Την τελευταία Κυριακή του 2005, περίπου 5.000 άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στην Τάιμς Σκουέαρ της Νέας Υόρκης, γύρω από μια σκηνή που ήταν στολισμένη με τρίχρωμες σημαίες, με τρεις οριζόντιες λωρίδες χρώματος κόκκινου, μπλε και πορτοκαλί, τα χρώματα, δηλαδή, της Δημοκρατίας της Αρμενίας. Αψηφώντας τη βροχή, οι χιλιάδες αυτοί άνθρωποι είχαν μεταβεί στην καρδιά της αμερικανικής μητρόπολης για παραστούν στην τελετή που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στην περίφημη πλατεία για την επέτειο της έναρξης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, την 24η Απριλίου του 1915, ημέρα κατά την οποία οι οθωμανικές αρχές ξεκίνησαν να εκδιώκουν από τα σπίτια τους στην Κωνσταντινούπολη όλα τα επιφανή μέλη της αρμενικής μειονότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στην κεντρική σκηνή ανέβηκαν αμερικανοί πολιτικοί, θρησκευτικοί ηγέτες, Αρμένιοι της διασποράς και Αρμένιοι από την Αρμενία και διάσημοι εκφραστές της επιθυμίας του αρμενικού λαού για απόδοση δικαιοσύνης όπως ο Σαρλ Αζναβούρ. Και καθώς το πλήθος άκουγε τα ονόματα περιοχών που έχασαν οι Αρμένιοι για πάντα στην ανατολική Μικρά Ασία – Βαν , Ερζερούμ, Μους, Χαρπούτ – η συναισθηματική φόρτιση μεταξύ των συγκεντρωμένων αυξανόταν.
Κάποια στιγμή ήρθε η σειρά της Αντόνια Αρσλάν να ανέβει στη σκηνή. Η αρμενικής καταγωγής ιταλίδα συγγραφέας και ακαδημαϊκός (στα ελληνικά έχει μεταφραστεί το πρώτο της μυθιστόρημα «Το σπίτι με τους κορυδαλλούς» το οποίο μετέφεραν στη μεγάλη οθόνη οι αδερφοί Ταβιάνι) επρόκειτο να μιλήσει – αναφέρει, σήμερα, η ίδια σε κείμενό της στην Corriere della Sera – για την μνήμη και τη φιλία με σημείο αναφοράς τη μικροσκοπική αρμένικη κοινότητα της Ιταλίας.
Με το που έπιασε, ωστόσο, το μικρόφωνο, πρόσεξε πως στην πρώτη σειρά κάτω από τη σκηνή, καθόντουσαν οι τελευταίοι επιζώντες της γενοκτονίας, «άνδρες και γυναίκες που στέκονταν περήφανοι και κρατούσαν μια σημαία και ένα χαρτόνι με το όνομα του τόπου από όπου προέρχονταν. Ονόματα που θύμιζαν έναν αρχαίο πολιτισμό που χάθηκε μες στη φωτιά και το αίμα πριν από ενενήντα χρόνια και η πραγματική ανάμνησή του διατηρούνταν σε εκείνα τα γηρασμένα πρόσωπα με τα βαριά βλέφαρα και το κουρασμένο βλέμμα», θυμάται ακόμα η Αρσλάν.
Κοιτώντας τους, ξέχασε αυτά που ήθελε να πει, «έβλεπα μόνον εκείνους και σε εκείνους μιλούσα, μεταδίδοντας το συναίσθημα που με είχε καταβάλει και την ανάγκη να τους αγκαλιάσω». Επίσπευσε, οπότε, την ομιλία της και με το που κατέβηκε από τη σκηνή, άρχισε να τους χαιρετά και να συνομιλεί μαζί τους έως τη στιγμή που έφτασε στον τελευταίο και τον πιο ηλικιωμένο, έναν άνδρα που καταγόταν από το χωριό του παππού της. Ο οποίος όχι μόνον αρνήθηκε να της δώσει το χέρι, αλλά την κοίταξε βλοσυρά για να της πει: «Είμαι 98 ετών. Ημουν οκτώ όταν συνέβησαν όλα και θυμάμαι τα πάντα. Κάθε χρόνο με πηγαίνουν στην Ουάσινγκτον και κάποιο σημαντικό πρόσωπο μου λέει πως πρέπει να κάνω υπομονή, πως δεν έχει έρθει ακόμα η στιγμή. Ποια είναι όμως η στιγμή για δικαιοσύνη; Πόσο νομίζουν ότι μπορώ ακόμα να αντιστέκομαι; Δεν θα μπορώ να περιμένω ακόμα για πολύ…».
Η Αρσλάν κάνει λόγο για έναν «διαβολικό μηχανισμό» ο οποίος έλιωσε το αρμενικό έθνος. Γιατί μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, με τη συνενοχή των νικητών του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, «εξαφανίστηκε ακόμα και η λέξη “Αρμένιοι”» και χάθηκαν οι εκατοντάδες μαρτυρίες που είχαν εκδοθεί από το 1915 έως το 1921, καταστράφηκαν τα διάσπαρτα σε όλη την Μικρά Ασία μνημεία, άλλαξαν τα ονόματα των τόπων.
Από τότε και επί πολλές δεκαετίες «οι σκιές του χαμένου λαού περιφέρονταν στην ιστορική Αρμενία μάταια, κανένας δεν τους έβλεπε». Το βάρος, οπότε, για την αποκατάσταση της μνήμης των επιζώντων αλλά και των νεκρών της γενοκτονίας έπεσε στους ώμους των απογόνων τους.
«Βήμα βήμα η πραγματικότητα της μικρής Αρμενίας του Καυκάσου, η οποία επέστρεψε ανεξάρτητη μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, επιβλήθηκε ως ένα αφήγημα μεταξύ όλων των άλλων, και άρχισε να γίνεται λόγος ξανά για τη γενοκτονία», όρο τον οποίο συνέθεσε – μας υπενθυμίζει η Αρσλάν – το 1944 ο πολωνοεβραίος δικηγόρος και ακαδημαϊκός Ραφαέλ Λέμκιν, έχοντας στο νου του πρώτα τους Αρμένιους (όπως αποκάλυψε ο ίδιος κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης) και μετά τους Εβραίους.
Η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα την γενοκτονία των Αρμενίων ήταν η Ουρουγουάη, τον Απρίλιο του 1965. Από τότε τα κοινοβούλια δεκάδων χωρών προέβησαν επίσης στην αναγνώριση της, ενώ την περασμένη Τρίτη ήρθε και η σειρά των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πρόκειται, όμως, για μια κίνηση που δεν έχει πρακτικές συνέπειες, για μια ενέργεια συμβολική που αποσκοπεί στη διάδοση μιας «ιστορικής αλήθειας» αλλά και στο να «βοηθήσει τον τουρκικό λαό να αντιμετωπίσει επιτέλους αυτόν τον τεράστιο “σκελετό στη ντουλάπα” που δηλητηριάζει τη χώρα και του στερεί την ίδια του τη μνήμη, όπως έγραψε πολύ εύστοχα ο Χασάν Τζεμάλ», καταλήγει η Αρσλάν, επικαλούμενη τα λόγια του τούρκου αρθρογράφου και συγγραφέα αλλά και εγγονού του διαβόητου Αχμέτ Τζεμάλ Πασά, ενός εκ των πρωτεργατών της γενοκτονίας των Αρμενίων.