Την είδηση για τον θάνατο της Σάρα Γουέντινγκτον, η οποία πέθανε την Κυριακή, 26 Δεκμβρίου, σε ηλικία 76 ετών, ανήγγειλε στο Twitter η Σούζαν Χέις, παλιά φοιτήτρια της μαχητικής αμερικανίδας δικηγόρου και υποψήφια των Δημοκρατικών για τη θέση της υπουργού Γεωργίας του Τέξας. Και αμέσως άρχισαν online οι εκδηλώσεις σεβασμού και τα συλλυπητήρια για τη δικηγόρο, που κέρδισε την ιστορική υπόθεση «Roe v. Wade» («Ρόε εναντίον Γουέιντ»), θεμελιώνοντας στις ΗΠΑ το δικαίωμα στην άμβλωση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 1973, γράφει στον Guardian από τη Νέα Υόρκη η Μάγια Γιανγκ.
H Σάρα Γουέντινγκτον το 2014 στο Ρότσεστερ, της Νέας Υόρκης, στο ετήσιο γεύμα του Planned Parenthood of Central and Western New York (Facebook/ Sarah Weddington)Η Σάρα Γουέντινγκτον ήταν 26 ετών και δεν είχε ποτέ δικάσει κάποια υπόθεση όταν αυτή και η συνάδελφός της Λίντα Κόφι, εμφανίστηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ το 1971. Ο δικαστικός τους αγώνας κορυφώθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1973, όταν το δικαστήριο αποφάσισε -σε μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις στην Αμερικανική Ιστορία- ότι ένας νόμος της πολιτείας του Τέξας, που απαγόρευε τις αμβλώσεις εκτός από την περίπτωση να σώζεται η ζωή της γυναίκας, ήταν αντισυνταγματικός.
Σύμφωνα με άρθρο των New York Times, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Αμερικανοί είναι περισσότερο εξοικειωμένοι με την απόφαση της υπόθεσης Ρόε παρά με οποιαδήποτε άλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πράγμα που, ωστόσο, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Η συγκεκριμένη υπόθεση βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης εδώ και δεκαετίες και τώρα αντιμετωπίζει τη σοβαρότερη πρόκληση, καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο φαίνεται έτοιμο να επικυρώσει τον νόμο περί αμβλώσεων του Μισισιπή, ανατρέποντας ουσιαστικά το Ρόε.
Οι δικηγόροι Γουέντινγκτον και Κόφι είχαν αποφοιτήσει από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Οστιν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Σάρα Γουέντινγκτον είχε πολλές φίλες στο Οστιν που παρέπεμπαν φοιτήτριες και άλλες γυναίκες σε γιατρούς σε άλλες Πολιτείες, οι οποίοι έκαναν παράνομα αμβλώσεις, και σε άλλες χώρες όπου οι αμβλώσεις ήταν νόμιμες.
Κάποια στιγμή οι ακτιβίστριες ρώτησαν την Γουέντινγκτον αν υπήρχε περίπτωση να διωχθούν ως συνεργοί. Η νεαρή δικηγόρος απάντησε ότι δεν γνώριζε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι μόνες υποθέσεις, που είχε χειριστεί, ήταν διαζύγια, διαθήκες απόρων και μια υιοθεσία για τον θείο της. Αλλά ήταν πρόθυμη να ερευνήσει το θέμα δωρεάν, γράφει στους New York Times η Κάθριν Κ. Σίλι.
Η Σάρα Γουέντινγκτον τηλεφώνησε τότε στην Λίντα Κόφι, η οποία ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου στο Ντάλας και είχε περισσότερη εμπειρία, καθώς είχε εργαστεί για τη Σάρα Τ. Χιουζ, μια γνωστή ομοσπονδιακή δικαστή. Εκείνη την εποχή, πελάτισσα της Κόφι ήταν μια άστεγη έγκυος ονόματι Νόρμα ΜακΚόρβεϊ, η οποία ήθελε να κάνει έκτρωση. Τον Δεκέμβριο του 1969, η Κόφι έστειλε στην Γουέντινγκτον μια επιστολή ρωτώντας αν ήθελε να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να εκπροσωπήσουν μαζί την Νόρμα ΜακΚόρβεϊ σε μια αμφισβήτηση του νόμου του Τέξας, που απαγόρευε τις αμβλώσεις.
