Ηταν μόλις 21 ετών όταν ένας Ιάπωνας «χονδρός, φαλακρός και απωθητικός» την έριξε στο κρεβάτι και αφότου την απείλησε με το σπαθί του, τη βίασε επί ώρες. Από εκείνη τη νύχτα και για τους επόμενους τρεις μήνες η νεαρή γυναίκα βιαζόταν νυχθημερόν από άνδρες των ιαπωνικών ενόπλων δυνάμεων. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γιαν Ο’Χερν, μια Ολλανδή κόρη ενός μηχανικού – γαιοκτήμονα της Ιάβας που τότε ανήκε στις Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες, κατέληξε αιχμάλωτη πολέμου μετά την εισβολή των Ιαπώνων στο νησί τον Μάρτιο του 1942.
Παρέμεινε κρατούμενη, μαζί με την μητέρα και τις δύο αδελφές της, επί τρεισήμισι χρόνια. Αλλά τον Φεβρουάριο του 1944 επελέγη, μαζί με άλλες εννέα συγκρατούμενές της ηλικίας από 17 έως 21 ετών, όλες τους παρθένες, για να καλύψουν τα κενά στους οίκους ανοχής της πόλης Σεμαράνγκ, εργαζόμενες ως «γυναίκες ανακούφισης» (comfort women) των αναγκών των ιαπώνων στρατιωτών. «Ημασταν θύματα βιασμού εν καιρώ πολέμου, στρατολογημένες και υποδουλωμένες στον Ιαπωνικό Αυτοκρατορικό Στρατό», είχε αναφέρει η ίδια το 1992 όταν έγινε η πρώτη γυναίκα με ευρωπαϊκή καταγωγή που μίλησε δημόσια για την κακοποίηση που υπέστη, τους καθημερινούς βιασμούς και ξυλοδαρμούς, ως κρατούμενη των Ιαπώνων.
Η Γιαν Ο’Χερν απεβίωσε την 19η του περασμένου Αυγούστου στην Αυστραλία, αναφέρουν οι New York Times, έπειτα από 96 χρόνια ζωής. Ηταν μία από τις λίγες Ευρωπαίες μεταξύ των περισσότερων από 200.000 γυναικών, από την κορεατική χερσόνησο στην πλειονότητά τους, που κατέληξαν να εργάζονται ως σκλάβες του σεξ κάτω από τον ιαπωνικό ζυγό. Αποφάσισε να αποκαλύψει δημόσια όλα όσα υπέστη όταν παρακολούθησε στην τηλεόραση μια εκπομπή αφιερωμένη σε τρεις γυναίκες από την Κορέα που είχαν ανάλογη μοίρα.
«Οι Ιάπωνες δεν θα άκουγαν τις γυναίκες από την Κορέα. Αλλά εάν άρχιζαν να μιλούν οι γυναίκες από την Ευρώπη, λέγοντας “μισό λεπτό, δεν κακοποιήσατε μόνον Ασιάτισσες, κακοποιήσατε και Ευρωπαίες, κορίτσια από την Ολλανδία επίσης”, ήμουν σίγουρη πως θα καθόντουσαν να μας ακούσουν, όπως και έγινε», είχε αναφέρει η ίδια τότε.
Εκατσε και έγραψε, οπότε, σε ένα τετράδιο τα βιώματά της το οποίο παρέδωσε στη συνέχεια σε μία από τις δύο κόρες της. Το 1994, δύο χρόνια μετά την αποκάλυψη του μαρτυρίου που έζησε, εκδόθηκε το «Πενήντα Χρόνια Σιωπής» (Fifty Years of Silence), ένα αυτοβιογραφικό έργο στις σελίδες του οποίου η Γιαν Ο’Χερν περιέγραψε λεπτομερώς όλα όσα υπέστη αλλά και το πώς η τραυματική αυτή εμπειρία τη σημάδεψε την υπόλοιπη ζωή της.
