Ψάχνετε για κάποιο αρχαίο κειμήλιο που έχει πέσει στα χέρια αρχαιοκαπήλων; Θα άξιζε τότε να το αναζητήσετε στο «μουσείο» που έχει φτιάξει ο βοηθός εισαγγελέα Μάθιου Μπογκντάνος στην Εισαγγελία του Μανχάταν με περισσότερα από 3.000 αντικείμενα, τα οποία κατασχέθηκαν από μουσεία, πινακοθήκες και χώρους δημοπρασιών, όπου είχαν καταλήξει μετά από ύποπτες διαδρομές. Κυνηγός λεηλατημένων αρχαιοτήτων, που καταλήγουν στη Νέα Υόρκη, ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα διακίνησης αρχαίων έργων τέχνης, ο Μπογκντάνος έχει δημιουργήσει μια δυναμική ομάδα 14 ατόμων που ερευνά συστηματικά αρχαιότητες με ύποπτο παρελθόν, με στόχο την επιστροφή τους στις χώρες από τις οποίες εκλάπησαν.
Οι ερευνητές του έχουν κατασχέσει μέχρι στιγμής τόσα πολλά εύθραυστα αντικείμενα –αγάλματα, γλυπτά, λείψανα αρχαίων πολιτισμών, τα περισσότερα ανεκτίμητης αξίας-, ώστε η φροντίδα τους είναι δουλειά πλήρους απασχόλησης: «Εχουμε γίνει όλοι πολύ καλοί στο πακετάρισμα», λέει στον Τομ Μάσμπεργκ των New York Times ο ελληνικής καταγωγής βοηθός εισαγγελέα, που ηγείται της ομάδας των ερευνητών. «Είναι άλλο πράγμα να πακετάρεις ένα άγαλμα, χάλκινο ή από ψαμμίτη, και άλλο ένα βάζο από την Απουλία 2.500 ετών παλιό, που έχει ήδη μια ρωγμή στο πλάι. Είναι απόλυτα αγχωτικό, κοιταζόμαστε μεταξύ μας και λέμε “χρειαζόμαστε κι άλλο πλαστικό συσκευασίας με φυσαλίδες και περισσότερες κουβέρτες”», αποκαλύπτει.
Η «Antiquities Trafficking Unit» («Μονάδα Παράνομης Διακίνησης Αρχαιοτήτων»), όπως είναι το επίσημο όνομα της ομάδας, η οποία δημιουργήθηκε το 2017, είναι μοναδική στο είδος της παγκοσμίως, καθώς αποτελείται από εισαγγελείς, ερευνητές ποινικών αδικημάτων και ειδικούς τέχνης, και έχει τη δυνατότητα να ελέγχει την αφρόκρεμα των αγοραπωλησιών έργων τέχνης της Νέας Υόρκης: ένα ευγενές κλαμπ με μέλη μουσεία, πανίσχυρους συλλέκτες και οίκους δημοπρασιών, που αγοράζουν και πωλούν κειμήλια από αρχαίους πολιτισμούς. Και ο άτεγκτος επικεφαλής της, Μάθιου Μπογκντάνος, έχει γίνει στις μέρες μας ο σταρ της διάσωσής τους.
Οι άνθρωποι, που ασχολούνται με το εμπόριο αρχαιοτήτων, στο Μανχάταν τουλάχιστον, περιβάλλονται από έναν αέρα φινέτσας, είναι εκλεπτυσμένοι. Οχι όμως ο Μάθιου Μπογκντάνος. Πρώην πεζοναύτης και ερασιτέχνης πυγμάχος μεσαίων βαρών, ο κύριος εισαγγελέας φροντίζει να οδηγεί τους αντιπάλους του «στη γωνία και να τους δίνει το τελειωτικό χτύπημα», λέει ο προπονητής του στο περιοδικό The Atlantic.
