Οταν πριν από μερικές ημέρες η σεξολόγος Τζιλ ΜακΝτέβιτ θέλησε να συμβάλει και αυτή (μέσω μιας ανάρτησής της στο Facebook) στις προσπάθειες των αρχών δεκάδων αμερικανικών πολιτειών και άλλων τόσων χωρών ανά την υφήλιο να πείσουν τους πολίτες τους για το πόσο απαραίτητη είναι η χρήση της μάσκας στη μάχη κατά του κορονοϊού, δεν είχε φανταστεί πως θα προξενούσε το ενδιαφέρον ΜΜΕ στις ΗΠΑ και τον Καναδά κυρίως.
Στην ανάρτησή της η κ. ΜακΝτέβιτ υποστηρίζει καταρχάς πως οι πλέον κατάλληλοι μεταξύ των επαγγελματιών της υγείας για να εξηγήσουν στους πολίτες την εξαιρετική σημασία της χρήσης μάσκας εν μέσω της πανδημίας που μαίνεται ανά την υφήλιο είναι οι σεξολόγοι.
Και υπενθυμίζοντας πως «δεν είναι η πρώτη φορά που καλούμαστε (οι σεξολόγοι) να πείσουμε τους ανθρώπους πως πρέπει να φορούν ένα κάλυμμα για την προστασία τους από έναν θανάσιμο ιό», παραθέτει «όλα όσα μάθαμε έπειτα από τέσσερις δεκαετίες ερευνών για τη χρήση των προφυλακτικών».
«Ηθελα μόνο να προσφέρω στον κόσμο ένα σύνολο από χρήσιμα εργαλεία, έναν νέο τρόπο σκέψης, ένα πλαίσιο εφαρμογής όλων όσα γνωρίζουμε για τη σεξουαλικότητα στην τρέχουσα κρίση», εξήγησε η ίδια, μιλώντας στον καναδικό τηλεοπτικό ειδησεογραφικό σταθμό Global News.
Η κ. ΜακΝτέβιτ επισημαίνει πως καταναγκαστικά οι πολίτες δεν πρόκειται να συμμορφωθούν, τουλάχιστον πλήρως και συνειδητά, με την εφαρμογή του μέτρου της χρήσης μάσκας. «Δεν μπορείτε να προσβάλλετε ή να επικρίνετε κάποιον επειδή δεν την φορά, ούτε να του δημιουργήσετε ενοχές. Είναι αναποτελεσματικό» και για τον λόγο αυτό η ίδια επιλέγει στο να δίνει το καλό παράδειγμα, φορώντας διαρκώς τη μάσκα της αλλά και συγχαίροντας όλους όσοι επίσης δεν την αμελούν να τη φορούν, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να τους εμψυχώσει για τη δύσκολη, όπως διαφαίνεται, συνέχεια.
Δεν χρησιμεύει επίσης σε τίποτα το να ψευδόμαστε πως η χρήση της μάσκας δεν είναι ενοχλητική, όπως ενοχλητική είναι και η χρήση του προφυλακτικού. Και σίγουρα δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε, δίχως ωστόσο να μας κυριεύει ο φόβος, όσον αφορά τις υψηλές πιθανότητες μετάδοσης του ιού δίχως τη χρήση μάσκας.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι έως ότου να αναπτυχθεί ένα εμβόλιο η ανθρωπότητα δεν πρόκειται να απαλλαγεί από τον κορονοϊό και κατ’ επέκταση ούτε από τις μάσκες, είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι όποιες αρμόδιες αρχές «να μάθουν στους ανθρώπους πώς να συμπεριφέρονται όταν συναντούν συνανθρώπους τους που δεν φορούν μάσκα και πώς να τους συνετίζουν».
Στο εν λόγω πλαίσιο για την καλύτερη ενημέρωση των πολιτών με στόχο τη συμμόρφωσή τους με το μέτρο είναι απαραίτητη η ανάπτυξη διαφορετικών στρατηγικών προσέγγισης των διάφορων κοινωνικών ομάδων καθώς δεν επιλέγουν για τους ίδιους λόγους να μην φορούν μάσκα ένας εικοσάχρονος και ένας εξηντάρης.
Σε επικοινωνιακό επίπεδο μεγάλη σημασία έχει επίσης το να μεταδίδουν το ίδιο ακριβώς μήνυμα όλοι όσοι εκφέρουν λόγο δημοσίως, είτε πρόκειται για δασκάλους, επαγγελματίες της υγείας ή κυβερνητικούς αξιωματούχους είτε για αστέρες του κινηματογράφου ή διάσημους αθλητές.
Φυσικά η κ. ΜακΝτέβιτ δεν παρέλειψε να επισημάνει πως για να γενικευθεί η χρήση μάσκας και να καταστεί ο κανόνας έως ότου να απαλλαγούμε από τον κορονοϊό, η διάθεσή τους πρέπει να είναι απρόσκοπτη και διαρκής με τις μάσκες να προσφέρονται δωρεάν ή σε πολύ χαμηλή τιμή και με ευθύνη της πολιτείας. Θετική επίδραση στην ψυχολογία όλων όσοι καλούνται να φορούν μάσκες εκτιμά πως έχουν και οι όποιες σχεδιαστικές και στιλιστικές βελτιώσεις.
Πρωτίστως, όμως, πρέπει να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από τον παγκόσμιο πληθυσμό πως η χρήση μάσκας, όπως και η χρήση προφυλακτικού, αποτελεί περισσότερο καθήκον – προς τον ίδιο μας τον εαυτό και προς τους συνανθρώπους μας – παρά επιλογή.
«Το ζήτημα αφορά τη δυνατότητα ιδεολογικής μετατόπισης των ανθρώπων από την ατομιστική θεώρηση των πραγμάτων σε μια συλλογική προοπτική υπέρ της δημόσιας υγείας», επισήμανε από την πλευρά της η Σαμάνθα Μπίτι, επίσης σεξολόγος που ζει και εργάζεται στο Τορόντο.