Διάδρομος σε ελληνικό νοσοκομείο:
-Την άλλη φορά, που λες, είχα μπει μια μέρα πριν από την επέμβαση. Πώς να περάσει η ώρα, ήθελα να δω και κάτι σιριαλάκια που παρακολουθώ, περνάει αυτός με τις τηλεοράσεις. "Πόσο τις νοικιάζεις;", του λέω, "είκοσι ευρώ την εβδομάδα", λέει. Νοικιάζω μία, του δίνω το 'κοσάρι και φέρνει μια μικρή και τη βάζει εκεί απάνω.
-Κάνω την επέμβαση που λες, συνεχίζει η κυρά Λουίζα, κάθομαι άλλη μια μέρα και με παίρνουνε και με πάνε στο άλλο κτήριο, που είναι για την ανάρρωση. Να μου φέρεις την τηλεόραση λέω αυτουνού, ναι, ναι, μου λέει. Τίποτα. Καπνός. Α, τον κερατά λέω, δε θα τον πετύχω; Ένα μεσημέρι, που λες, τον βλέπω, περνάει απόξω στο διάδρομο. Βρε, του φωνάζω, έλα δω, που είναι η τηλεόραση; Δεν είπες θα μου τη φέρεις; Τώρα, αυτή, πάει, μου απαντάει. Τι πάει βρε; Δεν την πλήρωσα για μια εβδομάδα; Να τσακιστείς να μου φέρεις τηλεόραση, τόνε βάζω πόστα. Πάει, λοιπόν, τσουπ, τσουπ και μου τη φέρνει, τι νόμισες;
Επίτηδες τη χρεώνει εβδομάδα, της λέω, ξέρει ότι θα καθίσεις δυο τρεις μέρες, και έτσι, μετά, την ξανανοικιάζει. "Αμέ, λωποδύτης!", μου λέει η κυρά Λουίζα, καθισμένη στο κρεβάτι της, στο παραθαλάσσιο κρατικό νοσοκομείο.
"Απόδειξη για το εικοσάρικο σου έδωσε;", τη ρωτάω. "Αμέ, πώς!", μου απαντά.
Κίτρινη, χλωμή μπογιά στο δωμάτιο, όχι και ό,τι καλύτερο για να σου φτιάξει τη διάθεση όταν είσαι νοσηλευόμενος. Σαν εσωτερικό στρατοπέδου, ένα πράγμα. Αλλά εδώ βάφουν τα σχολεία με κάτι γκριζοπράσινα τσιμεντί χρώματα, λες και είναι κτήρια τιμωρίας και κακής διάθεσης, τι να κάνουν στα νοσοκομεία, γκραφίτι και εικαστικές παρεμβάσεις;
Το κατάντημα του Εθνικού Συστήματος Υγείας της χώρας θα αρκούσε από μόνο του για να αποκλείσει από τον δημόσιο βίο για πάντα, όλους όσοι χρημάτισαν υπουργοί Υγείας – με τους πρωθυπουργούς τους μαζί. Η μεταχείριση του ελληνικού κράτους στον άρρωστο πολίτη σε γεμίζει θλίψη.
"Η διπλανή κάνει επέμβαση σε άλλο γιατρό. Θέλετε κάτι γιατρέ;", τόνε ρωτήσανε. "Ε, ένα δωράκι θα το κάνετε", τους λέει αυτός, κατευθείαν, τρία κατοστάρικα του δώσανε, άμα έχει τρία χειρουργεία αυτός τη μέρα, δυο φορές την εβδομάδα που χειρουργεί, δε θα το βάλει το ταλιράκι, τον μήνα, στην τσεπούλα;
Τόσα χρόνια με αυτό το περιβόητο φακελάκι, σκέφτομαι, αυτή η χυδαιότατη υποκρισία γιατρών και υπουργείου Υγείας, ας το κάνουμε επιτέλους νόμιμο, βρε παιδί μου, να τελειώνουμε με αυτή την αηδία. Και, μάλιστα, να μπει και τιμοκατάλογος. Να ξέρει ο ασθενής πόσο θα του κοστίσει ο κάθε γιατρός, εκ των προτέρων. Και να κάνει την επιλογή του. Και, μάλιστα, να μπορεί να το πληρώσει και με δόσεις, με πιστωτική, άμα θέλει. Να ξέρεις, κύριε, το αυτί κοστίζει τρακόσια, το μάτι τετρακόσια, το πόδι πεντακό και, άμα πάμε για καρδιά, χιλιάρικο και βάλε. Να κάνεις τα κουμάντα σου. Και να μην είναι και στιγματισμένος ο ιατρός, και να ντρέπεται ο κακομοίρης και να βυθίζεται στις ενοχές και τις τύψεις που έκανε τον όρκο του Ιπποκράτη κουρέλι για να πάει ο γιόκας στο Κολέγιο και για μία Πόρσε αδειανή, για μια Ρωσίδα Ελένη.
