Παρότι διανύει την όγδοη δεκαετία της ζωής της, η Φανί Αρντάν εξακολουθεί να είναι ακόμη η «αρχόντισσα των αχαλίνωτων παθών», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Αριάνα Φίνος της La Repubblica. Στην ταινία «Les jeunes amants» της Καρίν Ταρντιέ, η 72χρονη γαλλίδα ηθοποιός υποδύεται τη «Σονά», μία 70χρονη συνταξιούχο αρχιτεκτόνισσα, η οποία, παρότι παραμένει ανεξάρτητη και δυναμική, θεωρεί πως βαδίζει προς τη δύση της ζωής της και για αυτό έχει εγκαταλείψει την ερωτική ζωή. Εως την ημέρα που θα συναντήσει τον Πιέρ, έναν 45χρονο γιατρό και παλιό εραστή της, ο οποίος είναι επίσης ευτυχισμένος σύζυγος και πατέρας. Ωστόσο αδυνατεί να αντισταθεί στη γοητεία της.
Συνομιλώντας με την ιταλίδα δημοσιογράφο με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Κυριακή στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ρώμης (Festa di Roma) η Φανί Αρντάν σχολίασε καταρχάς το γεγονός πως αρχικά δεν ήθελε να παίξει στην ταινία. «Διάβασα το σενάριο μονομιάς για να καταλάβω πώς τελειώνει η ιστορία για εκείνην, για τον άνδρα, την κόρη, τη φίλη. Συναντήθηκα με την Καρίν για να της πω “ωραίο, αλλά όχι για μένα”. Είχα τους ίδιους φόβους με την πρωταγωνίστρια όσον αφορά τις σκηνές σεξ», εξήγησε.
Ερωτηθείσα τι ακριβώς φοβόταν, δεν δίστασε να απαντήσει «το σώμα μου, το οποίο δεν το αγαπούσα όταν ήμουν νέα και σήμερα (το αγαπώ) ακόμη λιγότερο. Και ότι στο φιλμ ενυπήρχε κάτι το ηδονοβλεπτικό. Αλλά οι σκηνές σεξ κυρίως υποδηλώνονται, δεν είναι μια ταινία για τα σώματα, αλλά για τα συναισθήματα. Ο χαρακτήρας μου παρουσιάζεται ως μία ηλικιωμένη γυναίκα που έχει έναν εραστή νεότερό της και αυτό μου αρέσει. Μου αρέσουν επίσης η ελευθερία και η αυθάδεια στη ζωή. Η κοινωνία διαδραματίζει κάποιο ρόλο στην επιλογή των γυναικών να αρνούνται τις επιθυμίες τους. Αλλά οι ελευθερίες πρέπει να λαμβάνονται, όχι να χορηγούνται. Ο έρωτας είναι θάρρος», υποστήριξε.
Σημειώνοντας η Αριάνα Φίνος πως οι κοινωνίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν «χλευαστικά» τη σχέση μιας γυναίκας με έναν αισθητά μικρότερό της άνδρα, ανέφερε πως στην ταινία, όταν η σύζυγος του εραστή της ανακαλύπτει τη σχέση τους, γελάει, δηλώνοντας «δεν είναι δυνατόν. Αλλά αυτά τα πράγματα συμβαίνουν και κάποτε ήταν φυσιολογικά», επισήμανε η Αρντάν, υπενθυμίζοντας πως και οι γυναίκες του Μπαλζάκ, στις «Χαμένες ψευδαισθήσεις», για παράδειγμα, ήταν μεγαλύτερες από τους εραστές τους, και η Μαργκερίτ Ντυράς είχε συνδεθεί ερωτικά με έναν άνδρα κατά πολύ νεότερό της.
