Στις 22 Νοεμβρίου 1968 οι Beatles κυκλοφόρησαν το ομώνυμο άλμπουμ που έμεινε στην ιστορία ως «White Album».
Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά, τα δυο εναπομείναντα μέλη των «Σκαθαριών», ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ και ο Ρίνγκο Σταρ, μαζί με τις οικογένειες των εκλιπόντων Τζον Λένον και Τζορτζ Χάρισον, επανακυκλοφόρησαν το Λευκό Άλμπουμ σε μια συλλεκτική, remastered έκδοση που περιλαμβάνει πλήθος ακυκλοφόρητων ηχογραφήσεων και demos τραγουδιών. Η Super Deluxe έκδοση περιλαμβάνει 6 CDS , ένα Blu-ray, ένα λεύκωμα 164 σελίδων με έγχρωμες φωτογραφίες των «Σκαθαριών», τους στίχους των τραγουδιών, αφίσες και άλλα, ενώ η Deluxe έκδοση έρχεται με 3 CDS ή 4 βινύλια.
Φυσικά, δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο για ένα άλμπουμ που, στην εποχή του δίχασε (κοινό και κριτικούς) και διχάστηκε το ίδιο από τις διαμάχες των τεσσάρων Σκαθαριών, με αποτέλεσμα σήμερα οι απόψεις να διίστανται: είναι κάποιοι που το θεωρούν ως το απόλυτο αριστούργημα τους, ένα πολυσυλλεκτικό κολάζ διαφορετικών μουσικών ρευμάτων (από πειραματική music concrete μέχρι… πρώιμο χέβι μέταλ) και επιρροών (από ανατολίτικη, μέχρι πεντατονία και… ska-reggae, το γνωστό “Ob-La-Di Ob-La-Da”).
Κι είναι και κάποιοι που το θεωρούν φλύαρο, τεμπέλικο, με πολλά τραγούδια-«γεμίσματα» και μια υπερβολικά μεγάλη διάρκεια –περί τα 90 λεπτά- που κάνει το όλο σύνολο να πλατειάζει χωρίς να μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον του επίδοξου ακροατή.
Ο,τι κι αν ισχύει από τα δυο, κυρίως και πρωταρχικώς το «Λευκό Αλμπουμ» είναι ένα αρχετυπικό αποκύημα της σκοτεινής και ταραχώδους εποχής του, ερχόμενο σε ευθεία αντίστιξη με τον προκάτοχο του, το πολύχρωμο και technicolor «Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band».
Σαν τις δυο όψεις του ιδίου μουσικού νομίσματος ή όπως το αρνητικό μιας φωτογραφίας, το «White Album» είναι το σέπια του «Sgt. Pepper»: όχι με ένα πολύχρωμο μαξιμαλιστικό εξώφυλλο, αλλά με ένα μινιμαλιστικό μονόχρωμο.
Οχι στιχουργικά χαρούμενο, αλλά νοηματικά πεσιμιστικό.
Οχι πηγμένο στα flower-power μανιφέστα και στο αίτημα για οικουμενική αγάπη, αλλά γεμάτο πολιτικές κραυγές για να βγούμε όλοι στους δρόμους για τον Μάη του ’68.
Οχι ηχογραφημένο με τα μέλη της μπάντας αγαπημένα, αλλά με τους τέσσερις Beatles να σφάζονται μεταξύ τους –την ίδια στιγμή που στους κόλπους του συγκροτήματος έχει εισβάλει ένας… ιαπωνικός ιός με την μορφή της Γιόκο Ονο που απειλεί να τινάξει τις όποιες ισορροπίες στον αέρα.
Και τέλος όχι με τον «πατρικό» αέρα του Μπράιαν Επστιν να κρέμεται προστατευτικά από πάνω τους, αλλά με τον μάνατζερ τους νεκρό από υπερβολική δόση χαπιών.
Το κλίμα ήταν τόσο τεταμένο, ώστε ακόμη και ο πιο χαβαλές όλων, ο ήρεμος και μειλίχιος Σταρ αποφάσισε απηυδισμένος να εγκαταλείψει το γκρουπ για λίγες εβδομάδες με αποτέλεσμα πολλά από τα τραγούδια του άλμπουμ, όπως το «Back In The USSR», να ηχογραφηθούν με τον ΜακΚάρτνεϊ σε ρόλο ντράμερ. Καθώς όμως ήταν ο πρώτος δίσκος των Beatles που κυκλοφόρησε από τη δική τους δισκογραφική εταιρεία Apple Records, ο καθένας γενικά έκανε ό,τι ήθελε.
Κι όντως έτσι συνέβη: ο καθένας απομονώθηκε σε ένα στούντιο κι έγραφε. Κι ηχογραφούσε. Έγραφε. Κι ηχογραφούσε σαν να μην υπήρχε αύριο. Και όντως δεν υπήρχε –αλλά τότε δεν το γνώριζαν.
Κι από όλο αυτό το χάος…. προέκυψε κάτι.
Καλό ή κακό, ήταν το ένατο άλμπουμ τους. Γεμάτο με σπουδαία, μέτρια αλλά και αδιάφορα τραγούδια –ποτέ όμως «κακά».
Κυκλοφόρησε ως The Beatles.
Έμεινε στην μουσική ιστορία ως «The White Album».
Και 15 μήνες μετά την κυκλοφορία του, το σπουδαιότερο και πλέον επιδραστικό συγκρότημα όλων των εποχών διαλύθηκε.