Οι μέθοδοί του έχουν προκαλέσει τρόμο στην αγορά αρχαιοτήτων της Νέας Υόρκης, αφού δεν έχει διστάσει να κάνει επιδρομές σε γκαλερί της λεωφόρου Park Avenue και στον οίκο δημοπρασιών Christie’s στο Rockefeller Center, να συλλάβει έναν έμπορο στο πεντάστερο Mark Hotel και να κατασχέσει αγάλματα στο επίσης πεντάστερο Pierre hotel. Την τελευταία δεκαετία, ο Μπογκντάνος και οι ερευνητές του έχουν κατασχέσει περισσότερες από 3.600 αρχαιότητες αξίας περίπου 200 εκατ. δολαρίων.
«Ευυπόληπτες γκαλερί που δραστηριοποιούνται εδώ και μερικές δεκαετίες δεν έχουν δει ποτέ ένα περιβάλλον σαν αυτό», είπε στον δημοσιογράφο του Atlantic ο Ντέιβιντ Σεν, δικηγόρος της αξιοσέβαστης γκαλερί Safani (και παρεμπιπτόντως, του πρώην προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στη δεύτερη δίκη παραπομπής του), ενώ κάποιος παραπονέθηκε στην εφημερίδα The Art Newspaper ότι «είναι σαν να σε χτυπούν ελεύθεροι σκοπευτές».
Μερικοί έμποροι έκλεισαν τις επιχειρήσεις τους. Μια έρευνα του 2019 διαπίστωσε ότι οι γκαλερί με αρχαία έργα τέχνης στο Μανχάταν μειώθηκαν από μια ντουζίνα που ήταν τις προηγούμενες δεκαετίες σε μόλις τρεις σήμερα. Αλλοι έμποροι συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται μέσω διαδικτύου ή κατόπιν ραντεβού αλλά σχεδόν κανένας δεν έχει γλυτώσει τις κλητεύσεις και τα εντάλματα έρευνας του Μπογκντάνος. Το 2016, εξάλλου, ο οίκος Sotheby’s διέκοψε τις δημοπρασίες αρχαιοτήτων στη Νέα Υόρκη περιορίζοντας τέτοιες πωλήσεις στο Λονδίνο.
Μια από τις πιο τρανταχτές επιχειρήσεις της ομάδας «Antiquities Trafficking Unit» αφορά το επίχρυσο φέρετρο του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης (The Met) που αναγκάστηκε να το επιστρέψει στην Αίγυπτο το 2019, όταν αποδείχτηκε ότι ήταν κλεμμένο. Ο Μπογκντάνος επικοινώνησε με έναν πληροφοριοδότη του, λαθρέμπορο στο Ντουμπάι και μέσα σε 24 ώρες είχε κάνει φύλλο και φτερό όλα τα emails, κείμενα και χειρόγραφες σημειώσεις κάθε υπαλλήλου του αξιοσέβαστου αμερικανικού μουσείου.
Αυτά που βρήκε «σόκαραν τη συνείδηση», λέει στον δημοσιογράφο του Atlantic Αριελ Σάμπαρ. Το φέρετρο που χρονολογείται από τον πρώτο π.Χ. αιώνα, είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία του Met έναντι τεσσάρων εκατομμυρίων δολαρίων από έναν γάλλο έμπορο τέχνης. Στο παρελθόν φιλοξενούσε τη μούμια του Νεντζεμάχν, ενός ιερέα της πτολεμαϊκής περιόδου, που είχε ζήσει πριν από περίπου δύο χιλιετίες. Μάλιστα οι αρχαιοκάπηλοι έβγαλαν τη μούμια τόσο βιαστικά, ώστε οι συντηρητές του μουσείου βρήκαν ένα οστό από δάχτυλο κολλημένο μέσα στο φέρετρο. Συνοδευόταν από τρεις διαφορετικές ιστορίες ιδιοκτησίας, αντικρουόμενες μεταξύ τους, συνδεόταν με τα ονόματα γνωστών διακινητών, και η άδεια εξαγωγής του από την Αίγυπτο ήταν πλαστή. Το μουσείο φέρεται να είχε διαγράψει τα emails κατόπιν αιτήματος του γάλλου ντίλερ και δεν δεχόταν να απαντήσει σε ερωτήσεις της Αιγύπτου.
