Από τι υλικό είναι φτιαγμένος σήμερα ένας ιστορικός; Η ερώτηση δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από δεύτερη, διευκρινιστική: στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό; Διότι για την Ελλάδα η απάντηση γίνεται πολύπλοκη.
Στη χώρα μας, η Ιστορία (όπως και τα Θρησκευτικά) δεν αποτελούν ένα απλό μάθημα. Αποτελούν χώρο άσκησης πολιτικής. Με αποδέκτες βέβαια τους μαθητές των σχολείων. Δεδομένο στο οποίο κανείς δεν φαίνεται να αντιδρά. Οπως οι χώρες που βρίσκονται σε περίοδο πολέμου όπου, λίγο πολύ, όλοι δέχονται ότι τα παιδιά κάπως θα τα χρησιμοποιήσουν.
Η Ελλάδα όμως, βρίσκεται σε συνεχή περίοδο ιδεολογικού πολέμου. Ενός πολέμου που δεν διδάσκεται στα βιβλία της Ιστορίας. Και που φαίνεται ότι ξεκινάει ξανά. Καθώς λοιπόν το μάθημα της Ιστορίας αποτελούσε ανέκαθεν μέσο ιδεολογικής χειραγώγησης, ήρθε η ώρα να αναρωτηθούμε ξανά: «Ποιον τύπο ανθρώπου θέλουμε να διαμορφώσουμε;»
«Έναν άνθρωπο που να θέτει την… Ιστορία της δικής του πραγματικότητας στη βάσανο της λογικής» λέει ο ιστορικός Θάνος Βερέμης. «Έναν άνθρωπο που απλά να μπορεί καταλαβαίνει τι γίνεται στον κόσμο. Να μπορεί να κρίνει. Αν και το σημαντικότερο για εμένα είναι η αρχαία Ιστορία μας. Οφείλουμε να υπηρετήσουμε αυτή την Ιστορία. Γιατί στη χώρα μας δεν υπάρχουν μεγάλοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας αλλά μόνο στο εξωτερικό;» αναρωτιέται. Αλλά αυτό είναι, μια άλλη, μεγάλη ιστορία…
Η διδασκαλία της νεότερης Ιστορίας είναι ένα πρόβλημα με πολλές διαφορετικές λύσεις. Πώς να χωρέσεις στο ιδεολογικό «κοστούμι» κάθε ομάδας ιστορικών, που δεν είναι διακομματική, την εικόνα κάθε εποχής και τα χαρακτηριστικά της;
Όπως λέει ο καθηγητής Δημήτρης Μαλέσης, το μόνο βέβαιο είναι πως οι μαθητές στο σχολείο «δεν μαθαίνουν σήμερα Ιστορία. Βγαίνοντας από τη μέση εκπαίδευση δεν έχουν ιδέα από Ιστορία, δεν συνδέουν κανένα γεγονός με ιστορικές περιόδους, απλά παπαγαλίζουν. Ιδίως δε οι αριστούχοι που απλά απομνημονεύουν καλύτερα…»
Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα όλοι λένε ότι λατρεύουν την Ιστορία. Δεν θα ακούσεις σε κάποιο τραπέζι, όπως λέει ο συνομιλητής μας, να ισχυρίζεται κάποιος ότι ξέρει Μαθηματικά. Για την Ιστορία όμως, όλοι θα το κάνουν. Ολοι ξέρουν και όλοι έχουν άποψη!
Οι μαθητές δεν εμβαθύνουν, δεν αποκτούν γνώση των ιστορικών περιόδων γύρω από τα περιστατικά, δεν καταλαβαίνουν την ιστορική συνέχεια των γεγονότων. Θυμούνται μόνο μερικά σκόρπια ονόματα και ημερομηνίες, χωρίς να αντιλαμβάνονται την αξία τους
Το ερώτημα λοιπόν, αν το πάρουμε από το τραπέζι μας και το βάλουμε μέσα στις σχολικές αίθουσες, παραμένει αιώνιο: εθνικομηδενισμός ή εθνικοκεντρισμός;
Η ντουλάπα φαίνεται ότι κρύβει πολλούς σκελετούς. Μέσα σε μικρό διάστημα από την δημοσιοποίηση μιας νέας πρότασης από εμπειρογνώμονες του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) για τα προγράμματα της Ιστορίας και έχουν ήδη αρχίσει: ιστορικοί να φοβούνται μην τους ταυτίσουν με την Μαρία Ρεπούση, επιστήμονες να στοχοποιούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να δέχονται απειλές, ο ένας είναι μηδενιστής και έγραψε κάτι υποτιμητικό για τον Μακρυγιάννη, ο άλλος ήταν μυστικοσύμβουλος του υπουργού Παιδείας, ο τρίτος μαθητής ποιανού;
Ο «πόλεμος» που ξεκίνησε πριν από περίπου μια δεκαετία, με το περίφημο βιβλίο της τελευταίας τάξης του Δημοτικού, για να οδηγήσει στον πολιτικό «θάνατο» όσων ενεπλάκησαν μ’ αυτό, συνεχίζεται ακόμη υπόγεια και στρατολογεί οπαδούς.
