| AP/CreativeProtagon
Θέματα

Η σφαγή στην Τιενανμέν, ένα παράδοξο και τρεις άνδρες που δεν υπάρχουν πια

Ο διάσημος ιταλός συγγραφέας και ερευνητής, Ρομπέρτο Σαβιάνο, αναλύει το αποτύπωμα της εξέγερσης που κατεπνίγη στο Πεκίνο την 4η Ιουνίου του 1989. Και στέκεται σε τρεις ανθρώπους. Για τους δύο «δεν μαθεύτηκε τίποτα για αυτούς, ούτε καν τα ονόματά τους». Ο τρίτος πήρε Νομπέλ Ειρήνης. Και πέθανε...
Protagon Team

Σαν σήμερα πριν από 32 χρόνια, την 4η Ιουνίου του 1989, έπειτα από αρκετές εβδομάδες, οι ειρηνικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας χιλιάδων ανθρώπων στην πλατεία Τιενανμέν ολοκληρώνονταν με το πλέον αιματηρό τρόπο. Εχοντας επιβάλει στρατιωτικό νόμο από τα τέλη του Μαΐου, η ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας έδωσε εντολή στον στρατό να εισβάλει στην κεντρική πλατεία του Πεκίνου και να την «καθαρίσει» με κάθε κόστος. Παρότι έχουν περάσει αρκετές δεκαετίες από τότε, ακόμα δεν γνωρίζουμε πόσοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, πόσοι τραυματίστηκαν και πόσοι συνελήφθησαν.

«Γνωρίζουμε, όμως, καλά, την επίδραση που είχαν εκείνες οι διαμαρτυρίες στον υπόλοιπο κόσμο», αναφέρει σε κείμενό του στην Corriere della Sera o Ρομπέρτο Σαβιάνο. Κάθε φορά που ο διεθνώς καταξιωμένος ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας συλλογίζεται τη σφαγή της Τιενανμέν, στη μνήμη του έρχονται «τρεις άνδρες και ένα παράδοξο».

Οσον αφορά το παράδοξο, ο Σαβιάνο υπενθυμίζει καταρχάς πως κατά τα προηγούμενα χρόνια, εξαιτίας της ανόδου και της εδραίωσης στην πολιτική σκηνή πολλών χωρών δεξιών, εθνικιστικών δυνάμεων, άρχισε ένας διάλογος με θέμα το δίπολο λαός – ελίτ και την μεταξύ τους αντιπαράθεση. Επιστρέφοντας στο παρελθόν ο συγγραφέας του «Γόμορρα» σημειώνει πως οι συγκεντρώσεις στην πλατεία Τιενανμέν ήταν κατά κύριο λόγο λαϊκές, καθώς συμμετείχε σε αυτές ένας τεράστιος αριθμός εργατών. Αποτέλεσαν, ωστόσο, και μία διαμαρτυρία των ελίτ, δεδομένου ότι στην πλατεία υπήρχαν επίσης φοιτητές, διανοούμενοι και πανεπιστημιακοί. Και τα πνεύματα στο Πεκίνο οξύνθηκαν με αφορμή ένα σχετικό άρθρο που δημοσιεύτηκε στη Λαϊκή Ημερησία, το κύριο έντυπο της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΚ, που στιγμάτιζε τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας ως ελιτίστικες.

Ο Σαβιάνο θεωρεί πως τα τελευταία χρόνια, «πριν η πανδημία σαρώσει τα πάντα», εστιάσαμε την προσοχή μας στο δίπολο λαός – ελίτ με σημείο αναφοράς αποκλειστικά το παρόν: «δεν καταφέραμε ή δεν είχαμε τον χρόνο, να σκεφτούμε πώς η πραγματικότητα άλλαξε τόσο ώστε αυτοί οι δύο όροι να καταστούν ψευδόφιλες λέξεις, ήτοι λέξεις η σημασία των οποίων μας περιγελά. Τι σημαίνει λαϊκό εάν δεν υπάρχει ο λαός; Και πως μπορώ να εκφέρω γνώμη για τις ελίτ, εάν οι ελίτ δεν επιδιώκουν πλέον να εκτίθενται;», διερωτάται ο Σαβιάνο, δίνοντας τροφή για σκέψη.

Οσον αφορά τους τρεις άνδρες που φέρνει στη μνήμη του κάθε φορά που σκέφτεται τα γεγονότα της Τιενανμέν, ο πρώτος είναι ο πασίγνωστος άγνωστος της σφαγής, ο πρωταγωνιστής της φωτογραφίας που έγινε σύμβολο της αντίστασης κατά του κινεζικού καθεστώτος, ο εξεγερμένος νεαρός που επέλεξε να συνεχίσει να διαμαρτύρεται και να αγωνίζεται και την 5η Ιουνίου του 1989 ορθώθηκε ενάντια στα άρματα μάχης του κινεζικού στρατού, σταματώντας την πορεία τους.