Θυμάμαι που είχε βγει ένας Μητροπολίτης μια φορά και είχε βάλει τιμοκατάλογο στις εκκλησίες του και έλεγε, το κάθε μυστήριο πόσο κοστίζει. Καθαρά και ξάστερα. Και πέσανε οι ρεπόρτερ να τον φάνε και δώστου ειρωνία τα έντυπα και τα μάζεψε ο άνθρωπος. Κακό ήτανε, δηλαδή; Να ξέρεις τι σου γίνεται. Διότι στην εποχή μας, που αποταμίευση για ώρα ανάγκης δεν μπορείς να κάνεις πλέον, δεν θα ήταν πιο χρήσιμο αυτό; Και, ακολούθως, όποιος γιατρός φακελώνεται, να μην παίρνει μισθό καθόλου. Και όποιος δεν θέλει "δωράκι" να έχει τον μισθό του τον αξιοπρεπή, που θα τον παίρνει προσαυξημένο, καθότι το κράτος δεν θα πληρώνει τους φακελάκηδες.
Αλλά τι να λέμε τώρα, πότε είχαμε τον ρεαλισμό και τον χάσαμε; Και φακελάκι νόμιμο δεν έχει νοστιμάδα, αδερφέ. Ας είναι και αφορολόγητο, σου λέω εγώ. Αφού εξαιρέσαμε τις ιατρικές αποδείξεις από τη φορολογική μας δήλωση, άστους, μωρέ, τους γιατρούς, μην τους φορολογείς καθόλου, σάμπως βγαίνει και τίποτα; Τζάμπα τα τρεχάματα.
Από την άλλη, ας αφήσουνε τον κόσμο να παίρνει τα πουρμπουάρ του και να τσοντάρουνε από τα «μαύρα», λέω εγώ τώρα με το τρικυμιώδες μυαλό μου, ένα δέκα τα εκατό για τις ελλείψεις του νοσοκομείου. Ή να βάλουνε ένα παγκάρι που να γράφει: Ενισχύσατε την προμήθεια κουβερτών, ή ό,τι άλλο, του ιδρύματος. Να βάζει ο καθένας ό,τι μπορεί.
Μπαίνω στο ασανσέρ για την έξοδο. Οι πόρτες ανοίγουν, κάθονται λίγο κλειστές, ξανανοίγουν, σαν να σου λένε, "μήπως θέλεις να το ξανασκεφτείς και να φύγεις;" και ξανακλείνουν μια και καλή. "Και πριν από δυο χρόνια δεν είχε αυτό το μπλοκάρισμα;", ρωτάω έναν γιατρό. Πάλι καλά που λειτουργεί, μου απαντά.
Κοιτάζω το ταβάνι. Από τις έξι λάμπες, ανάβουν οι δύο. Γκρουυυ να ανεβαίνουμε στο ημίφως, όπως στο «Ασανσέρ για δολοφόνους».
"Άμα με φέρουν τα παιδιά από το χειρουργείο, εγώ θα είμαι λίγο ζαλισμένη από την αναισθησία, θα σου δώσω ένα εικοσαρικάκι να τους δώσεις από ένα δεκάρικο για ένα καφέ", μου λέει η κυρά Λουίζα.
"Να σε φέρω εγώ από το χειρουργείο, να κρατήσω το εικοσάρι;", της λέω και γελάμε. "Ο καφές είναι φτηνός εδώ, θα πιει ένα δίφραγκο και τα υπόλοιπα στην τσέπη", της λέω. "Δεν πειράζει, παιδιά είναι κι αυτά", μου λέει.
Αχ, παιδιά της Ελλάδας, παιδιά. Αχ!