Ο Κίσινγκερ, πάντα και αναπόφευκτα ο Κίσινγκερ. Παρότι έχει συμπληρώσει σχεδόν 99 χρόνια ζωής, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ωσάν μάντης και αρχιερέας των διεθνών σχέσεων. Χάρη στον εξαιρετικό όσο και αμφιλεγόμενο συνδυασμό σκέψης και δράσης εξακολουθεί να αποτελεί αναγκαστικό σημείο αναφοράς ακόμη και για εκείνους που επιδιώκουν είτε να τον ξεπεράσουν είτε να τον αποδομήσουν.
Ο άνθρωπος που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο προσέφερε πολύτιμες νουθεσίες σε όλους τους αμερικανούς προέδρους, από τον Κένεντι και μετά, ακόμη και όταν δεν εκφέρει άποψη, είναι σαν να το κάνει, γιατί εντοπίζεται πάντα μια κάποια γνώμη ή δήλωση ή και ενέργειά του που καθίσταται εκ νέου επίκαιρη υπό το πρίσμα των όποιων εξελίξεων.
Στην προκειμένη περίπτωση οι εξελίξεις είναι τραγικές και αφορούν, φυσικά, την Ουκρανία. Στο πλαίσιο του πολέμου που διεξάγει η Ρωσία του Πούτιν, κυκλοφόρησε ή μάλλον επανακυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο ένα άρθρο του Κίσινγκερ που δημοσιεύτηκε στην Washington Post πριν από σχεδόν ακριβώς μία οκταετία, την 5η Μαρτίου του 2014. Πολλοί κάνουν λόγο για προφητεία, υποστηρίζοντας πως εάν η διεθνής κοινότητα είχε ακούσει τον κατεξοχήν εκπρόσωπο της πραγματιστικής προσέγγισης στις διεθνείς σχέσεις, η τραγωδία που εκτυλίσσεται σήμερα στην Ουκρανία θα είχε αποφευχθεί.
Στο άρθρο με τον τίτλο «To settle the Ukraine crisis, start at the end» (Για τη διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης, ας ξεκινήσουμε από το τέλος) ο Κίσινγκερ σχολίαζε τον αντίκτυπο της Εξέγερσης της Μαϊντάν που εκδηλώθηκε στα τέλη του Νοεμβρίου του 2013 και ολοκληρώθηκε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2014, με αφορμή την άρνηση του ουκρανού τότε προέδρου Γιανουκόβιτς να υπογράψει τη συμφωνία σύνδεσης της Ουκρανίας με την ΕΕ και την απόφασή του να συνάψει μια παρόμοια συμφωνία με τη Ρωσία. Συνοπτικά, ο Κίσινγκερ τασσόταν υπέρ της σύνδεσης της Ουκρανίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά κατά της ένταξής της στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας ότι η χώρα θα έπρεπε να «φινλανδοποιηθεί».
Ειδικά για την φινλανδοποίηση είχε γράψει τα εξής: «Η Ουκρανία πρέπει να είναι ελεύθερη να σχηματίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση συμβατή με την εκφρασμένη βούληση του λαού της. Σοφοί ουκρανοί ηγέτες θα επέλεγαν τότε μια πολιτική συμφιλίωσης μεταξύ των διαφόρων περιοχών της χώρας τους. Σε διεθνές επίπεδο θα πρέπει να ακολουθήσουν μια στάση παρόμοια με αυτή της Φινλανδίας. Αυτό το έθνος δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ισχυρή ανεξαρτησία του και συνεργάζεται με τη Δύση στους περισσότερους τομείς, αλλά αποφεύγει προσεκτικά να δημιουργήσει θεσμική εχθρότητα προς τη Ρωσία».
Υποστήριζε επίσης:
Οτι για να επιβιώσει και να ευημερήσει η Ουκρανία «δεν πρέπει να είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο της όποιας μίας πλευράς εναντίον της άλλης, πρέπει να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ τους».
Οτι η Ρωσία «πρέπει να αποδεχτεί ότι η προσπάθεια να εξαναγκάσει την Ουκρανία σε καθεστώς δορυφόρου και να επαναχαράξει με αυτόν τον τρόπο τα σύνορά της, θα καταδικάσει τη Μόσχα να επαναλάβει την ιστορία των αυτοεκπληρούμενων κύκλων αμοιβαίων πιέσεων με την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες».