Οι έρευνές του έχουν οδηγήσει επανειλημμένα τον βοηθό εισαγγελέα στην κομψή περιοχή του Απερ Ιστ Σάντ, των ευκατάστατων κατοίκων και των μεγάλων μουσείων, η οποία όμως βρίσκεται μακριά από τη δική του παλιά γειτονιά. Ο Μάθιου Μπογκντάνος μεγάλωσε στο Λόουερ Μανχάταν, ανάμεσα στα τραπέζια του εστιατορίου «Denos» (στην East 26th Street), που διατηρούσαν για περισσότερα από 14 χρόνια οι γονείς του, ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος και η γαλλίδα μητέρα του Κλερ, πριν μετακομίσουν στο Χόμποκεν του Νιου Τζέρσεϊ, το 1998. Και όπως ο δίδυμος αδελφός του Μαρκ, και οι μικρότεροι Κονσταντίν και Ντέιβιντ, όταν ήταν παιδί, ο Μάθιου δούλευε στην οικογενειακή επιχείρηση. Ο πατέρας του είχε γεννηθεί επίσης στη Νέα Υόρκη, όπου είχαν μεταναστεύσει από τη Λήμνο οι γονείς του Κούλα Στενού και Θωμάς Μπογδάνος, και ήταν εξαιρετικά υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του όπως και για το γεγονός ότι ήταν πρώην πεζοναύτης και είχε πολεμήσει στην Κορέα, από το 1951 μέχρι το 1953.
Όταν ο Μάθιου ήταν 12 ετών, η μητέρα του, που ήταν σερβιτόρα στο «Denos», του έδωσε να διαβάσει την Ιλιάδα για να τονώσει την υπερηφάνειά του για την ελληνική του καταγωγή. Και όταν οι γονείς του καυγάδιζαν –ενίοτε πολύ άγρια- το αγόρι κλεινόταν μέσα σε μια ντουλάπα και διάβαζε εμμονικά το έπος του Ομήρου, γοητευμένο από τον θυμό του Αχιλλέα και τον Τρωικό πόλεμο. Γιατί τον συγκίνησε τόσο πολύ; «Ολοι ενεργούσαν για την τιμή», απαντάει στο Atlantic.
Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Κολούμπια, ο Μπογκντάνος συνέχισε με ένα μεταπτυχιακό στις Κλασικές Σπουδές. Η διατριβή του ήταν μια ψυχοϊστορική μελέτη για το πώς ο Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε να αποκτήσει ενθουσιώδεις οπαδούς παρά το γεγονός ότι ήταν ένας αλκοολικός, που οι ωμότητές του στην Ασία πήραν διαστάσεις γενοκτονίας, με γονείς που μισούνταν μεταξύ τους. Εχει επίσης ένα μεταπτυχιακό στις Στρατηγικές Σπουδές από τη Σχολή Πολέμου των ΗΠΑ. Το 1977 (όπως και ο πατέρας του παλιότερα) κι ενώ ήταν πρωτοετής φοιτητής κατετάγη στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ, υπηρέτησε μάλιστα για τρία χρόνια σαν στρατιωτικός δικηγόρος στη βάση Camp Lejeune στη Βόρεια Καρολίνα, πριν παραιτηθεί το 1988 από την ενεργό δράση για να ενταχθεί στο Γραφείο της Εισαγγελίας του Μανχάταν και γίνει εισαγγελέας ανθρωποκτονιών.
