Εμβολιάζονται πολιτικοί και ηγέτες κρατών (εσχάτως ήταν η σειρά του Μάριο Ντράγκι) και οι ειδικοί δεν σταματούν να νουθετούν τους πολίτες να πράξουν το ίδιο ούτως ώστε να παταχθεί ο κορονοïός, να πάψουν να νοσούν και να πεθαίνουν άνθρωποι και να επιστρέψουν οι κοινωνίες και οι οικονομίες σε μία κανονικότητα.
Το διακύβευμα είναι πραγματικά τεράστιο. Τελικά, ωστόσο, η πλειονότητα των ανθρώπων ερμηνεύει και αξιολογεί την κατάσταση μέσα από το πρίσμα του ατομικού συμφέροντος. Διερωτάται, οπότε, o καθένας κατά πόσο το εμβόλιο, στην προκειμένη περίπτωση, μπορεί να τον ωφελήσει ή να τον βλάψει.
«Γύρω από αυτές τις συναισθηματικές και νοητικές διεργασίες διαμορφώνεται η συναίνεση ή η εναντίωση όσον αφορά όλες τις δημόσιες στρατηγικές κατά του κορονοïού», υπενθυμίζει σε άρθρο του στην La Repubblica o Λουίτζι Μανκόνι. Γράφοντας για την «ελευθερία της υπακοής» ο ιταλός ακαδημαϊκός, πολιτικός και αρθρογράφος, επικαλείται τον Ναταλίνο Ιρτι, κορυφαίο νομικό με ειδίκευση στο Αστικό Δίκαιο, ο οποίος εξέδωσε πρόσφατα το «Viaggio tra gli obbedienti» (Ταξίδι μεταξύ των υπάκουων).
Πρόκειται για ένα είδος ημερολογίου της χρονιάς της πανδημίας στο οποίο ο συγγραφέας, αναλύοντας «τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους μοναστικούς κανόνες, τα υγειονομικά μέτρα και τις στρατιωτικές διαταγές» παραθέτει μία σειρά από επιχειρήματα για να απαντήσει σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο ατομικό ερώτημα: «γιατί να υπακούω;». Ο Ναταλίνο Ιρτι, δεν προσφέρει μία ξεκάθαρη απάντηση, επειδή «το ερώτημα γεννάται και παραμένει στο εσωτερικό της ατομικής συνείδησης», υποδεικνύει όμως ένα πλαίσιο.
Ο καθένας μπροστά στον αδιανόητο ιό, τείνει να αφεθεί σε όλους όσοι γνωρίζουν περισσότερα και έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν δράση κατά της απειλής. Συγχρόνως όμως, είναι αντιμέτωπος με τον πειρασμό της ανυπακοής.
Ειδικά όσον αφορά την Ιταλία αυτό το δίλημμα εκδηλώθηκε κατά τους προηγούμενους μήνες και εξακολουθεί να εκδηλώνεται ακόμη, ως έκφραση της ιδιαιτερότητας του εθνικού χαρακτήρα των Ιταλών, ο οποίος «ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ αυταπάρνησης και ατομιστικής απειθαρχίας, αισθήματος ευθύνης και αναρχικών διαθέσεων, κοινωνικής συνείδησης και χλευασμού των θεσμών». Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την Ελλάδα και τους Ελληνες, ο εθνικός χαρακτήρας των οποίων είναι εξίσου ιδιαίτερος.
Μπροστά στην κρίση της πανδημίας δείξαμε, όπως και οι Ιταλοί, ψυχραιμία και υπομονή απέναντι σε ανείπωτες δυσκολίες. Από την άλλη μεριά, όμως, παρατηρήθηκαν σημαντικότατες παρεκκλίσεις, με πλήθος ανθρώπων να απειθαρχεί και να αναζητά τρόπους παραβίασης των κανόνων.
Αλλά σε γενικές γραμμές η συντριπτική πλειονότητα και των Ιταλών και των Ελλήνων τήρησε τα μέτρα, ακόμη και όταν αυτά ήταν αντιφατικά ή παράλογα. Αυτό οφείλεται καταρχάς στο γεγονός πως «όλα τα κράτη, οποτεδήποτε και οποιασδήποτε μορφής, βασίζονται στην ανταλλαγή προστασίας με υπακοή. Το κράτος εγγυάται τη σωματική και ψυχική ασφάλεια των πολιτών και εκείνοι δεσμεύονται να τηρούν του κανόνες. Σε αυτήν την ανταλλαγή θεμελιώνεται η νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας, η υπόσταση των θεσμών και η σταθερότητα της κοινωνικής δομής», εξηγεί ο ιταλός αρθρογράφος.
Οι άνθρωποι αναγνωρίζουμε ότι ανήκουμε σε μία κοινότητα και αποδεχόμαστε τους θεσμούς και τους νόμους της με την προϋπόθεση ότι γνωρίζουμε πως είμαστε ασφαλείς. Εχοντας μεταβιβάσει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας στο κράτος, οι πολίτες αξιώνουν προστασία από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Εν τέλει, μπροστά στην όποια απειλή ζητάμε από το κράτος να μας προστατέψει, και γινόμαστε ακόμη πιο απαιτητικοί, όταν η όποια απειλή, είναι αδιανόητη και φονική, όπως είναι ο κορονοïός και η πανδημία του.
Αυτό συμβαίνει, σύμφωνα με τον ιταλό ειδικό, γιατί το διακύβευμα καθορίζεται από ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, οπότε η υπακοή σχετίζεται με τη ζωή καθαυτή: υπακούοντας στους όποιους κανόνες ανάγουμε τη ζωή σε δικαίωμα, εξηγεί. Σε αυτό το πλαίσιο η υπακοή αμφισβητεί τις αποκαλούμενες δύσκολες ή σκληρές επιλογές και «το να πλένουμε συνειδητά τα χέρια μας καθίσταται πράξη ευθύνης και, συγχρόνως, πράξη πολιτική».
Οι άνθρωποι επιλέγουν, οπότε, να υπακούν, αξιώνοντας την προστασία της ζωής εν γένει. Προϋπόθεση, ωστόσο, για να υπακούν οι πολίτες είναι η αναγνώριση και ο σεβασμός του δικαιώματος τους στην ενημέρωση. Οι αποφάσεις των κυβερνήσεων και των υπουργών και οι υποδείξεις των ειδικών, οι απαγορεύσεις και οι υποχρεώσεις, τα μέτρα και οι κανόνες και τα κλεισίματα «αποκτούν νόημα, τουλάχιστον ένα ελάχιστο νόημα, και παράγουν υπακοή, μόνον εάν συνοδεύονται από την κατάλληλη πληροφόρηση».
Η πληροφόρηση μπορεί κάλλιστα να επικριθεί και να αμφισβητηθεί, αλλά αποτελεί βασική προϋπόθεση κάθε αιτήματος για υπακοή και υπευθυνότητα. Μόνον έτσι θα μπορούσε ο καθένας «να ανακτήσει την ελευθερία της υπακοής, την ελευθερία της ακρόασης και της προσωπικής επιλογής», επισημαίνει στο βιβλίο του ο Ναταλίνο Ιρτι.