Ντυμένη με ένα μπορντό ζιβάγκο και κρυμμένη πίσω από μια μαύρη μάσκα προσώπου, η Γκισλέιν Μάξγουελ άκουσε την ετυμηγορία των ενόρκων ανέκφραστη χωρίς κάποιο συναίσθημα να διακρίνεται στο διαπεραστικό βλέμμα της. Κρίθηκε ένοχη για τις πέντε από τις έξι κατηγορίες που τις αποδόθηκαν, για τον ρόλο της στο σκάνδαλο του διαβόητου πολυεκατομμυριούχου παιδεραστή Τζέφρι Επσταϊν, με πιο σοβαρή την κατηγορία για σωματεμπορία ανηλίκου.
Κατά την ανάγνωση της ετυμηγορίας, στεκόταν με τα χέρια σταυρωμένα, έριξε ένα ποτήρι νερό, αγκάλιασε έναν από τους δικηγόρους της και έριξε μια ματιά στα αδέρφια της πριν οδηγηθεί έξω από την αίθουσα 318 του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, συνοδευόμενη από δύο ένοπλους αστυνομικούς.
Σέρνοντας τα πόδια της, η βρετανίδα κοσμική εξαφανίστηκε πίσω από μια βαριά μεταλλική πόρτα, και αφού της έβαλαν χειροπέδες, κατέβηκε τρεις σκάλες και μπήκε σε ένα φορτηγό φυλακών.
Ολη αυτή τη ώρα το κοινό στην αίθουσα του δικαστηρίου παρέμεινε έκπληκτο και σιωπηλό, γράφει στην Telegraph ο Τζέιμι Τζόνσον, ανταποκριτής της βρετανικής εφημερίδας στις ΗΠΑ.
Η πολυτελής ζωή που παρείχε στην Γκισλέιν πρώτα ο πατέρας της, μεγιστάνας των μέσων ενημέρωσης Ρόμπερτ Μάξγουελ, και στη συνέχεια ο επονείδιστος χρηματιστής Τζέφρι Επσταϊν εξατμίστηκε. Και το πιθανότερο είναι ότι τώρα θα πεθάνει στη φυλακή, αφού το σώμα των 12 νεοϋορκέζων ενόρκων διαπίστωσε ότι προμήθευε στον Επσταϊν ανήλικα κορίτσια για σεξουαλική κακοποίηση. Ορισμένες μάρτυρες κατηγορίας ισχυρίστηκαν, μάλιστα, ότι συμμετείχε στην κακοποίηση.
Η αγαπημένη κόρη του μπαμπά
Γεννημένη την ημέρα των Χριστουγέννων του 1961 στο σικ παρισινό προάστιο Μεζόν Λαφίτ, η Γκισλέιν ήταν το μικρότερο από τα εννιά παιδιά του τσεχο-βρετανού μεγαλοεκδότη Ρόμπερτ Μάξγουελ και της γαλλίδας ακαδημαϊκού Ελιζαμπέτ Μεϊνάρ. Το ζευγάρι είχε γνωριστεί στο Παρίσι μετά την Απελευθέρωση και παντρεύτηκαν το 1945. Εκείνη την εποχή ο Μάξγουελ ήταν αξιωματικός του βρετανικού στρατού και είχε τιμηθεί με τον Στρατιωτικό Σταυρό για την θαρραλέα εισβολή του σε ένα γερμανικό πολυβολείο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιαν Λούντβικ Χοχ. Είχε γεννηθεί το 1923 σε ένα χωριό της Τσεχοσλοβακίας και, σύμφωνα με δική του αποκάλυψη, μεγάλωσε σε απόλυτη ένδεια φορώντας ένα ζευγάρι παπούτσια εκ περιτροπής με τα έξι αδέλφια του. Εχασε τους γονείς του σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αλλά ο ίδιος κατάφερε να επιζήσει του Ολοκαυτώματος και να διαφύγει στη Βρετανία, όπου «ξαναγεννήθηκε» ως Ρόμπερτ Μάξγουελ και βρήκε δουλειά σαν εργάτης Τύπου. Δραστήριος και δημιουργικός αλλά επίσης άνθρωπος τραχύς και βίαιος, που κατέφευγε σε απειλές και εκφοβισμούς, κατάφερε να αποκτήσει τεράστια περιουσία ασχολούμενος επιτυχώς με τον εκδοτικό τομέα.
