«Το καπέλο ανήκει σε μουσείο!», φωνάζει ο Ιντιάνα Τζόουνς στον άνθρωπο με το «καπέλο Παναμά», δημιουργώντας αμέσως την πιο αξέχαστη αρχαιολογική φράση όλων των εποχών.
Σαράντα χρόνια μετά την πρεμιέρα της, στις 12 Ιουνίου 1981, η ταινία «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού», εξακολουθεί να είναι αλησμόνητη και η σκιά του Ιντιάνα να πέφτει βαριά στο πεδίο της αρχαιολογίας.
Μετά από τρεις ταινίες τη δεκαετία του 1980, και μια τηλεοπτική σειρά prequel και μια τέταρτη ταινία που κυκλοφόρησε το 2008, η ερμηνεία του Χάρισον Φορντ στον ρόλο του Ιντιάνα Τζόουνς του Νεότερου συνδέθηκε ανεξίτηλα με την αμερικανική αρχαιολογία, γράφει η Κριστίνα Κιλγκρόουβ στο Smithsonianmag.
Παρά το γεγονός ότι αναφέρεται στη δεκαετία του 1930, ο «Ιντιάνα Τζόουνς και οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» ήταν ένα αφιέρωμα στα οικογενειακά σίριαλ της δεκαετίας του 1940, που έγινε κινηματογραφικό blockbuster της δεκαετίας του 1980, και εξακολουθεί να επηρεάζει τόσο τους επίδοξους όσο και τους βετεράνους αρχαιολόγους. Μάλιστα, ακόμα και τον 21ο αιώνα, αρκετοί ξεπερασμένοι μύθοι για την αρχαιολογική πρακτική έχουν αντέξει χάρη στο «φαινόμενο του Ιντιάνα Τζόουνς». Οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι, ωστόσο, πολλοί από τους οποίους έχουν σχέση αγάπης / μίσους με τις ταινίες, θα ήθελαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους, αποκαλύπτοντας την αλήθεια.
Μύθος 1: Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι είναι τραχείς και απότομοι όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς
Οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» αναφέρονται στη δεκαετία του 1930, «μια εποχή που το 99% των αρχαιολόγων ήταν λευκοί», λέει ο Μπιλ Γουάιτ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια. Η επιλογή του Χάρισον Φορντ για τον ρόλο ήταν σωστή για εκείνη την εποχή, όπως και η απεικόνιση του Ιντιάνα Τζόουνς ως προς τη «συμπεριφορά σε πολιτιστικό επίπεδο, γιατί έτσι φέρονταν τότε οι αρχαιολόγοι σε τοποθεσίες, γυναίκες και μη λευκούς ανθρώπους», σύμφωνα με τον Γουάιτ, ο οποίος συνεργάζεται με κοινότητες Αφροαμερικανών για ανασκαφές στον Τίμιο Σταυρό (St. Croix), μία από τις Παρθένες Νήσους των ΗΠΑ. Δείτε το trailer της ταινίας
Στον φανταστικό κόσμο των «Κυνηγών», προσθέτει ο αμερικανός αρχαιολόγος, ο Ιντιάνα Τζόουνς αγνόησε τις προφυλάξεις ασφαλείας, δεν άκουσε τις επιθυμίες των αυτοχθόνων και έσπασε κάθε είδους ηθική κατευθυντήρια γραμμή για τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η καταστροφή αρχαιολογικών χώρων αντί για τη συντήρησή τους.
Το πρόσωπο της αρχαιολογίας, όμως, σήμερα απομακρύνεται, αν και αργά, από εκείνους που μοιάζουν με τον Ιντιάνα Τζόουνς. Σε μια έρευνα του 2010 αξιολόγησης των μελών της Εταιρείας Αμερικανικής Αρχαιολογίας, το 84% ήταν Καυκάσιοι. Ωστόσο μια απλή αναζήτηση στο Google αποκαλύπτει δεκάδες λευκούς αρχαιολόγους που αποκαλούνται στερεοτυπικά «πραγματικοί Ιντιάνα Τζόουνς».
Ως προς το φύλο, πάντως, τα πράγματα έχουν εξελιχθεί πολύ πιο γρήγορα: «Η αρχαιολογία κυριαρχείται από λευκές γυναίκες», λέει η Αλεξάντρα Τζόουνς, ιδρύτρια της Archaeology in the Community, μιας ΜΚΟ στην περιοχή της Ουάσιγκτον DC, που επιδιώκει να αυξήσει την ευαισθητοποίηση της κοινότητας για την αρχαιολογία. Η Τζόουνς είναι Αφροαμερικανίδα και επισημαίνει πως παρά το γεγονός ότι η οργάνωσή της λειτουργεί πάνω από δέκα χρόνια, οι άνθρωποι ξαφνιάζονται όταν βλέπουν μια έγχρωμη στις εκδηλώσεις. Υπογραμμίζει ακόμη ότι την υποστηρίζουν γυναίκες και έγχρωμοι, που ενδυναμώνονται βλέποντας στην αρχαιολογία μια εκπρόσωπο των κοινοτήτων τους.