Λίγο αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1970, οι δυο νεαρές δικηγόροι συναντήθηκαν με την Λίντα ΜακΚόρβεϊ σε μια πιτσαρία στο Ντάλας και την έπεισαν να υπογράψει ως ανώνυμη ενάγουσα, Τζέιν Ρόε. Η Κόφι ετοίμασε τη νομική αναφορά, η οποία έγινε ομαδική προσφυγή κατά του εισαγγελέα της κομητείας του Ντάλας Χένρι Γουέιντ. Η υπόθεση έφθασε Ομοσπονδιακό Περιφερειακό Δικαστήριο όπου οι Κόφι και Γουέντιγκτον κέρδισαν τελικά την υπόθεση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο άκουσε για πρώτη φορά τις προσφυγές και τα προφορικά επιχειρήματα της Γουέντινγκτον στις 13 Δεκεμβρίου 1971. «Οσο αντιπαθούσε τη δημόσια σκηνή η Κόφι τόσο την απολάμβανε η Γουέντινγκτον», έγραψε το 2017 ο δημοσιογράφος Τζόσουα Πράγκερ σε άρθρο του στο Vanity Fair, στο οποίο περιγράφει αναλυτικά την υπόθεση Roe v. Wade, με αφορμή την ορκωμοσία του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που έγινε δύο ημέρες μετά την 44η επέτειο από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. «Επιπλέον, παρά τη ευφυΐα της, η Κόφι θα μπορούσε να δει τη φήμη της να αμαυρώνεται», πρόσθεσε ο Πράγκερ. Και η εμφάνιση έπαιζε επίσης τον δικό της ρόλο: «Ηταν νεότερη από εμένα», είχε πει η Κόφι για την Γουέντιγκτον. «Ηταν ξανθιά και γαλανομάτα».
Ο Τζέι Φλόιντ, ο οποίος εκπροσωπούσε το Τέξας, άνοιξε την επιχειρηματολογία του με το «χειρότερο αστείο στη νομική ιστορία», όπως το χαρακτήρισαν οι σχολιαστές: «Είναι ένα παλιό αστείο», είπε ο Τζει Φλόιντ στο δικαστήριο, «αλλά όταν ένας άντρας επιχειρηματολογεί εναντίον δύο όμορφων κυριών, όπως τώρα εδώ, αυτές θα έχουν τον τελευταίο λόγο».
Ωστόσο εκείνη την ημέρα μόνο επτά από τους εννέα δικαστές άκουσαν τα επιχειρήματα: οι δύο άλλοι είχαν συνταξιοδοτηθεί και δεν είχαν ακόμη αντικατασταθεί. Στη συνέχεια, οι δικαστές αποφάσισαν ότι η υπόθεση έπρεπε να επαναληφθεί ενώπιον της ολομέλειας. Στις 11 Οκτωβρίου 1972 ήταν όλοι παρόντες, οπότε η Γουέντινγκτον επέστρεψε και επιχειρηματολόγησε εκ νέου.
Με επτά ψήφους υπέρ και δύο κατά, οι δικαστές απεφάνθησαν ότι το Τέξας είχε παραβιάσει το συνταγματικό δικαίωμα της Ρόε στην ιδιωτικότητα, όπως περιγράφεται στην 1η, 4η, 9η και 14η Τροποποίηση. Η απόφαση είχε επαινεθεί ευρέως εκείνη την εποχή. Αλλά λίγα χρόνια αργότερα, με την άνοδο της θρησκευόμενης Δεξιάς, η άμβλωση εξελίχθηκε σε εκρηκτικό πολιτικό ζήτημα και παραμένει ένα από τα πιο διχαστικά στην αμερικανική κοινωνία, γράφει στους New York Times η Κάθριν Κ. Σίλι. Μάλιστα η Σάρα Γουέντινγκτον δεχόταν απειλές θανάτου και συχνά ταξίδευε με προσωπική ασφάλεια.
Η Σάρα Κάθριν Ραγκλ, όπως ήταν το πατρικό όνομα της Γουέντιγκτον, γεννήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 1945 στο Αμπιλιν του Τέξας. Ο πατέρας της, ο αιδεσιμότατος Χέρμπερτ Ντόιλ Ραγκλ, ήταν μεθοδιστής ιερέας και η μητέρα της, Λίνα Κάθρι Μόρισον Ραγκλ, δίδασκε Επιχειρηματικότητα σε κολέγια. Η Σάρα τέλειωσε το γυμνάσιο δύο χρόνια νωρίτερα και σε ηλικία 16 ετών άρχισε να σπουδάζει Αγγλικά στο McMurry College (τώρα McMurry University) από το οποίο αποφοίτησε με έπαινο το 1964 σε ηλικία 19 ετών.