Το 1964 εξελέγη βουλευτής του Εργατικού Κόμματος και παρέμεινε στη Βουλή των Κοινοτήτων μέχρι το 1970, αλλά στη συνέχεια αφοσιώθηκε αποκλειστικά στις επιχειρήσεις του. Μέχρι το τέλος της ζωής του γοητευόταν από πρωθυπουργούς και αρχηγούς κρατών και ήταν ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Ωστόσο το βρετανικό κατεστημένο τον αντιμετώπιζε με βαθιά καχυποψία και τον αποκαλούσε «ακάλυπτο Τσέχο», κατά το «ακάλυπτη επιταγή»… Ηταν αμφιλεγόμενος εκδότης, απατεώνας και ύποπτος για κατασκοπεία. Παρόλα αυτά συνέχιζε ακάθεκτος τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες, καταφέρνοντας να αναδειχτεί σε βαρόνο του Τύπου. Τελικά στις 5 Νοεμβρίου 1991, σε ηλικία 68 ετών, ο Μάξγουελ πνίγηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες ενώ έκανε διακοπές στα Κανάρια Νησιά με τη θαλαμηγό του «Lady Ghislaine», που έφερε τιμητικά το όνομα της μικρότερης, αγαπημένης κόρης του.
Δύο εβδομάδες αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο Μάξγουελ είχε αφήσει χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ ενώ είχε βάλει χέρι και στα αποθεματικά του ταμείου το οποίο διαχειριζόταν τα λεφτά των εργαζομένων στην εφημερίδα The Daily Mirror, με αποτέλεσμα 30.000 συνταξιούχοι να χάσουν όλες τις οικονομίες τους.
Η Γκισλέιν, λοιπόν, μεγάλωσε στο περιβάλλον ενός από τους πλουσιότερους και ισχυρότερους ανθρώπους του κόσμου αλλά όταν έγινε 30 ετών εκείνος πέθανε χρεωκοπημένος και ατιμασμένος. Ωστόσο δεν ήταν η πρώτη τραγική στιγμή στη ζωή της.
Τρεις ημέρες μετά την γέννησή της το αυτοκίνητο το οποίο μετέφερε τον 15χρονο αδελφό της Μάικλ τράκαρε με ένα φορτηγό μέσα στην ομίχλη, με αποτέλεσμα το αγόρι να περάσει σε κώμα τα υπόλοιπα εφτά χρόνια της ζωής του. Παρά τον πλούτο, λοιπόν, τα πρώτα χρόνια της ζωής της η Γκισλέιν ήταν απόλυτα παραμελημένη και στερημένη συναισθηματικά από τους συντετριμμένους γονείς της, γράφει ο Τζον Κέλι στο BBC. Οπως παραδέχτηκε στα απομνημονεύματά της η μητέρα της, Μπέτι Μάξγουελ, δεν της έριχναν «ούτε μια ματιά».
Σύμφωνα πάντα με την Μπέτι Μάξγουελ, όταν η κόρη της ήταν τεσσάρων ετών στάθηκε μια μέρα μπροστά της και της είπε «Μαμά, υπάρχω». Η Μπέτι πίστευε επίσης ότι η μικρή έπασχε από νευρική ανορεξία. Για να το αντιμετωπίσουν αυτό και οι δύο γονείς έφτασαν στο άλλο άκρο, και άρχισαν να φέρονται με υπερβολική αγάπη στο μικρότερο παιδί τους.