Μύθος 2: Οι αρχαιολόγοι εργάζονται κυρίως σε πανεπιστήμια και μουσεία
Στις ταινίες, ο Ιντιάνα Τζόουνς διδάσκει αρχαιολογία στο φανταστικό κολέγιο Μάρσαλ, και ο στενός συνεργάτης του, Μάρκους Μπρόντι, είναι επιμελητής σε ένα μουσείο και τον βοηθά στην οργάνωση και τη χρηματοδότηση των περιπετειών του. Αυτοί οι τίτλοι αντικατοπτρίζουν την αρχαιολογία στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά σήμερα, το 90% των αμερικανών αρχαιολόγων εργάζονται σε ένα ευρύ πεδίο γνωστό ως διαχείριση πολιτιστικών πόρων (CRM). Επίσης γνωστό ως διαχείριση της κληρονομιάς, το CRM ασχολείται με τη σχέση μεταξύ αρχαιολογίας και καθημερινής ζωής, ενώ σε ένα πιο γραφειοκρατικό επίπεδο, το CRM ασχολείται επίσης με τους κανονισμούς που διέπουν ιστορικά, αρχιτεκτονικά και αρχαιολογικά ενδιαφέροντα και τη διατήρηση της κληρονομιάς, στις ΗΠΑ.
Με γνώμονα τη νομοθεσία που ψηφίστηκε τη δεκαετία του 1970, ιδίως τον Νόμο περί Αρχαιολογικής και Ιστορικής Διατήρησης, το έργο του CRM μπορεί να γίνεται από ιδιωτικές εταιρείες, ομοσπονδιακές υπηρεσίες όπως η Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων ή αξιωματούχους διατήρησης που εργάζονται με κοινότητες αυτοχθόνων. Αντί να ακολουθούν χάρτες θησαυρών, να ψάχνουν για στοιχεία σε αρχαία κείμενα ή να σκάβουν σε μέρη όπου κανείς δεν τους θέλει, οι αρχαιολόγοι CRM συχνά δουλεύουν εκεί όπου άλλοι ήδη σκάβουν.
Ο Μπιλ Γουάιτ σημειώνει ότι ενώ ο Ιντιάνα Τζόουνς «δουλεύει βασικά μόνος του με μια μικρή υποστηρικτική ομάδα και η σχέση του με τους ντόπιους είναι εχθρική», ο σύγχρονος CRM αρχαιολόγος βασίζεται στη συνεργασία με την κοινότητα «για τον προσδιορισμό και την προστασία των πηγών από την καταστροφή».
Οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι είναι πολύ πιο πιθανό να λύσουν τοπικά μυστήρια, βοηθώντας στην αποκάλυψη κρυμμένων ιστοριών. Για παράδειγμα, με αφορμή τα φετινά 100 χρόνια από τη ρατσιστική σφαγή της Τάλσα, οι αρχαιολογικές προσπάθειες επικεντρώνονται στον εντοπισμό και την ανασκαφή μαζικών τάφων περίπου 300 μαύρων της Οκλαχόμα, οι οποίοι σκοτώθηκαν στις βίαιες ταραχές, που κατέστρεψαν τη γειτονιά Γκρίνγουντ της πόλης το 1921. Με αφορμή την επέτειο, η Oklahoma Archaeological Survey ξεκίνησε μια ανασκαφή, που αναμένεται να διαρκέσει μήνες, με την ελπίδα ότι «η έντιμη αναζήτηση της αλήθειας θα επουλώσει τα τραύματα της κοινότητας» και θα φέρει «δικαιοσύνη και συμφιλίωση στην Τάλσα», σύμφωνα με τον δήμαρχο της πόλης.
Η εργασία των αρχαιολόγων CRM, ωστόσο, είναι και γραφειοκρατική, πράγμα πολύ λιγότερο κινηματογραφικό. «Ορισμένοι αρχαιολόγοι δεν αναγνώριζαν καν ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν φυλές ακόμη τότε», λέει η Κάσι Ρίπι, αρχαιολόγος και αξιωματούχος της επιτροπής για την διατήρηση της φυλής των αυτόχθονων Ινδιάνων Κόκουιλ, οπότε «ο τρόπος με τον οποίο οι φυλές εμπλέκονται και δέχονται συμβουλές σήμερα είναι πολύ βελτιωμένος σε σύγκριση με τις ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς».