Οτι η Δύση «πρέπει να καταλάβει ότι για τη Ρωσία η Ουκρανία δεν μπορεί ποτέ να είναι απλώς μια ξένη χώρα» λόγω των προαιώνιων ιστορικών και θρησκευτικών δεσμών που συνδέουν τις δύο χώρες.
Οτι η Ευρωπαϊκή Ενωση «πρέπει να αναγνωρίσει ότι η γραφειοκρατική της διόγκωση και η υποταγή της στρατηγικής σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής, όσον αφορά τη διαπραγμάτευση της σχέσης της Ουκρανίας με την Ευρώπη, συνέβαλαν στη μετατροπή της διαπραγμάτευσης σε κρίση».
Επιπρόσθετα, στο άρθρο του ο Κίσινγκερ προέβη σε άλλες δύο καίριες επισημάνσεις:
Οτι «η Ρωσία δεν θα ήταν σε θέση να επιβάλει μια στρατιωτική λύση, χωρίς να απομονωθεί» και ότι «για τη Δύση, η δαιμονοποίηση του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν είναι πολιτική. Είναι άλλοθι για την απουσία της πολιτικής της».
Διαβάζοντας εκ νέου σήμερα το άρθρο του Κίσινγκερ και εξαίροντας τη διορατικότητά του, αρκετοί πολιτικοί αναλυτές και διεθνολόγοι αναγνωρίζουν πως είχε δίκιο όταν προειδοποιούσε πως «η αντιμετώπιση της Ουκρανίας ως μέρος μιας αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης θα εξάλειφε για δεκαετίες κάθε προοπτική να καταλήξουν η Ρωσία και η Δύση —ιδιαίτερα η Ρωσία και η Ευρώπη— σε ένα διεθνές σύστημα συνεργασίας».
Δίκιο είχε ο Κίσινγκερ και γράφοντας πως ο Βλαντίμιρ Πούτιν «θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι, όποια και αν είναι τα παράπονά του, μια πολιτική στρατιωτικών επιβολών θα επέφερε έναν άλλο Ψυχρό Πόλεμο. Από την πλευρά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να αποφύγουν να αντιμετωπίζουν τη Ρωσία ως μια δύναμη με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά η οποία πρέπει να διδαχθεί υπομονετικά κανόνες συμπεριφοράς που θεσπίστηκαν από την Ουάσιγκτον. Ο Πούτιν έχει σοβαρή στρατηγική αντίληψη — στα πλαίσια πάντα της ρωσικής ιστορίας. Η κατανόηση των αξιών και της ψυχολογίας των ΗΠΑ δεν είναι τα δυνατά του σημεία. Ούτε η κατανόηση της ρωσικής ιστορίας και ψυχολογίας ήταν ένα δυνατό σημείο των υπευθύνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ».
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του και υποστηρίζοντας πως η Ουκρανία πρέπει να είναι ελεύθερη να επιλέγει τους οικονομικούς και πολιτικούς της εταίρους, να μην ενταχθεί στο ΝΑΤΟ αλλά και να φινλανδοποιηθεί, ο Κίσινγκερ σημείωσε πως επιδίωξη των εμπλεκόμενων πλευρών, δηλαδή της Δύσης, της Ουκρανίας και της Ρωσίας δεν πρέπει να είναι «η απόλυτη ικανοποίηση αλλά η ισορροπημένη δυσαρέσκεια. Εάν δεν επιτευχθεί κάποια λύση που βασίζεται σε αυτές ή σε παρόμοιες αρχές, η στροφή προς την αντιπαράθεση θα επιταχυνθεί», προειδοποιούσε το 2014.
Την άποψη του, τουλάχιστον όσον αφορά τις κύριες προϋποθέσεις για την εξεύρεση μιας λύσης, εξακολουθούν να ασπάζονται και να εκφράζουν αρκετοί και σήμερα, ωστόσο πλέον στην Ουκρανία μαίνεται ένας ολικός πόλεμος με ολοένα αυξανόμενη ένταση, αλλάζοντας μέρα με τη μέρα τα όποια δεδομένα. Αυτό που ενδεχομένως να ήταν εφικτό πριν από μία οκταετία, δυστυχώς πλέον μοιάζει ακατόρθωτο. Αλλά και αν ακόμη σε κάποιο βαθμό επιτευχθεί αυτό θα έχει γίνει πάνω στα ματοβαμμένα ερείπια μιας μεγάλης χώρας