«Το έκανε όχι μόνον με το σώμα αλλά και με τις λέξεις», εξηγεί ο Σαβιάνο, «ανεβαίνοντας στο τανκ, συνομιλώντας με τον οδηγό του και κάπως έτσι οι εξεγερμένοι έγιναν δύο: ο άνδρας που με το σώμα του εμπόδισε την προέλαση των αρμάτων μάχης και ο οδηγός ο οποίος, φρενάροντας, αρνήθηκε να εκτελέσει τις εντολές. Κατά πάσα πιθανότητα αμφότεροι δολοφονήθηκαν. Δεν μαθεύτηκε τίποτα για αυτούς, ούτε καν τα ονόματά τους. Αλλά τα ονόματά τους θα είναι τα δικά μας ονόματα εάν τολμήσουμε να μιλήσουμε υπερβαίνοντας τα επιτρεπτά όρια και να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα με ελεύθερο βλέμμα», αναφέρει με νόημα ο συγγραφέας, ο οποίος πληρώνει εδώ και πολλά χρόνια, το τίμημα της ελευθερίας της σκέψης και του λόγου, ζώντας σχεδόν μισή ζωή και διαρκώς υπό αστυνομική προστασία, επειδή τόλμησε να ορθώσει το ανάστημά του στην πανίσχυρη ναπολιτάνικη μαφία.

Ο τρίτος άνδρας που σκέφτεται ο Σαβιάνο όποτε αναλογίζεται τη σφαγή στην Τιενανμέν είναι ο Λιού Σιαομπό, ο πρώτος Κινέζος που τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης, το οποίο του απονεμήθηκε το 2010, όταν εκείνος βρισκόταν ήδη στη φυλακή, εκτίοντας ποινή κάθειρξης έντεκα ετών. Υπήρξε μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της κινεζικής πολιτικής σκηνής. Πέθανε σε ηλικία 61 ετών και τελευταία (τέταρτη) φορά καταδικάστηκε έξι χρόνια νωρίτερα, όταν ήταν 55 χρονών.

Ο Σιαομπό ανδρώθηκε πολιτικά στην Τιενανμέν. Συμμετείχε εξαρχής, από τον Απρίλιο του 1989, στις πορείες και τις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στην πλατεία και σύντομα κατέληξε να κατηγορείται για «υποκίνηση σε αντεπανάσταση». Αυτός (μαζί με έναν ακόμα ηγέτη των διαμαρτυρομένων) έπεισε τους φοιτητές να κατέβουν σε απεργία πείνας στις 2 Ιουνίου του 1989 ενώ λιγότερο από δύο ημέρες μετά, όταν τα άρματα μάχης του Ντενγκ Σιαοπίνγκ προσέγγιζαν την πλατεία, διαπραγματεύτηκε με τους στρατιωτικούς, πείθοντάς τους, τελικά, να αφήσουν ανοιχτή μια «οδό διαφυγής» για τους φοιτητές. Χάρη στην παρέμβασή του σώθηκαν πολλές ζωές.

Ο Λιού Σιαομπό, ο πρώτος Κινέζος που τιμήθηκε με το Νομπέλ Ειρήνης (EPA/LIU XIA)

Από το 1989 και έπειτα, όσο αυξάνονταν η φήμη και το κύρος του, τόσο εντείνονταν και οι υποψίες του καθεστώτος εναντίον του. Το 1995 φυλακίστηκε για διάστημα έξι μηνών ενώ στη συνέχεια έζησε επί μία τριετία (1996 – 1999) σε ένα στρατόπεδο εργασίας και αναμόρφωσης, έχοντας κριθεί ένοχος για διασάλευση της δημόσιας τάξης.

Το πιο ισχυρό πλήγμα κατά του καθεστώτος το κατάφερε με την περίφημη Χάρτα 08, ένα μανιφέστο υπέρ της δημοκρατίας, το οποίο συντάχθηκε με πρότυπο την Χάρτα 77 των αντιφρονούντων της Τσεχοσλοβακίας. «Ασκησα, ως κινέζος πολίτης», υπενθύμισε ο Σιαομπό κατά την απολογία του ενώπιον των δικαστών, «το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου το οποίο είναι κατοχυρωμένο από το σύνταγμα, και όχι μόνον δεν θα έπρεπε να υποβάλλομαι σε πολιτικούς περιορισμούς και αυθαίρετες στερήσεις αλλά, αντιθέτως, θα έπρεπε να χαίρω του σεβασμού του κράτους και της προστασίας του νόμου».

Η Χάρτα 08 (υπέρ της ελευθεροτυπίας και της διεξαγωγής εκλογών σύμφωνα με τα δημοκρατικά πρότυπα) επρόκειτο να κυκλοφορήσει (και κυκλοφόρησε τελικά) την 10η Δεκεμβρίου του 2008, στην 60η επέτειο της υιοθέτησης από τον ΟΗΕ της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Δύο εικοσιτετράωρα νωρίτερα, ωστόσο, ο Λιού Σιαομπό συνελήφθη από την αστυνομία. Κρατήθηκε επί έναν χρόνο σε μυστική τοποθεσία, δίχως να μπορεί να έρθει σε επαφή ούτε καν με τους δικηγόρους του. «Ο Λιού Σιαομπό πέθανε στην Κίνα, θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί στο εξωτερικό, θα έπρεπε να το είχαμε απαιτήσει. Ο καρκίνος στο ήπαρ τον αφάνισε στη φυλακή και αυτό αποτελεί μία ήττα για όλους», καταλήγει ο Σαβιάνο, αποτίοντας τον δικό του φόρο τιμής στους εξεγερμένους της Τιενανμέν και υποστηρίζοντας πως το μόνο που απομένει από τη σφαγή είναι αυτοί οι τρεις άνδρες που δεν υπάρχουν πια.