Το 1995 σε ηλικία 39 ετών, παντρεύτηκε την 28χρονη δικηγόρο Κλόντια Τάτσμαν με την οποία απέκτησαν τέσσερα παιδιά, μάλιστα ένας από τους γιους τους, ο Μάικλ Μπογκντάνος, είναι επίσης αξιωματικός στο Σώμα Πεζοναυτών.
Η υπόθεση με την οποία έγινε γνωστός στην Αμερική ήταν η δίωξη του διάσημου ράπερ Sean «Puffy» Combs για πυροβολισμούς σε ένα nightclub. Οταν, όμως, το δικαστήριο έβγαλε αθωωτική απόφαση το θεώρησε προσωπική του αποτυχία και προσφέρθηκε να παραιτηθεί από την Εισαγγελία του Μανχάταν. Στη δίκη, που κράτησε δύο μήνες το 2001, όπως είχαν γράψει New York Times, καθώς διαβάζονταν οι ετυμηγορίες, ο Μπογδάνος είχε καθίσει σιωπηλός στο έδρανο της δίωξης, με τις 6.000 σελίδες των πρακτικών στοιβαγμένες μπροστά του στο τραπέζι. Ηταν μόνος, ένας μοναχικός πολεμιστής ενάντια σε έναν στρατό ισχυρών συνηγόρων υπεράσπισης. «Αλλά ώρες ώρες», ανέφερε η Daily News , «έμοιαζε περισσότερο με απειλητικό πίτμπουλ παρά με ήρωα που πολεμούσε τη σκοτεινή πλευρά».
Έξι μήνες αργότερα, στις 11 Σεπτεμβρίου 2001, ετοιμαζόταν να πάει στη δουλειά του, όταν μια έκρηξη έκανε τα παράθυρα του σπιτιού του να τρίξουν. Ενα τετράγωνο πιο μακριά, η πτήση 11 της American Airlines είχε μόλις συντριβεί στον Βόρειο Πύργο του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου.
Ο Μάθιου Μπογκντάνος ανακλήθηκε στην ενεργό υπηρεσία και ανέλαβε την αποστολή να βελτιώσει την ασφάλεια στο αεροδρόμιο της Καμπούλ. Γρήγορα κατάφερε εντοπίσει εκατοντάδες ηγέτες των Ταλιμπάν και της Αλ Κάιντα, μεταξύ άλλων 11 από τις 25 πιο καταζητούμενες προσωπικότητες στον Πόλεμο κατά της Τρομοκρατίας, δράση για την οποία του απονεμήθηκε ένα Χάλκινο Αστέρι. Σύμφωνα με την εύφημο μνεία, ο Μπογκντάνος κατάφερε να συγκεντρώσει έναν απίθανο αριθμό πληροφοριών «εκμεταλλευόμενος απροσδόκητες ευκαιρίες και βασιζόμενος στο προσωπικό του θάρρος συχνά με μεγάλο προσωπικό κίνδυνο». Το 2003 προήχθη σε συνταγματάρχη και διορίστηκε αναπληρωτής διευθυντής μιας αντιτρομοκρατικής ομάδας πρακτόρων από τις ένοπλες δυνάμεις, το FBI, τη CIA, το Υπουργείο Οικονομικών και άλλες υπηρεσίες, υπό την Κεντρική Διοίκηση των ΗΠΑ.