Η Γιαν Αλίντα Ο’Χερν γεννήθηκε στην Ιάβα την 18η Ιανουαρίου του 1923. Ο πατέρας της ήταν μηχανικός και ιδιοκτήτης μιας φυτείας ζαχαροκάλαμου ενώ η μητέρα της είχε αναλάβει, μαζί με μια οικιακή βοηθό, την ανατροφή των πέντε παιδιών τους. Μεγαλώνοντας στους κόλπους μιας καθολικής οικογένειας η Γιαν είχε αποφασίσει να απαρνηθεί τα εγκόσμια, να αφιερωθεί στον Θεό και να μονάσει.
Παρά τις απειλές κατά της ζωής της, όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο όπου κρατούνταν, αποκάλυψε στη μητέρα της όλα όσα έζησε στα χέρια των Ιαπώνων. To 1946 τα αποκάλυψε και στον άνθρωπο που επρόκειτο να παντρευτεί, έναν βρετανό στρατιώτη ονόματι Τομ Ραφ, ο οποίος έδειξε μεγάλη κατανόηση. Το 1960 το ζευγάρι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αδελαΐδα και η Γιαν Ο’Χερν κατάφερε να γίνει δασκάλα σε καθολικά δημοτικά σχολεία.
Λόγω της ανείπωτης κακοποίησης που υπέστη η Γιαν δεν μπόρεσε να απολαύσει ποτέ τον σαρκικό έρωτα. Είχε επίσης φοβερή απέχθεια για τα λουλούδια επειδή οι Ιάπωνες δεν τις αποκαλούσαν με τα πραγματικά ονόματά τους αλλά τις φώναζαν με ονόματα λουλουδιών ενώ φοβόταν το σκοτάδι αλλά και το ίδιο της κρεβάτι. Εντονη δυσφορία της προκαλούσαν και όλοι οι γιατροί γιατί ο γιατρός που την εξέταζε στον οίκο ανοχής, την βίαζε και εκείνος κάθε φορά που την επισκεπτόταν για να την εξετάσει, ενώπιον, μάλιστα, πλήθους άλλων ανδρών. Δεν μπορούσε επίσης να συλλάβει, λόγω των εσωτερικών κακώσεων που υπέστη από τους αλλεπάλληλους βιασμούς. Κατάφερε, ωστόσο, έπειτα από εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε, να αποκτήσει τελικά δύο κόρες και στη συνέχεια να γίνει γιαγιά και μετά από χρόνια και προγιαγιά.
Αφότου έγραψε για όλα όσα υπέφερε, η Ο’Χερν ξεκίνησε να μιλάει δημόσια για το μαρτύριό της. Η αρχή έγινε στο Τόκιο, κατά τη διάρκεια μιας ακρόασης για τα εγκλήματα πολέμου των Ιαπώνων, ενώ το 2007 εμφανίστηκε και στη Γερουσία των ΗΠΑ, τα μέλη της οποίας προέβησαν σε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας, ζητώντας από τους Ιάπωνες να αναγνωρίσουν τα εγκλήματά τους και να απολογηθούν.
Παρότι, ωστόσο, η Γιαν Ο’Χερν αφιέρωσε τη ζωή της στις γυναίκες- θύματα του Ιαπωνικού Αυτοκρατορικού Στρατού, δεν κατάφερε να επιτύχει τον στόχο της. «Αυτή η συγγνώμη δεν θα έρθει ποτέ για μένα. Είμαι πολύ μεγάλη», είχε δηλώσει η ίδια πέρυσι, μιλώντας σε εφημερίδα της Αυστραλίας. Ερωτώμενη γιατί δεν αναγνωρίστηκαν νωρίτερα τα πάνδεινα που υπέφερε η ίδια και τουλάχιστον ακόμα 200.000 γυναίκες, αρκέστηκε να δηλώσει με πικρία ότι πιθανώς αυτό οφείλεται στο γεγονός πως τα θύματα ήταν γυναίκες. «Το έχουμε ακούσει όλοι: αυτά παθαίνουν οι γυναίκες στους πολέμους. Ο βιασμός εντάσσεται στο πλαίσιο του πολέμου, ωσάν ο πόλεμος να τον καθιστά αποδεκτό».