Ο «συνωστισμός» στο λιμάνι της Σμύρνης (αλήθεια, πόσο λάθος τρόπος να χαρακτηρίσεις σε ένα βιβλίο τις σφαγές των Τούρκων), γίνεται τώρα… διωγμός. Και η «μέση λύση», η ιστορική ακρίβεια, το «γκρι», η καλλιέργεια της εθνικής μας συνείδησης χωρίς την ανάγκη της μισαλλοδοξίας, φαίνεται ότι απομακρύνεται.
Ωστόσο, το αυτονόητο υπάρχει μπροστά μας: τα παιδιά δεν μαθαίνουν Ιστορία στο σχολείο, γιατί απλώς ο τρόπος διδασκαλίας της είναι λάθος.
Κάτι στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι ιστορικοί. Ανεξαρτήτως του αν θα στοχεύσει ο φακός του ιστορικού πιο βαθιά σε μια ελληνοκεντρική ιστορική περίοδο ή θα απομακρυνθεί από αυτήν, η παιδαγωγική μέθοδος δεν αποδίδει. Οι μαθητές δεν εμβαθύνουν, δεν αποκτούν γνώση των ιστορικών περιόδων γύρω από τα περιστατικά, δεν καταλαβαίνουν την ιστορική συνέχεια των γεγονότων. Θυμούνται μόνο μερικά σκόρπια ονόματα και ημερομηνίες, χωρίς να αντιλαμβάνονται την αξία τους στην ιστορική «αλυσίδα» του χρόνου. Η επιλογή των προσώπων που θα ασχοληθούν λοιπόν με τα νέα βιβλία της Ιστορίας είναι κομβική. Και σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να είναι άτομα «ιδεολογικά τοποθετημένα».
Αρα η γενική πρώτη παραδοχή είναι ότι τα αναλυτικά προγράμματα και τα βιβλία της Ιστορίας πρέπει να αλλάξουν. Οι μαθητές πρέπει να σταματήσουν να μαθαίνουν την Ιστορία «απέξω» αλλά να την μελετούν… απέξω (αναζητώντας δηλαδή πηγές και κάνοντας έρευνα).
Τέλος στο παραδοσιακό σχήμα των τριών κύκλων
Η αλήθεια είναι βέβαια, ότι υπήρξαν τα τελευταία χρόνια άλλα τρία πορίσματα γύρω από την αλλαγή των αναλυτικών προγραμμάτων της Ιστορίας, αλλά κανένας υπουργός δεν τα «έπιασε».Το νέο πόρισμα του ΙΕΠ για το θέμα, αξίζει να μελετηθεί με προσοχή. Κι αυτό, γιατί όπως λένε καθηγητές που διδάσκουν την Ιστορία «εγκαταλείπει το παραδοσιακό σχήμα των τριών κύκλων (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη) που γινόταν από την Τετάρτη Δημοτικού ως την Α’ τάξη του Λυκείου και δημιουργεί ένα ενιαίο σχήμα διδασκαλίας». Βέβαια στέκεται αμήχανα μπροστά στην Β’ και την Γ’ τάξη του Λυκείου, καθώς το υπουργείο Παιδείας έχει προειδοποιήσει ήδη για αλλαγή εξεταστικού συστήματος και κανείς δεν γνωρίζει σ’ αυτή τη φάση που βαδίζουμε.
Στα αρνητικά της πρότασης όμως, καταγράφεται το ότι από τη νέα αυτή μορφή σύγχρονης Ιστορίας για τις τελευταίες τάξεις του σχολείου απουσιάζει ένα κεφάλαιο για την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σημασία της. Και εκεί θα μπορούσε κανείς να δει ένα κομμάτι ιδεολογικής κατεύθυνσης; Το πρόβλημα αυτό όμως, μπορεί εύκολα να διορθωθεί με την προσθήκη ενός αναλυτικού κεφαλαίου για το θέμα.