Την ίδια χρονιά μπήκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας και πήρε το πτυχίο της το 1967. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους των σπουδών της έμεινε έγκυος και ταξίδεψαν με τον φίλο της και κατόπιν σύζυγό της Ρον Γουέντινγκτον στο Μεξικό για να κάνει άμβλωση. Οπως αποκάλυψε το 1992 στο βιβλίο της «A Question of Choice» η δική της έκτρωση ήταν ασφαλής, ωστόσο γνώριζε καλά τις ζοφερές εμπειρίες άλλων γυναικών.
«Κάποιες χτυπούσαν την κοιλιά τους ή πηδούσαν από σκάλες προσπαθώντας να προκαλέσουν έκτρωση», έγραψε στο Texas Monthly το 2003. «Αλλες έτρωγαν μείγματα χημικών και καθαριστικών προϊόντων».
Μαζί με τον σύζυγό της Ρον Γουέντινγκτον, ο οποίος ήταν επίσης δικηγόρος, ίδρυσαν δικηγορικό γραφείο στο Οστιν. Χώρισαν το 1974. Ο αδερφός της, Τζον Ραγκλ, είναι ο μόνος άμεσος επιζών συγγενής της.
Tο 1972, ενώ περίμενε να εκδοθεί η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου για την υπόθεση Ρόε εναντίον Γουέιντ, η Σάρα έθεσε υποψηφιότητα και κέρδισε μια θέση στη Βουλή του Τέξας. Με την Αν Ρίτσαρντς, τη μελλοντική κυβερνήτη της πολιτείας, ως μία από τις νομοθετικές βοηθούς της, προώθησε πολλά νομοσχέδια σχετικά με τα δικαιώματα των γυναικών, συμπεριλαμβανομένου ενός νομοσχεδίου, που αύξησε την παραγραφή στην καταγγελία βιασμού από δύο σε τρία χρόνια ενώ επίσης απαγόρευσε την ανάκριση ενός θύματος βιασμού για την προηγούμενη σεξουαλική της ζωή.
Το 1975, το Texas Monthly έγραψε ότι η Σάρα Γουέντινγκτον ήταν «το πιο σκληρά εργαζόμενο μέλος της Βουλής» και μια από τους δέκα καλύτερους νομοθέτες της πολιτείας του Τέξας. Ο συντάκτης του άρθρου σημείωνε ότι η Γουέντινγκτον είχε κερδίσει τον σεβασμό των συντηρητικών νομοθετών παλαιάς σχολής αλλά και ότι οι φεμινιστικές αρχές της μερικές φορές οδηγούσαν σε απελπιστικές διαμάχες.
Το 1977, μετά από δύο θητείες (και κάτι παραπάνω) στη Βουλή του Τέξας, η Γουέντινγκτον πήγε στην Ουάσιγκτον ως γενική σύμβουλος του Υπουργείου Γεωργίας. Από το 1978 έως το 1981, υπηρέτησε ως βοηθός για γυναικεία θέματα του Προέδρου Κάρτερ. Ο Τζίμι Κάρτερ εναντιώθηκε στην ομοσπονδιακή χρηματοδότηση για τις αμβλώσεις, την οποία υποστήριζε η Σάρα Γουέντινγκτον, αλλά η μαχητική δικηγόρος δήλωσε δημόσια ότι δεν σκόπευε να θίξει τις διαφορές τους.
Μερικές φεμινίστριες πίστευαν ότι είχε συμβιβαστεί, ανέφεραν οι New York Times το 1978. Αλλά τις ευχαρίστησε όταν έναν μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, έγινε ο ιθύνων νους του σχεδίου (και το πέτυχε) να εγκρίνει η Γερουσία την παράταση της προθεσμίας για να επικυρώσουν οι πολιτείες την Τροπολογία για τα Ισα Δικαιώματα.
Μετά την ήττα του Τζίμι Κάρτερ στις εκλογές του 1980, η Σάρα παρέμεινε στην Ουάσιγκτον και υπηρέτησε ως η πρώτη γυναίκα διευθύντρια του Γραφείου Κρατικών – Ομοσπονδιακών Σχέσεων του Τέξας. Επιστρέφοντας στο Τέξας το 1985, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Γυναικών του Τέξας και έγινε επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορίας και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου του Τέξας με αντικείμενο τις διακρίσεις με βάση το φύλο και την ηγεσία.