Αν και η Γκισλέιν δεν γλίτωσε ποτέ από τις εκρήξεις οργής και την σωματική και ψυχολογική κακοποίηση, που επιφύλασσε ο πατέρας της σε όλους τους απογόνους του, θα γινόταν η αγαπημένη του. Και το 1994, η μητέρα της θα έγραφε στα απομνημονεύματά της ότι αυτή η αγαπημένη κόρη «έγινε κακομαθημένη, το μόνο από τα παιδιά μου για το οποίο μπορώ να το πω αυτό αληθινά».
Η οικογένεια ζούσε στην αγγλική εξοχή, στο Headington Hill Hall, μια κατοικία 53 δωματίων στην Οξφόρδη, που στέγαζε και τα γραφεία του Ρόμπερτ Μάξγουελ. Η Γκισλέιν φοίτησε στο κολέγιο Marlborough, το ιδιωτικό οικοτροφείο στο Γουίλτσαϊρ, και το 1985 πήρε πτυχίο από το Balliol College της Οξφόρδης, όπου την ίδια εποχή σπούδαζε και ο Μπόρις Τζόνσον. Μάλιστα, η αδελφή του, Ρέιτσελ Τζόνσον, ισχυρίστηκε ότι την είδε κάποτε «να ξεκουράζει την ψηλοτάκουνη μπότα της» στον μηρό του σημερινού βρετανού πρωθυπουργού. Εκεί, εξάλλου, η Γκισλέιν συνάντησε για πρώτη φορά και τον πρίγκιπα Αντριου και η φιλία τους συνεχίστηκε τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Μετά την αποφοίτησή της, η Γκισλέιν κατέλαβε διάφορες θέσεις στις εταιρείες του πατέρα της και ήταν μια από τις λαμπερές προσωπικότητες του λονδρέζικου τζετ σετ. Στα 21 της, ο πατέρας της την διόρισε διευθύντρια της ποδοσφαιρικής του ομάδας, Oxford United, της ίδρυσε επίσης μια εταιρεία εταιρικών δώρων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Γκισλέιν ίδρυσε το Kit Kat Club, που έκανε εκδηλώσεις σε διάφορες τοποθεσίες, σχεδιασμένες για να φέρνουν κοντά γυναίκες από τις τέχνες, την πολιτική και την κοινωνία. Ηταν ο ορισμός της κοσμικότητας.
Αλλά η ζωή της νεαρής κοσμικής βρετανίδας ανατράπηκε όταν το γυμνό σώμα του πατέρα της βρέθηκε να επιπλέει στον Ατλαντικό Ωκεανό, έχοντας πέσει από την 55 μέτρων θαλαμηγό του. Σύμφωνα με την έρευνα που διεξήχθη τον Δεκέμβριο του 1991, υπέστη καρδιακή προσβολή και στη συνέχεια πνίγηκε. Η Γκισλέιν, ωστόσο έχει εκφράσει δημοσίως την πεποίθησή της πως επρόκειτο για δολοφονία.
Απόδραση στη Νέα Υόρκη
Για να ξεφύγει από τις συνέπειες, η Γκισλέιν μετακόμισε στη Νέα Υόρκη προκαλώντας, μάλιστα σάλο γιατί πέταξε με το Concorde, παρά την οικονομική καταστροφή που είχε προκαλέσει ο πατέρας της. Της χορηγήθηκε επίδομα 80.000 λιρών ετησίως (περίπου 95.500 ευρώ) από ένα κεφάλαιο που είχε κατατεθεί στο Λιχτενστάιν και εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό στούντιο στο κομψό Απερ Ιστ Σάιντ του Μανχάταν.
Παλαιότερα λεγόταν ότι η Γκισλέιν Μάξγουελ συνάντησε για πρώτη φορά τον Τζέφρι Επσταϊν, σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη το 1992. Ωστόσο, τα ημερολόγια πτήσεων, που παρουσιάστηκαν στη δίκη της, αποκαλύπτουν ότι πέταξε με το ιδιωτικό του αεροπλάνο τον Ιούλιο του 1991, τέσσερις μήνες πριν από το θάνατο του πατέρα της, γράφει στην Telegraph ο Τζέιμι Τζόνσον. Αμέσως μετά, άρχισε η ερωτική τους σχέση. Φωτογραφίες που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο τους δείχνουν αγκαλιασμένους σε διάφορες στιγμές και σε διάφορα μέρη σε όλο τον κόσμο, ακόμη και στο Κάστρο Μπαλμόραλ, ιδιοκτησία της βασίλισσας Ελισάβετ στη Σκωτία.