Στα βιβλία της Ιστορίας ως σήμερα (με εξαίρεση τα βιβλία των Κόντη και Σκουλάτου του 1982) δεν υπάρχει ιστορική εξέλιξη αλλά οπισθοδρόμηση, λέει σήμερα μέλος της επιτροπής ιστορικών του ΙΕΠ. Αρα τι; Δεν θα μαθαίνουν τα παιδιά Ιστορία επειδή δεν μπορούμε να καταγράψουμε την ετυμολογία των λέξεων «εθνική συνείδηση»;
Ενα κλασικό λάθος, για παράδειγμα, συντηρητικών ιστορικών είναι το ότι περιθωριοποιούν τις οικονομικές παραμέτρους των ιστορικών γεγονότων, αλλά και τον κοινωνικό και ταξικό χαρακτήρα της ελληνικής Επανάστασης, κάτι που τελικά την αποκόπτει από άλλες επαναστάσεις της περιόδου και απομακρύνει τους μαθητές από τις αιτίες των μεγάλων ανατροπών.
Πολεμικές συγκρούσεις λοιπόν ή πολιτικά γεγονότα; Θεσμοί ή πρόσωπα; Τα μαχαίρια έχουν βγει και οι δυο πλευρές είναι έτοιμες να αντιπαρατεθούν.
Ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος που ηγήθηκε πρόσφατα εθνικού διαλόγου για την Παιδεία σκέφτεται όσα συζητιούνται αυτές τις ημέρες και δηλώνει ότι «στα νέα προγράμματα Ιστορίας γίνεται μια απόπειρα να περάσουμε από τη γεγονοτολογία -που δεν συνεπάγεται κατανόηση της Ιστορίας- στα ιστορικά φαινόμενα και στις συνολικές προσεγγίσεις φαινομένων, εποχών και διαδικασιών αλλαγής. Αυτή είναι πολύ σημαντική εξέλιξη και θα πρέπει να υποστηριχτεί».
Σκέφτεται ότι «προφανώς η Ιστορία αποτελείται από φαινόμενα και γεγονότα. Αλλωστε το φαινόμενο αποτελείται από μυριάδες γεγονότα, και το αξιομνημόνευτο γεγονός είναι συμπυκνωμένο φαινόμενο. Αλλά εκείνα τα ρεύματα που συγκροτούν την ιστορική εξέλιξη είναι φαινόμενα μεγάλου εύρους. Στη διδασκαλία της ιστορίας έως τώρα απομνημονεύουμε τα δένδρα και χάνουμε την εικόνα του δάσους. Αυτή κατά τη γνώμη μου είναι η σπουδαιότερη συμβολή των νέων προγραμμάτων, αρκεί να μην αποδυναμωθεί στην πορεία κατά τη διαδικασία της εφαρμογής».
Ο ίδιος λέει πως σημαντική είναι «η έμφαση στις πηγές για να δείξει κανείς στα παιδιά πώς συγκροτείται η σημερινή ιστορική αφήγηση μέσα από την αναζήτηση του ίχνους (γραπτά ή υλικά ίχνη) που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι του παρελθόντος. Σε ένα κόσμο που για αιώνες περιφρονούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα και επομένως αδιαφορούσε για τα ανθρώπινα θύματα, και σε μια εποχή που (υποτίθεται ότι) τα ανθρώπινα δικαιώματα τα έχει θέσει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της, η ιστορική εμπειρία των κοινών ανθρώπων, των γυναικών και των παιδιών ενδιαφέρει, και πρέπει να ενδιαφέρει».
Τι απουσιάζει; «Νομίζω» αναφέρει, «ότι θα πρέπει να εισαχθεί ένας τρόπος να διδαχτούν τα διάφορα είδη του ιστορικού λόγου, η δημόσια Ιστορία, η μνήμη και κυρίως η προφορική μνήμη, η αναμεσολάβηση της μνήμης από τα ΜΜΕ, έννοιες όπως το ιστορικό τραύμα, η ιστορική Δικαιοσύνη και ότι θα μπορούσε να συνοψιστεί στην έννοια της “ιστορικής κουλτούρας”. Αυτό είναι απαραίτητο γιατί συνεχώς ανακύπτουν ζητήματα στη δημόσια σφαίρα που προκύπτουν από τα ζητήματα αυτά».
Επιμόρφωση, ελευθερία και ευλυγισία
Και προσθέτει ότι θα πρέπει να υπάρξει γερή επιμόρφωση στους διδάσκοντες Ιστορία, να δοθεί μεγαλύτερη ελευθερία και ευλυγισία στο τι θα διδάξουν και επίσης να τελειώνουμε με το ένα και μοναδικό εγχειρίδιο. Να δοθεί η δυνατότητα επιλογής, μέσα από έναν αριθμό βιβλίων, που βέβαια να πληρούν τις προδιαγραφές.