Η ομάδα είχε φύγει από δύο πόλεις-λιμάνια του νότιου Ιράκ τον Απρίλιο του 2003, όταν ένα σκάνδαλο ξέσπασε στα βόρεια της χώρας. Λίγες μέρες μετά την εισβολή των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, αρχαιοκάπηλοι λεηλάτησαν το Εθνικό Μουσείο του Ιράκ αποσπώντας 6000 πολύτιμα και μοναδικά αρχαία αντικείμενα. Το Πεντάγωνο ταράχτηκε επειδή απέτυχε να προστατεύσει το συγκρότημα, το οποίο φιλοξενούσε αναντικατάστατα αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Και ο Μπογκντάνος ένιωσε άθλια: «Ηταν σαν ένα χτύπημα στο σώμα μου. Αυτά τα πράγματα έχουν τεράστια σημασία», λέει στο Atlantic. Ζήτησε τότε από τους ανωτέρους του να χρησιμοποιήσει καμιά δεκαριά από τους πράκτορες της αντιτρομοκρατικής ομάδας για να ανακαλύψει πώς έγινε το πλιάτσικο στο μουσείο. «Είναι τρελή ιδέα», του είπε ο τότε διοικητής του. Ο Μπογκντάνος του υποσχέθηκε ότι η επιχείρηση θα διαρκούσε μόνο λίγες ημέρες και ο στρατηγός Ρενουάρ του έδωσε την άδεια, διατάζοντας ωστόσο τον πεζοναύτη του να μην σκοτωθεί και να μην σκοτώσει κανέναν άλλο. Ο συνταγματάρχης Μάθιου Μπογκντάνος κατάφερε να παρατείνει την αποστολή για αρκετούς μήνες και με έναν συνδυασμό ένοπλων επιδρομών και προσφορών αμνηστίας κατάφερε να ανακαλύψει χιλιάδες αρχαιότητες σε όλο τον Ιράκ.
Οταν επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Κλέφτες της Βαγδάτης» (έγραψε το βιβλίο μαζί με τον Γουίλιαμ Πάτρικ), τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ άλλων και με το Εθνικό Μετάλλιο Ανθρωπιστικών Σπουδών που του απένειμε ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους. Και το U.S. News & World Report έγραψε ότι «το βιογραφικό του συνταγματάρχη των Πεζοναυτών Μάθιου Μπογκντάνος θα έκανε τον Ιντιάνα Τζόουνς να ντρέπεται»… Ο ίδιος δε με αφορμή την έκδοση του βιβλίου του είχε πει παλιότερα στο Humanities ότι βλέπει την αρχαία ιστορία όχι σαν «λογοτεχνία» αλλά σαν «ταξιδιωτικό οδηγό ζωής».
Η στρατιωτική ηγεσία, εν τω μεταξύ, του κατέστησε σαφές ότι η αποστολή του για την προστασία των μουσείων της εμπόλεμης ζώνης είχε τελειώσει. Εκείνος, όμως, είχε άλλα σχέδια. Σε ομιλίες, συνεντεύξεις και άρθρα του υποστήριζε την ιδέα ότι οι ιρακινοί αντάρτες έκαναν εμπόριο αρχαιοτήτων ως κύρια πηγή εσόδων για να ενισχύσουν την τρομοκρατία. Σε ένα άρθρο των New York Times το 2005, ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγόρησε «ακαδημαϊκούς, εμπόρους τέχνης και συλλέκτες» ότι κλείνουν τα μάτια, τονίζοντας ότι με το παράνομο εμπόριο «υποστηρίζουν τους τρομοκράτες που σκοτώνουν τους στρατιώτες μας στο Ιράκ».
Ωστόσο, πέρσι μια μελέτη της Rand Corporation βρήκε ανεπαρκή στοιχεία για τον ισχυρισμό του (Υπάρχουν ισχυρότερες ενδείξεις οργανωμένης λεηλασίας στη Συρία από το Ισλαμικό Κράτος, αν και λίγα αντικείμενα φαίνεται να έχουν φτάσει σε μεγάλες αγορές). «Ποτέ δεν είπα και δεν θα πω ποτέ ότι όλο το λαθρεμπόριο αρχαιοτήτων χρηματοδοτεί την τρομοκρατία, αυτό θα ήταν παράλογο», είπε ο Μπογκντάνος σε μια από τις συνεντεύξεις του με τον Αριελ Σάμπαρ, και παραδέχτηκε ότι επικεντρώθηκε στην τρομοκρατία για να κρατήσει το ζήτημα των αρχαιοτήτων ζωντανό στις ειδήσεις, αφού το ενδιαφέρον για το Ιράκ είχε πια ατονήσει.
