| CreativeProtagon/Reuters
Θέματα

Η σοβιετική Αμερική του Ντόναλντ Τραμπ

Μέσα σε λιγότερο από μία τετραετία ο πρόεδρος των ΗΠΑ κατάφερε να στήσει ένα σύστημα «αναφοράς στους ανώτερους» παρόμοιο με εκείνο του ΚΚΣΕ, με αποτέλεσμα αξιόλογοι αξιωματούχοι του τομέα της υγείας να είναι ξαφνικά πρόθυμοι να αποκρύψουν τον αντίκτυπο της πανδημίας, όπως συνέβαινε στην ΕΣΣΔ
Protagon Team

«Η κουλτούρα της αναφοράς στους ανώτερους» είναι σύμφωνα με την ρωσικής καταγωγής αμερικανίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα Μάσα Γκέσεν το κύριο χαρακτηριστικό της πρώην Σοβιετικής Ενωσης αλλά και της σημερινής Ρωσίας και των υπόλοιπων μετα-σοβιετικών κρατών, ειδικά όσον αφορά τη διαχείριση των πληροφοριών και τον έλεγχο της πληροφόρησης.

«Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η συγκάλυψη από τη σοβιετική κυβέρνηση της έκτασης και του κινδύνου της πυρηνικής καταστροφής του Τσερνόμπιλ. Το ζήτημα δεν ήταν μόνον, ή κυρίως, να αποκρυφθούν δύσκολες αλήθειες. Αυτό που ώθησε τους αξιωματούχους να ψευσθούν δεν ήταν τόσο η επιθυμία τους να αποκρύψουν τα γεγονότα από τους απλούς ανθρώπους όσο η ανάγκη τους να παράσχουν στην ηγεσία θετικές αναφορές. Για πολλούς αξιωματούχους, πριν και μετά το Τσερνόμπιλ, η σύνθεση χαρούμενων ιστοριών που δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση την πραγματικότητα, ήταν εργασία πλήρους απασχόλησης – εξηγεί η Γκέσεν σε κείμενό της στο New Yorker. Ελεγαν ψέματα για τον αριθμό των παπουτσιών που κατασκευάζονταν στα εργοστάσια της χώρας και το μήκος και τις τοποθεσίες των δρόμων που κατασκεύαζαν οι εργάτες της. Μια φορά, όταν ήμουν έντεκα ετών, οι γονείς μου είδαν στην τηλεόραση μια εκπομπή για έναν νέο δρόμο και αποφάσισαν να πάμε ένα ταξίδι έως εκεί με το καινούργιο μας Zhiguli. Αποδείχθηκε πως δεν υπήρχε δρόμος, παρά μόνον λίγα μέτρα. Λίγα από όλα όσα έκαναν ή δήλωναν οι επίσημοι σοβιετικοί θεσμοί ήταν ή λειτουργούσαν όπως προβλεπόταν ή είχαν κάποιο νόημα γιατί τα περισσότερα γίνονταν και λέγονταν αποκλειστικά για να αναφερθούν στους ανώτερους».

Εως πρόσφατα η Γκέσεν πίστευε πως η εν λόγω νοοτροπία απαντάται μόνον στις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες και, φυσικά, στη Ρωσία. Πλέον, ωστόσο, εμφανίζεται σίγουρη πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής του Ντόναλντ Τραμπ.

Το διαπίστωσε όταν διάβασε ένα εκτενές άρθρο των New York Times για το πώς ο αμερικανός πρόεδρος και η κυβέρνησή του κατάφεραν να πείσουν τον εαυτό τους ότι η πανδημία υποχωρούσε αλλά και όταν έμαθε ότι εξαιτίας «περίεργων και παράλογων κανονισμών και διαδικασιών» νοσοκομεία που στήθηκαν στη Νέα Υόρκη ειδικά για την νοσηλεία ασθενών με Covid-19, παρέμεναν άδεια ενώ σε άλλα νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα της αμερικανικής μητρόπολης άνθρωποι ξεψυχούσαν αβοήθητοι.

«Η εσκεμμένη θεσμική ανικανότητα και ο φρικτός μηδενισμός της σύγχρονης ρωσικής κοινωνίας αποτελούν προϊόντα του εβδομηκονταετούς σοβιετικού απολυταρχικού πειράματος – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα για πολύ καιρό. Κάποιο ανάλογο πείραμα δεν πραγματοποιήθηκε στις ΗΠΑ. Πώς, οπότε, η πανδημία κατέστησε τις ΗΠΑ παρόμοιες με το μετα-σοβιετικό ρωσικό κράτος;», διερωτάται η Γκέσεν, για να υποστηρίξει πως μέρος της εξήγησης έγκειται στον Ντόναλντ Τραμπ ο οποίος «ενεργεί ως απολυταρχικός ηγέτης εν τη απουσία απολυταρχισμού, ως αρχιμαφιόζος χωρίς μαφία».

Μέσα σε λιγότερο από μία τετραετία ο αμερικανός πρόεδρος κατάφερε να στήσει ένα σύστημα «αναφοράς στους ανώτερους» παρόμοιο με εκείνο της Κεντρικής Επιτροπής του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα σήμερα αρκετοί αξιόλογοι αξιωματούχοι του τομέα υγείας «είναι ξαφνικά πρόθυμοι να αποκρύψουν τον αντίκτυπο της πανδημίας» από τον πρόεδρό τους.

Η ακραία φτώχεια στην ΕΣΣΔ ήταν άμεση συνέπεια της «κουλτούρας της αναφοράς στους ανώτερους». Ολοι όσοι λάμβαναν τις τελικές αναφορές για τα παπούτσια και τους δρόμους που κατασκευάζονταν στη χώρα, δεν φορούσαν τα παπούτσια ούτε χρησιμοποιούσαν τους δρόμους, οπότε, δεν τους ενδιέφερε ιδιαίτερα κατά πόσο αυτές οι αναφορές ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα «γιατί εκείνοι οι άλλοι άνθρωποι που φορούσαν τα παπούτσια και χρησιμοποιούσαν τους δρόμους, οι απλοί Ρώσοι, θα μπορούσαν να επίσης να μην υπάρχουν. Αυτή η ίδια κουλτούρα, επικρατεί στην Ουάσιγκτον του Τραμπ», καταλήγει η Γκέσεν.

Γιατί τα μέλη της κυβέρνησης του δεν πρόκειται να πεθάνουν λόγω ελλείψεων στις μονάδες εντατικής θεραπείας ούτε υπάρχει περίπτωση να τα διώξουν από κάποιο νοσοκομείο ενώ τα παιδιά τους δεν πρόκειται να επιστρέψουν σε κανένα από τα δημόσια σχολεία που ο Τραμπ βιάζεται να ανοίξει παρά τα σχεδόν πέντε εκατομμύρια κρούσματα του κορονοϊού.

«Αισθάνονται πως είναι ανίκητοι. Ο Τραμπ μπορεί να αρνούνταν να φορέσει μάσκα και οι αξιωματούχοι του μπορούν να στέκονται δίπλα του κατά τις ενημερώσεις για τον κορονοϊό, γιατί όταν μιλάνε για την πανδημία δεν μιλάνε για τον εαυτό τους. Αυτή η θεμελιώδης αίσθηση διαίρεσης και αποξένωσης των ανθρώπων που καθορίζουν τα πράγματα από τους ανθρώπους που πεθαίνουν, είναι αυτό που καθιστά δυνατό το υπόλοιπο θλιβερό φιάσκο: τη δραματική γραφειοκρατία, τα αντικίνητρα, τα ψέματα. Είναι δυνατό γιατί δεν μας αφορά όλους».