«Καλή είναι η συναίνεση, αλλά η ισχυρή πολιτική βούληση ακόμη καλύτερη» καταλήγει.
Η Μαρία Ευθυμίου, θεωρείται μια από τις πιο εμπνευσμένες αναπληρώτριες καθηγήτριες Ιστορίας που έχουν περάσει από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και βλέπει το πρόβλημα αλλιώς. «Η Ιστορία είναι η διδασκαλία της ψυχής του ανθρώπου. Οι πόνοι του, οι χαρές του, τα σχέδια του, η δικιά μας η ύπαρξη. Δεν είναι Χημεία. Η διδασκαλία της πρέπει να είναι βιωματική. Δεν πιστεύω καθόλου στις θεωρίες περί διδασκαλίας» λέει. «Εχουμε κάνει τόσα λάθη λόγω της θεωρητικοποίησης του προβλήματος, αντί να βλέπουμε μπροστά μας τα μάτια των παιδιών. Η διδασκαλία πρέπει να έχει ψυχή και ενέργεια, όχι θεωρητικά σχήματα. Οσοι διδάσκουν πρέπει να αγαπούν αυτό που κάνουν» σκέφτεται.
Και λέει ότι: «Τα έχουμε κάνει όλα παράθεση δεδομένων χωρίς ψυχή και σύνδεση, χωρίς ουσία. Αυτά είναι λάθη που οδηγούν στην αποτυχία. Και βεβαίως όλα είναι αξιολόγηση. Η αξιολόγηση πρέπει να υπάρχει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας μας και κυρίως όταν κάποιος αμείβεται από τον δημόσιο τομέα. Τα προβλήματα της Παιδείας μας όμως δεν θα λυθούν. Ολο και θα βαθαίνουν. Αυτοί που μας διοικούν νομίζω ότι έχουν πάρει τον βαρύτερο δρόμο στα θέματα της Παιδείας».
Ο Δημήτρης Ξιφαράς είναι καθηγητής Ιστορίας αλλά έχει γράψει και ένα βιβλίο για το Γυμνάσιο. «Η αποστήθιση δεν έχει σχέση με την κατανόηση» σκέφτεται. «Και τα προβλήματα οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στον τρόπο που εξετάζεται το μάθημα για να μπουν τα παιδιά στο πανεπιστήμιο. Για να στηριχθεί μια αλλαγή όπως αυτή που προτείνει όμως το ΙΕΠ θα χρειαστεί μια τεράστια προετοιμασία στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών. Και βεβαίως μεγάλη πολιτική στήριξη» κρίνει ο ίδιος.
«Η Ιστορία είναι ένα ταξίδι στο χρόνο που απλά δεν γίνεται ποτέ» λέει ο κ. Μαλέσης που διδάσκει και ο ίδιος Ιστορία. «Κρύβεται δε διαρκώς πίσω από ψευτοδιλήμματα. Ενώ εκείνο που πρέπει να λέγεται είναι η αλήθεια. Το θέμα δεν είναι λοιπόν αν π.χ. υπήρχε κρυφό σχολείο στην επανάσταση. Αλλά το αν την περίοδο εκείνη η Εκκλησία είχε ρόλο σωτήριο για τα παιδιά, τα μάθαινε γράμματα γιατί φυσικά εκτός των άλλων, έπρεπε κάπως να διαβάσουν τους ψαλμούς στην λειτουργία της επόμενης ημέρας».
Η πρόταση του ΙΕΠ
Η τελευταία πρόταση του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής για το μάθημα της Ιστορίας απομακρύνει τη διδασκαλία από την μελέτη των προσώπων και την επικεντρώνει στην μελέτη των ιστορικών περιόδων και των Θεσμών. Θα εφαρμοστεί στα σχολεία δε, εάν τελικά αποφασιστεί, πιθανότατα από τη σχολική χρονιά 2018-19.
Η διδασκαλία επίσης απομακρύνεται από την τοπική ιστορία της Ελλάδας και επικεντρώνει στις σχέσεις της με την ευρωπαϊκή και την βαλκανική ιστορία. Προβάλλεται το πολυπολιτισμικό μοντέλο, η σύνδεση με την ιστορία άλλων λαών και η «ανεκτική εθνική ταυτότητα, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από μισαλλοδοξία και ξενοφοβία».
Στα νέα προγράμματα η Ιστορία συνδέεται με την Αρχαιολογία στο Δημοτικό και μπαίνουν οι τομείς Επιστήμη και Τεχνολογία.