Επιστρέφοντας στο γραφείο του, στην Εισαγγελία του Μανχάταν, χρειάστηκε να περιμένει αρκετά χρόνια, μέχρι να συνταξιοδοτηθούν οι προϊστάμενοί του, για να φτιάξει την ομάδα, που θα ερευνούσε την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων. Οι ανώτεροί του το θεωρούσαν «αποκύημα της φαντασίας του», απορρίπτοντας κάθε αίτημά του για διεξαγωγή έρευνας. Ωστόσο ο Μπογκντάνος συνέχιζε απτόητος εκτός ωραρίου εργασίας να συναντάει εμπόρους έργων τέχνης και να δημιουργεί επαφές με την ελπίδα ότι μια μέρα τα πράγματα θα άλλαζαν. Οπερ και εγένετο το 2009, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο προϊστάμενός του εισαγγελέας Ρόμπερτ Μόργκενταου.
Δύο χρόνια αργότερα δέχτηκε την επίσκεψη του Μπρέντον Ιστερ, ενός ερευνητή στο γραφείο της Νέας Υόρκης του υπουργείου Εσωτερικής Ασφάλειας. Ο Ιστερ του είπε ότι ένας συλλέκτης έφερνε στην 40η Διεθνή Νομισματική Συνάντηση της Νέας Υόρκης ύποπτα νομίσματα αξίας εκατομμυρίων δολαρίων. Ο συλλέκτης ήταν ο Αρνολντ Πίτερ Βάις, χειρουργός, καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου Μπράουν, πρώην ταμίας της Αμερικανικής Νομισματικής Εταιρείας και μέλος τη επιτροπής συλλογών των Μουσείων Τέχνης του Χάρβαρντ. Ο Μπογκντάνος άρχισε αμέσως να επικοινωνεί με τις επαφές του. Ηταν παραμονές Χριστουγέννων και βρισκόταν στο εξοχικό της οικογένειάς του δίπλα στη λίμνη του Νιου Τζέρσεϊ, όταν του τηλεφώνησε ένας γνωστός του αξιωματικός από το Σώμα των Ιταλών Καραμπινιέρων και του έδωσε το κομματάκι που έλειπε από το παζλ των ερευνών του: τα νομίσματα ήταν εθνική ιδιοκτησία και η Ιταλία δεν είχε δώσει ποτέ άδεια για την εξαγωγή τους.
Σε συνεργασία με τον Ιστερ και με τη βοήθεια ενός πληροφοριοδότη, που εφοδιασμένος με ένα κρυφό μαγνητόφωνο συνάντησε τον Βάις σε μια πιτσαρία, παγίδευσαν τον συλλέκτη και πλέον είχαν ατράνταχτα στοιχεία εναντίον του. Ο Βάις συνελήφθη στο Waldorf Astoria και ομολόγησε την ενοχή του για τρία αδικήματα, σε μια παράδοξη ανατροπή της υπόθεσης, όμως, τα νομίσματα αποδείχτηκαν πλαστά. Οι κατηγορίες περιορίστηκαν σε απόπειρα εγκληματικής κατοχής κλεμμένης περιουσίας, και η εισαγγελία του Μανχάταν έδωσε τα πλαστά νομίσματα στο Ιδρυμα Σμιθσόνιαν για να εκπαιδεύσει ομοσπονδιακούς πράκτορες, ενώ επέστρεψε άλλα νομίσματα στην Ελλάδα.