Οταν μια κοινότητα αποφασίζει να επενδύσει σε νέες υποδομές -αποχέτευση, αεροδρόμιο, οικιστική ανάπτυξη- οι αρχαιολόγοι διαδραματίζουν επίσης έναν ρόλο: «Οι περισσότεροι από εμάς γίναμε αρχαιολόγοι επειδή αγαπάμε τους ανθρώπους», λέει η Αναλίζα Χέπνερ, αρχαιολόγος στο Μουσείο Ανθρωπολογίας του Haffenreffer, και τονίζει ότι «Το έργο που κάνουμε για το παρελθόν μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία καλύτερης ζωής για μια κοινότητα και τους απογόνους της».
Μύθος 3: Η αρχαιολογία λαμβάνει χώρα κυρίως σε εξωτικά μέρη
Ο χάρτης με τα εξωτικά ταξίδια του Ιντιάνα Τζόουνς είναι ένα από τα εντυπωσιακά στοιχεία που χρησιμοποιεί ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στους «Κυνηγούς». Πρόκειται για ένα αποικιοκρατικό κινηματογραφικό ίχνος, το οποίο παραπέμπει στις περιπέτειες, που παρακολουθούσε ο σκηνοθέτης όταν ήταν παιδί.
Ωστόσο σήμερα οι αρχαιολόγοι δουλεύουν πολύ πιο κοντά στο σπίτι τους. Η αρχαιολογία, που βασίζεται στην κοινότητα βρίσκεται σε άνοδο στις ΗΠΑ, καθώς οι άνθρωποι αναγνωρίζουν ότι η κατανόηση του παρελθόντος ξεκινά από τις αυλές μας.
Ο Τέρι Π. Μπροκ, αρχαιολόγος στο Montpelier Foundation, χρησιμοποιεί την έρευνά του για να «ξετινάξει» τα ιστορικά αρχεία για τη ζωή στη φυτεία του Τζέιμς Μάντισον στη Βιρτζίνια, τέταρτου προέδρου των ΗΠΑ, που έμεινε στην ιστορία ως «Πατέρας του Συντάγματος». Η συνεργασία με την τοπική κοινότητα «προσδίδει αμέσως συνάφεια και σημασία στο έργο», λέει ο Μπροκ, «επειδή τα αντικείμενα που ανασκάπτουμε όλοι μαζί ανήκαν στους προγόνους τους και αποτελούν άμεσο σύνδεσμο της κοινότητας με τους ανθρώπους, που ήταν εκεί πριν από αυτούς».
Το πώς επέζησαν οι Αφροαμερικανοί, που ζούσαν στο Μονπελιέ της Βιρτζίνια, πώς αντιστάθηκαν και πώς έζησαν μέσα στα όρια της σκλαβιάς τους, η οποία προστατευόταν από το Σύνταγμα των ΗΠΑ (δημιούργημα του ίδιου του Μάντισον) είναι μερικές από τις κρίσιμες ερωτήσεις, που αντιμετωπίζει η ομάδα του Μπροκ: «Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο σημαντικό από το να καταλάβω πώς έφτασε το έθνος μας στο σημείο που βρισκόμαστε τώρα επειδή είναι δύσκολο να κάνουμε τα πράγματα καλύτερα αν δεν ξέρουμε τι πρέπει να διορθωθεί», λέει ο αμερικανός αρχαιολόγος.
«Οι απλοί άνθρωποι στο παρελθόν συχνά είναι υποσημειώσεις σε ιστορικά αρχεία», συμπληρώνει η Στέισι Καμπ, καθηγήτρια στο πολιτειακό πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και προσθέτει: «Η ιστορία ορισμένων ανθρώπων έχει διαγραφεί σκόπιμα ή παραμεληθεί επειδή ήταν μέλη ομάδων που ιστορικά περιθωριοποιήθηκαν ή υφίσταντο διακρίσεις».
Το τρέχον ερευνητικό πρόγραμμα της Καμπ διερευνά τη ζωή των ιαπωνομερικανών ανδρών σε ένα στρατόπεδο κράτησης στο Αϊνταχο κατά τη διάρκεια του Β ‘ Παγκοσμίου Πολέμου. Πέρα από την προπαγάνδα της αμερικανικής κυβέρνησης σχετικά με τα στρατόπεδα, η αρχαιολογία τη βοηθά να δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για την ιατρική περίθαλψη των ανδρών, τις καθημερινές τους δραστηριότητες και τη διατροφή τους.