Υπάρχει όμως και πολύ σύγχρονη Ιστορία στην πρόταση αυτή. Στα νέα αναλυτικά προγράμματα, ειδικά του Γυμνασίου, υπάρχουν οι συγκρούσεις στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, εμφύλιοι πόλεμοι και εθνικισμός (Γιουγκοσλαβία), οι στρατιωτικές επεμβάσεις (πόλεμος του Κόλπου, εισβολή σε Ιράκ και Αφγανιστάν), ο θρησκευτικός ριζοσπαστισμός (11η Σεπτεμβρίου, ισλαμική τρομοκρατία), η προσφυγική κρίση και ξενοφοβία. Αλλά και η μεταπολεμική δικαιοσύνη και οι γερμανικές αποζημιώσεις.
Προτείνεται μελέτη με «ανοιχτά βιβλία» Ιστορίας στην διάρκεια των διαγωνισμάτων, βαθμολόγηση κυρίως βάση της συμμετοχής σε ομαδικές εργασίες, «θεματικοί φάκελοι» και «εργαστήρια Ιστορίας» στα σχολεία αλλά και αύξηση των ωρών διδασκαλίας του μαθήματος.
Στην πρόταση της επιτροπής εμπειρογνωμόνων αναφέρεται ότι «οι δυο ώρες διδασκαλίας που διατίθενται σήμερα σε όλες τις τάξεις της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (εκτός της Γ’ Γυμνασίου) δεν επαρκούν». «Το υπουργείο Παιδείας πρέπει να εξετάσει σοβαρά την περίπτωση να προστεθεί άλλη μια διδακτική ώρα στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Αυτό θα προσφέρει τη δυνατότητα να αφιερώνονται δυο συνεχόμενες ώρες στη διεξαγωγή δραστηριοτήτων σε συνεργατική βάση» λέει το σχετικό πόρισμα.
Ακόμη στο πλαίσιο των νέων αναλυτικών προγραμμάτων που προτείνεται στην Ιστορία είναι:
– Η διασύνδεση της ελληνικής Ιστορίας με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια και κυρίως με την ιστορία των βαλκανικών και μεσογειακών λαών.
– Η αναφορά στις μη προνομιούχες κοινωνικά ομάδες (π.χ. στη γυναίκα, στο παιδί, στα άτομα με αναπηρία, στις θρησκευτικές μειονότητες), με στόχο την καλλιέργεια ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αξιών.
– Η σύνδεσή με τα μουσεία, τα ιστορικά μνημεία και τους αρχαιολογικούς χώρους.
– Η «υποτίμηση» των γραπτών ατομικών τεστ και η ενίσχυση άλλων μορφών συμμετοχής και δημιουργικής έκφρασης των μαθητών στο σχολείο.
– Η αναθεώρηση του συστήματος διδασκαλίας των «επάλληλων κύκλων, που εφαρμόζεται στη χώρα μας. Σύμφωνα με αυτό η ιστορική ύλη χωρίζεται σε τρεις κύκλους, την αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη εποχή, καθένας από τους οποίους διδάσκεται τρεις φορές, μία στο Δημοτικό, μία στο Γυμνάσιο και μία στο Λύκειο. Οι διδάσκοντες, λέει το πόρισμα, δεν προλαβαίνουν να καλύψουν την ύλη και δεν προλαβαίνουν να διδάξουν ολόκληρες ιστορικές περιόδους, όπως η Προϊστορία (κυρίως η Παλαιολιθική και Νεολιθική περίοδος, οι προϊστορικοί πολιτισμοί της Ανατολής), η Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, η Οθωμανική Κυριαρχία, ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, η Γαλλική Επανάσταση και κυρίως η περίοδος μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στα νέα αναλυτικά προγράμματα προτείνονται:
– Βιβλία που θα περιέχουν επισκοπήσεις γεγονότων, ιστορικές χρονογραμμές (πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές κτλ.), θεματικούς ιστορικούς χάρτες, γλωσσάρι, εικόνες, διαγράμματα και πίνακες, ευρετήριο ονομάτων κτλ. και θα αποτελούν βάσεις αναφοράς και βοηθητικά εργαλεία.
– Θεματικοί φάκελοι σε υλική ή ψηφιακή μορφή με ιστορικές πληροφορίες, πολυτροπικές πηγές, μεθοδολογία, παραδείγματα διδακτικής αξιοποίησης, υπερσυνδέσεις σε ιστοσελίδες κτλ. Οι εκπαιδευτικοί θα έχουν ελευθερία να επιλέγουν έναν αριθμό από αυτούς τους φακέλους, για να διαμορφώσουν το ετήσιο πρόγραμμα διδασκαλίας τους.