Ο Βάις παραδέχτηκε ότι τα αντικείμενά του ήταν προϊόν λεηλασίας. Τι γίνεται όμως με έναν μεγάλο αριθμό εμπόρων και συλλεκτών, που δεν ήξεραν γιατί δεν ρώτησαν; Η εσκεμμένη άγνοια, «άμυνα στρουθοκαμηλισμού» όπως την χαρακτηρίζει ο Μπογκντάνος, είναι ενδημική στο εμπόριο αρχαιοτήτων. Για μεγάλο μέρος του 20 αιώνα, λίγοι Δυτικοί φρόντιζαν να ερευνήσουν προσεκτικά, πώς είχε απομακρυνθεί μια αρχαιότητα από την πατρίδα της. Το σημαντικό ήταν ότι είχε βρει τον δρόμο της προς την Ευρώπη ή την Αμερική. Οι μεγάλοι πολιτισμοί, που είχαν δημιουργήσει τα έργα τέχνης, είχαν προ πολλού χαθεί, αφήνοντας πίσω τους ανθρώπους πολύ φτωχούς και αδαείς για να εκτιμήσουν και πολύ λιγότερο να προστατεύσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά. Κάπως έτσι αναπτύχθηκε η αποικιοκρατική νοοτροπία. Ο Μπογκντάνος ωστόσο βρήκε τον τρόπο να διαρρήξει τις άμυνες του στρουθοκαμηλισμού.
Ενας από τους στόχους του υπήρξε και ο Μάικλ Στάινχαρτ, δισεκατομμυριούχος διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων, φιλάνθρωπος και συλλέκτης εδώ και δεκαετίες έργων τέχνης από την αρχαία Ελλάδα, με στενούς δεσμούς με το Met της Νέας Υόρκης, όπου μάλιστα μία από τις αίθουσες φέρει το όνομά του. Η ομάδα του Μπογκντάνος εισέβαλε στο γραφείο και το διαμέρισμα του Στάινχαρτ στην Πέμπτη Λεωφόρο, όπου κατάσχεσε 80 αρχαιότητες αξίας άνω των 20 εκατ. δολαρίων. Ο Στάινχαρτ είχε παλέψει ανοιχτά με τους πειρασμούς του παράνομου εμπορίου. Χρόνια πριν είχε χάσει μια δίκη για ένα χρυσό δοχείο που είχε εισαχθεί παράνομα από τη Σικελία, και χρειάστηκε να πληρώσει ένα εκατομμύριο δολάρια για αποζημίωση και άλλα τόσα για τις αμοιβές των δικηγόρων. Οπως, όμως, δήλωσε σε παλιότερη συνέντευξή του «είναι εθισμός»…
Από το 2017, που έχει αρχίσει να λειτουργεί η ομάδα του, ο Μπογκντάνος έχει επιστρέψει περισσότερα από 1300 αρχαία κειμήλια στις πατρίδες τους, μεταξύ των οποίων ένα θραύσμα μαρμάρινης σαρκοφάγου στην Ελλάδα, ένα αποτύπωμα του Βούδα στο Πακιστάν και ένα μωσαϊκό από ένα πλοίο του στόλου του Καλιγούλα, στην Ιταλία. Οι υπόλοιπες αρχαιότητες, που έχουν εν τω μεταξύ κατασχεθεί, φυλάσσονται σε διάφορους χώρους στο Μανχάταν, στο Μπρούκλιν και στο Λονγκ Αϊλαντ, αναμένοντας την ολοκλήρωση των υποθέσεων.
Η δουλειά του Μπογκντάνος και της ομάδας του δεν είναι εύκολη, καθώς έχουν να κάνουν με πολύ ισχυρούς ανθρώπους (και δεν είναι λίγες οι φορές, που τους λούζουν με κατάρες), όμως αυτό που κάνει τη διαφορά είναι ότι «εφαρμόζει πρότυπα που απλά δεν υπήρχαν στο παρελθόν». Οταν μάλιστα δέχεται κατηγορίες ότι «σκοτώνει την αγορά» απαντά ότι στην πραγματικότητα «τη σώζει» γιατί καθαρίζοντάς τη από λεηλατημένα κειμήλια, οι τιμές για τα κομμάτια αδιαμφισβήτητης προέλευσης αυξάνονται…