίων αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα των ειδικών.
Το μήνυμα του Φάουτσι
Το ότι ο κίνδυνος είναι απειροελάχιστος επισήμανε σε δηλώσεις του στον Λευκό Οίκο την περασμένη Τρίτη και ο δρ. Αντονι Φάουτσι, επιδιώκοντας να καθησυχάσει όλους όσοι έχουν ήδη εμβολιαστεί με το σκεύασμα της J&J. Σύμφωνα με τον κορυφαίο αμερικανό λοιμωξιολόγο η στάση των αμερικανικών υγειονομικών αρχών αποδεικνύει «πόσο σοβαρά λαμβάνουμε υπόψη την ασφάλεια».
Μικρό το κακό για τις ΗΠΑ
Για τους Αμερικανούς η προληπτική αναστολή των εμβολιασμών δεν αποτελεί πρόβλημα, τουλάχιστον τόσο μεγάλο όσο για την Ευρώπη. Η εμβολιαστική εκστρατεία εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, με το 1/3 των πολιτών να έχει λάβει τουλάχιστον μία δόση κάποιου από τα διαθέσιμα εμβόλια. Επτά εκατομμύρια πολίτες εμβολιάστηκαν με το σκεύασμα της Johnson & Johnson ενώ ακόμη δέκα εκατομμύρια δόσεις του εμβολίου έχουν ήδη αποσταλεί σε διάφορα εμβολιαστικά κέντρα.
Ομως στις ΗΠΑ η συνολική παραγωγή εμβολίων έχει αυξηθεί σημαντικά το τελευταίο διάστημα, με την Pfizer και την Moderna να τροφοδοτούν τις αμερικανικές πολιτείες με τουλάχιστον 23 εκατομμύρια δόσειςκάθε εβδομάδα από τα τέλη του προηγούμενου μήνα. Το εμβόλιο της Johnson & Johnson ήταν το τελευταίο που εγκρίθηκε από την FDA αλλά δεν συναποτελεί την αιχμή του δόρατος κατά της πανδημίας στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Λευκού Οίκου, ακόμη και στην περίπτωση που παραταθεί η αναστολή χορήγησής του, έως το τέλος του Μαΐου θα έχουν εμβολιαστεί 230 εκατομμύρια άνθρωποι, αντί για 260 εκατομμύρια που ήταν οι αρχικές εκτιμήσεις.
Για την Ευρώπη, όμως, το πλήγμα θα είναι πολύ πιο βαρύ καθώς η εμβολιαστική της εκστρατεία εξαρτάται σημαντικά από το εμβόλιο της Johnson & Johnson, όπως εξαρτάται και από το εμβόλιο της AstraZeneca, τα δύο σκευάσματα που αναπτύχθηκαν με την ίδια τεχνολογία και σχετίζονται με τον (απειροελάχιστο) κίνδυνο εμφάνισης θρόμβων.
Εως το τέλος Ιουνίου η Johnson & Johnson έχει συμφωνήσει να παραδώσει στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης 55 εκατομμύρια δόσεις και άλλα 120 εκατομμύρια κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Αναπόφευκτα, οπότε, εάν παραταθεί η αναστολή χορήγησής του θα δημιουργηθούν νέες καθυστερήσεις.
Η Ευρώπη με την πλάτη στον τοίχο
Ο Ραμπίνι υποστηρίζει στην ανάλυσή του πως το ευρωπαϊκό δράμα των εμβολίων και των εμβολιασμών έχει δύο όψεις: μία υγειονομική και μία βιομηχανική. Θεωρεί πως η Ευρώπη βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο επειδή δεν διαθέτει ακόμα ένα εμβόλιο «ολόδικό της», ούτως ώστε να έχει τον πρώτο λόγο όσον αφορά την παραγωγή και τη διανομή του.
H μοναδική ευρωπαϊκή βιοφαρμακευτική εταιρεία που πρωτοστατεί στη μάχη κατά του κορονoïού, έχοντας μάλιστα πρώτη δημιουργήσει ένα πρωτοποριακό σκεύασμα, η γερμανική BioNTech, αναγκάστηκε να καταφύγει στην αμερικανική Pfizer για την παραγωγή του. Αμερικανικές είναι επίσης η Moderna και η Johnson & Johnson ενώ η βρετανοσουηδική AstraZeneca εδρεύει στην Αγγλία, υπενθυμίζει ο Ραμπίνι. Και σημειώνει ότι στο πλαίσιο της «παγκόσμιας γεωστρατηγικής των εμβολίων» η Ευρώπη κατέληξε να υπολείπεται των ΗΠΑ αλλά και της Κίνας και της Ινδίας. Αυτό συνέβη εξαιτίας «λανθασμένων βιομηχανικών πολιτικών και μίας διάχυτης αντι-εταιρικής κουλτούρας η οποία, με την ψευδαίσθηση ότι εναντιώνεται στις Big Pharma, παρέδωσε την Γηραιά Ηπειρο στα χέρια των γραφειοκρατών της».
Δεδομένης της εξαιρετικά κρίσιμης κατάστασης που εξακολουθεί να επικρατεί στην Ευρώπη, μία λύση θα ήταν να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή των αμερικανικών εμβολίων σε ευρωπαϊκά εργοστάσια, ακόμη και ανταγωνιστικών φαρμακευτικών εταιρειών.
Ομως για να συμβεί αυτό χρειάζονται χρήματα και χρόνος, ο οποίος, δυστυχώς δεν υπάρχει. Η ΕΕ φιλοδοξεί έως το τέλος του έτους να παραχθούν στην ευρωπαϊκή επικράτεια από δύο έως τρία δισεκατομμύρια δόσεις όλων των αδειοδοτημένων εμβολίων, αλλά ο στόχος θεωρείται υπερφιλόδοξος, έως και εξωπραγματικός, λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση όπως αυτή διαμορφώνεται από τις αρχές του έτους.
Προς το παρόν, ο μεγαλύτερος παραγωγός εμβολίων κατά του κορονοïού στον κόσμο είναι η Κίνα, όπου παράγονται δεκάδες εκατομμύρια δόσεις τεσσάρων διαφορετικών εμβολίων. Ωστόσο, παρά τις αρχικές επιτυχίες που σημείωσε στον στίβο της διπλωματίας των εμβολίων, πρόσφατα το Πεκίνο αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι τα κινεζικά σκευάσματα είναι λιγότερο αποτελεσματικά από όσο είχε εκτιμηθεί και ανακοινωθεί αρχικά. Ρυθμούς ανεβάζουν και τα αμερικανικά εργοστάσια, στοχεύοντας στην παραγωγή τουλάχιστον 4,5 δισ. δόσεων σε ετήσια βάση, αλλά και τα εργοστάσια της Ινδίας, επιδιώκοντας να παράγουν περισσότερα από 3 δισεκατομμύρια δόσεις τον χρόνο.
Οσον αφορά τη Ρωσία, την πρώτη χώρα στον κόσμο όπου εγκρίθηκε ένα αποτελεσματικό εμβόλιο κατά του κορονοïού, αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με την Ευρώπη: διαθέτει εξαιρετικούς επιστήμονες και εργαστήρια αλλά ανεπαρκή βιομηχανική βάση για μαζική παραγωγή.