Η σύρραξη των τελευταίων ημερών στη Γάζα και στο Ισραήλ υπενθύμισε σε όλους όσοι το είχαν ξεχάσει πόσο εύκολα μπορεί το Παλαιστινιακό να ταράξει τη φαινομενική ηρεμία και να βυθίσει ξανά την περιοχή στο αίμα και τη βία.
Πέρα από τις προφανείς επιπτώσεις στο Ισραήλ και στις περιοχές της Παλαιστινιακής Αρχής (Γάζα, Δυτική Όχθη, Ανατολική Ιερουσαλήμ), οι νέες συγκρούσεις ενέπλεξαν αρχικά τα φυσικά εχθρικά καθεστώτα κατά του Τελ Αβίβ, όπως η Συρία και ο Λίβανος (αν ο τελευταίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως κράτος, ιδιαίτερα σε αυτή τη φάση), το έδαφος των οποίων είναι βάση για επιθέσεις κατά του βόρειου Ισραήλ.
Στην Ιορδανία οι αντιϊσραηλινές διαδηλώσεις ήταν μαζικές, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να καλέσει τον επιτετραμμένο του Ισραήλ στο Αμμάν προκειμένου να διαμαρτυρηθεί για τη βία κατά μουσουλμάνων πιστών στο τέμενος του Αλ Ακσά στην Ιερουσαλήμ, ενώ η κατάσταση στα σύνορα είναι προβληματική, λόγω των απαιτήσεων να ανοίξουν ώστε η χώρα να δεχθεί κι άλλους παλαιστίνιους πρόσφυγες.
Η Αίγυπτος άνοιξε γραμμή βοήθειας προς τους Παλαιστίνιους, στέλνοντας ιατρική βοήθεια, καύσιμα και διαθέτοντας νοσοκομεία για τους τραυματίες από τα ισραηλινά χτυπήματα στη Γάζα, ενώ προσπάθησε να μεσολαβήσει για κατάπαυση του πυρός αρκετές φορές, ανάμεσα στη Χαμάς και τον ηγέτη της Ισμαήλ Χανίγια και το Ισραήλ. Επιχειρεί, επίσης, να ηγηθεί μιας κίνησης από τον Αραβικό Σύνδεσμο που, κατά πάσα πιθανότητα, θα καταλήξει σε κάποια καταδικαστική ανακοίνωση για το Ισραήλ και συμπαράσταση στους Παλαιστινίους. Για λόγους που συνδέονται με τα σκληρά συμφέροντα της Αιγύπτου και της Ιορδανίας, το Παλαιστινιακό —το «Κυπριακό», δηλαδή, των Αράβων—, μπορεί να περιμένει για κάποια ακόμα χρόνια. Επιπλέον, το γεγονός ότι η Χαμάς και η Ισλαμική Τζιχάντ, οι δύο βασικές οργανώσεις που εδρεύουν στη Γάζα, χρηματοδοτούνται από το Ιράν και υποστηρίζονται από τη Τουρκία, δημιουργεί ιδιαίτερες ανησυχίες και στους άραβες ηγέτες.
Ανάλογα αντανακλαστικά επιδεικνύουν και κάποιες από τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου. Ενώ όσο μετακινούμαστε δυτικότερα, προς τη Τυνησία και την Αλγερία, η ανάγκη διατήρησης ισορροπιών μειώνεται. Στην Αίγυπτο οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι κατόρθωσαν να πάρουν την εξουσία προσωρινά, έως ότου ο Στρατός, φρουρός του συστήματος εξουσίας, επανέφερε την κατάσταση στην γνώριμη ομαλότητα. Πριν λίγους μήνες ο βασιλιάς της Ιορδανίας λίγο έλειψε να εκθρονιστεί από μια απόπειρα πραξικοπήματος που δεν πρόφτασε να εκδηλωθεί. Χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σαουδική Αραβία κυβερνώνται από σταθερά καθεστώτα, ωστόσο είναι σαφές ότι η συνεργασία με το Ισραήλ ενοχλεί την κοινή γνώμη.
Απαντες οι ηγέτες τους έχουν την πίστη ότι το καθεστώς μπορεί να διαιωνισθεί, παρά τις αντιδράσεις. Αντιθέτως, ο Ταγίπ Ερντογάν επενδύει στην αστάθεια, στοχεύει στην πολιτική ανωμαλία και ευελπιστεί ότι μέσω του Παλαιστινιακού μπορεί να υπονομεύσει τους εχθρούς του, να παρουσιαστεί ως ο μόνος πραγματικός ηγέτης του Ισλάμ και με αυτό τον τρόπο να επεκτείνει ξανά τη τραυματισμένη επιρροή του στο εσωτερικό της Τουρκίας.
Ωστόσο το πρόβλημα δεν περιορίζεται στην Τουρκία, η οποία αποτελεί την προφανή προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Το πραγματικό πρόβλημα είναι η διαφαινόμενη επέκταση του ριζοσπαστικού ισλαμισμού στις πλατιές, πτωχές μάζες των αραβικών χωρών.
Η Ελλάδα, πέρα από το Ισραήλ, έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια, συμπληρωματικά σε σημαντικό βαθμό με τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» και ως η χώρα της ΕΕ που βρίσκεται εγγύτερα στη Μέση Ανατολή, συνεργασίες και συμμαχίες με αρκετά απ’ όλα αυτά τα καθεστώτα (Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία). Σε όλες τις περιπτώσεις η Ελλάδα και οι κυβερνήσεις με τις οποίες συνεργάζεται δεν προτάσσουν, βεβαίως, την φυλετική ή θρησκευτική ομοιογένεια, αλλά τα συμφέροντα. Η ανακοίνωση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών για την κατάσταση στη Γάζα περιείχε όλα τα στοιχεία των ίσων αποστάσεων που πρέπει να έχει μια ισορροπημένη αντίδραση. Αναγνωρίζει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας του Ισραήλ, θέτει όμως και το ζήτημα προστασίας των αμάχων, ενώ υπενθυμίζει την ξεχασμένη από τον κόσμο λύση των δύο κρατών στην περιοχή.
Ως αυτή τη στιγμή το διπλωματικό άνοιγμα στον αραβικό κόσμο έχει προσφέρει στην Ελλάδα ορισμένα απτά αποτελέσματα. Η συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου αποτελεί ίσως το πλέον σημαντικό κέρδος, καθώς ακύρωσε στην πράξη το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Η συνεργασία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχει δημιουργήσει καταρχάς μια συμφωνία αμοιβαίας συνδρομής με ό,τι αυτό συνεπάγεται, αλλά και τη ρευστότητα που λείπει στην Αθήνα, ώστε να ανοιχθεί σε σημαντικές επενδύσεις μέσα και έξω από την Ελλάδα. Ανάλογες ελπίδες υπάρχουν και για τη Σαουδική Αραβία.
Πέρα από τις δημόσιες εκδηλώσεις ενθουσιασμού γι’ αυτές τις συμφωνίες, τις κατά καιρούς δηλώσεις για «παραδοσιακές σχέσεις» του ελληνικού με τον αραβικό κόσμο (που δεν είναι άλλο παρά ρητορικό κατάλοιπα από μια εποχή που δεν υπάρχει πια), οι αναταράξεις στη Μέση Ανατολή αποτελούν απλά σημάδια του πού μπορεί να οδηγηθεί η νέα «ανατολική» πολιτική της Αθήνας. Τίποτε δεν είναι βέβαιο και, κυρίως, τίποτε δεν είναι μόνιμο.