«Ο έρωτας είναι πάντρεμα πνευμάτων, δεν είμαστε περιορισμένοι σε ένα σώμα. Αλλά υπάρχουν τα ταμπλόιντ, τα μίντια που παραπέμπουν πάντα στην οικονομική αξία της ομορφιάς και σε κάνουν να αισθάνεσαι ότι δεν έχεις ζήτηση. Η ζωή είναι κάτι άλλο, δεν υπάρχουν υπάρξεις κερδισμένες και χαμένες, μόνο με ή χωρίς αγάπη. Για αυτό κουραζόμαστε να μιλάμε για την εξουσία και το χρήμα ενώ η αγάπη παραμένει ζήτημα αιώνιο και μαγικό», πρόσθεσε.
Σχετικά με το ότι στην ταινία τα σημάδια του χρόνου είναι εμφανή στο πρόσωπό της, η ηθοποιός, που γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1949, ανέφερε ότι «το πρώτο που με ρώτησε η Καρίν ήταν “Φοβάστε να κινηματογραφηθείτε ως μία κυρία ηλικίας 70 χρόνων;”. Απάντησα όχι. Δεν θέλω να παλεύω με το αναπόφευκτο. Οσο περισσότερο κρύβεσαι πίσω από μια ψεύτικη ηλικία, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να γεράσεις».
Μίλησε επίσης και για τις αισθητικές επεμβάσεις που ουδέποτε έκανε. «Οι διορθώσεις στις οποίες προέβησαν μερικές συνάδελφοί μου δεν με έπεισαν. Και αυτό μία δικτατορία της κοινωνίας είναι, κληροδότημα του αμερικανικού πολιτισμού, η νιότη πάση θυσία που επιβάλλεται σε ηθοποιούς, υπαλλήλους, πωλήτριες. Τα γηρατειά είναι προθάλαμος του θανάτου, εάν δεν τα βιώσεις σωστά, είναι κρίμα, γιατί αποτελούν τον χρόνο που σου απομένει και εάν προσκολλάσαι σε επίπλαστα πράγματα, χάνεις και αυτόν», εξήγησε.
Μιλώντας για τη σχέση της με τους θεατές και τους θαυμαστές της, η Αρντάν εξήγησε πως οι ηθοποιοί «πορεύονται μέσα στο σκοτάδι, το φως είναι πάντα το κοινό που σε παρασύρει σαν κύμα. Είμαι ηθοποιός του θεάτρου, μου αρέσει να βρίσκομαι στη σκηνή, η άμεση επαφή με το κοινό, το να μην το απογοητεύω. Κατά τα άλλα δεν βλέπω τις φωτογραφίες, δεν διαβάζω τα ταμπλόιντ. Είναι ένας τρόπος αυτός να μην έχεις συναίσθηση, να διασχίζεις το δρόμο όπως τα σκυλιά οσμίζονται τις μυρωδιές. Είμαι μία ακοινώνητη γυναίκα. Τελικά για μένα η κοινωνία δεν είναι τόσο σημαντική. Εάν, αντιθέτως, μιλάμε για το κοινό, όταν το συναντώ, αισθάνομαι μεγάλη θαλπωρή, νιώθω να βυθίζομαι σε ένα μαγικό φως».
Οσον αφορά το μέλλον, η Αρντάν δήλωσε πως θα συνεχίσει να υποδύεται, έως την ημέρα που δεν θα θέλει πια να κάνει αυτό το επάγγελμα. Λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν σταματά να παίζει σε ταινίες (τρεις βρίσκονται ήδη στο στάδιο της μεταπαραγωγής) εκτός απροόπτου η ημέρα αυτή θα αργήσει να έρθει, εάν έρθει ποτέ. Εάν, όμως, συμβεί αυτό, ενδέχεται η Φανί Αρντάν να μετακομίσει στην Ιταλία. «Πάντα ονειρευόμουν να ανοίξω ένα μικρό κομμωτήριο στη Σικελία. Αλλά μου λένε πως πρέπει να παρακολουθήσω μαθήματα επί μία διετία…», είπε.