Μύθος 4: Αυτό ανήκει σε μουσείο!
Μέχρι στιγμής, ο πιο ανθεκτικός αλλά και πιο προβληματικός μύθος από τις ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς είναι η ιδέα ότι όλα τα αρχαία και ιστορικά αντικείμενα ανήκουν σε ένα μουσείο. Αν και έχει δίκιο ότι οι ιδιώτες συλλέκτες συμβάλλουν σε λεηλασίες και άλλα εγκλήματα κληρονομιάς, «δεν υπάρχει ούτε ένα αντικείμενο που να ανήκει σε μουσείο», λέει η Χέπνερ. «Τα αντικείμενα ανήκουν στις κοινότητές τους», υποστηρίζει.
Η Χέπνερ είναι μία από τους πολλούς ανθρωπολόγους και επαγγελματίες των μουσείων, που συμμετέχουν συνεχώς σε συζητήσεις σχετικά με την αποαποικιοποίηση, τον επαναπατρισμό και την παρουσίαση συλλογών μουσείων. «Τα περισσότερα μουσεία δεν κάνουν αρκετά για να βοηθήσουν τους επισκέπτες να δουν τις επιρροές τους από την ποπ κουλτούρα», λέει, «Οταν μπαίνεις σε μια γκαλερί ή έναν εκθεσιακό χώρο και βλέπεις ένα αντικείμενο να φωτίζεται πάνω σε μια βάση, είναι σαν τον Ιντι τη στιγμή που πιάνει το κρυστάλλινο κρανίο».
Ακόμα και η χρήση του όρου «τεχνούργημα» για αντικείμενα συλλογών μουσείων δεν είναι ακριβής, σύμφωνα με τη Ρίπι καθώς «δημιουργεί το ψευδές αφήγημα ότι το αντικείμενο είναι πολύτιμο μόνο για την επιστημονική του αξία ή επειδή φαίνεται ωραίο», λέει. Αντίθετα, πρόκειται για «υπάρχοντα», όρος που επικεντρώνεται στη σχέση μεταξύ του αντικειμένου και της κοινότητάς του.
Ο Σβεν Χάκανσον, επιμελητής της ανθρωπολογίας των Αμερικανών Ιθαγενών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Πολιτισμού Burke στο Σιάτλ της Ουάσινγκτον, προτείνει τα μουσεία να ανατρέψουν τον ιστορικό τους ρόλο ως ιδιοκτήτες της πολιτιστικής κληρονομιάς άλλων και αντ’ αυτού να επαναφέρουν τη γνώση σε ένα ζωντανό πλαίσιο: «Είμαι ευγνώμων που τα έχουν φροντίσει, αλλά πρέπει να επιστρέψουμε τα υπάρχοντα και τη γνώση στις κοινότητες», λέει.
Τέλος, η ιδέα ότι ο αρχαιολόγος είναι κυνηγός θησαυρών είναι ανακριβής, και το να ξανασκεφτούμε το παραδοσιακό μουσείο και τις ανασκαφικές πρακτικές είναι ένα σημαντικό βήμα προς την απομόνωση της, γράφει στο Smithsonianmag η Κριστίνα Κιλγκρόουβ. Και συμπληρώνει ότι 40 χρόνια μετά την πρεμιέρα της πρώτης ταινίας του Ιντιάνα Τζόουνς, οι αρχαιολόγοι θεωρούν σημαντικό οι άνθρωποι να γνωρίζουν πώς έχει αλλάξει το πεδίο της επιστήμης τους, αλλά εξίσου σημαντικό να απολαμβάνουν τις ταινίες.
Ο Μπιλ Γουάιτ παραδέχεται ότι οι ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς τον έκαναν να θέλει να γίνει αρχαιολόγος όταν ήταν παιδί: «Αυτές οι ταινίες είναι μια απόδραση για πολλούς από εμάς, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιολόγων», λέει και συμπληρώνει, «Θέλω οι μη αρχαιολόγοι να γνωρίζουν ότι δεν είναι ακριβώς αυτό που είναι στην πραγματικότητα η αρχαιολογία, αλλά δεν θέλω να χάσουν την αξία τους ως ταινίες φαντασίας, δράσης και περιπέτειας».
Τι θα σκεφτόταν, άραγε, ο καθηγητής Ιντιάνα Τζόουνς για την αρχαιολογία εν έτει 2021; «Μου αρέσει να πιστεύω ότι ο Ιντι θα ήταν ενθουσιασμένος με το πώς έχει αναπτυχθεί το πεδίο», καταλήγει η Ρίπι, «Και ότι θα απογοητευόταν με κάποιους από τους τρόπους που δεν είχε».