Για πολλούς, ήταν το απόλυτα επιτυχημένο ζευγάρι. Με τις γνωριμίες της Γκισλέιν και την τεράστια περιουσία του Επσταϊν (που πιστεύεται ότι ξεπερνούσε τα 750 εκατομμύρια ευρώ) έκαναν παρέα με προέδρους κρατών, μέλη βασιλικών οικογενειών και πρωτοπόρους επιχειρηματίες. Αλλά κάτω από την επιφάνεια, πλεκόταν ένας σκοτεινός ιστός μαστροπείας, παιδεραστίας και κακοποίησης.
Το καλοκαίρι του 1994, το ζευγάρι πλησίασε για πρώτη φορά ένα 14χρονο κορίτσι που έτρωγε παγωτό με μια ομάδα συμμαθητών σε μια καλοκαιρινή κατασκήνωση τεχνών στο Μίσιγκαν. Η Τζέιν, όπως την ονόμασαν όταν κατέθεσε στη δίκη της Μάξγουελ, είπε ότι η οικογένειά της στο Παλμ Μπιτς της Φλόριντα αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα μετά τον θάνατο του πατέρα της τον προηγούμενο χρόνο. Ο Επσταϊν της είπε ότι ήταν μεγάλος ευεργέτης του σχολείου και ήθελε να βοηθήσει χαρισματικά παιδιά, που αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Το ζευγάρι ζήτησε τον αριθμό της μητέρας της Τζέιν, και όταν τελείωσε η κατασκήνωση, ο Επσταϊν κάλεσε τη Τζέιν και τη μητέρα της για τσάι. Η νεαρή θα συνέχιζε μόνη της τις επισκέψεις της στο σπίτι του στο Παλμ Μπιτς.
Στην αρχή, η Μάξγουελ της έδωσε την εντύπωση της «μεγαλύτερης αδερφής». Την πήγε για ψώνια, της αγόρασε εσώρουχα Victoria’s Secret και μια μέρα, ο Επσταϊν την πήρε απότομα από το χέρι και της είπε «ακολούθησέ με». Την οδήγησε στο σπίτι της πισίνας, κατέβασε το παντελόνι του και άρχισε να αυνανίζεται, κατέθεσε η Τζέιν. Στη συνέχεια η μάρτυρας εξήγησε με ποιους τρόπους σε άλλες περιπτώσεις συμμετείχε και η Μάξγουελ. «Με πήγαν στο κρεβάτι και έβγαλαν τα ρούχα τους. Και άρχισαν να χαϊδεύονται», είπε η Τζέιν, προσθέτοντας ότι η Μάξγουελ και ο Επσταϊν «γελούσαν ανέμελα», ενώ εκείνη κοιτούσε.
Σε αρκετές περιπτώσεις, ισχυρίστηκε η Τζέιν, «γινόταν όργιο» και με άλλα νεαρά κορίτσια. «Με βίαζαν σχεδόν κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι του. Είχα μουδιάσει και δεν ένιωθα τίποτα», είπε. Στη δίκη ακούστηκε ότι εκτός από το ότι παρείχε στον Επσταϊν κορίτσια για σεξουαλική κακοποίηση, η Μάξγουελ διαχειριζόταν επίσης την περιουσία του, τον σύστηνε σε κοινωνικούς κύκλους, που προηγουμένως του ήταν απρόσιτοι ενώ εκείνος της παρείχε τα χρήματα για τον πλούσιο τρόπο ζωής της. Μάλιστα, ακόμη και μετά την πρώτη καταδίκη του Επσταϊν το 2007, το ζευγάρι κατάφερε να διατηρήσει την κοινωνική του θέση.
Στενή φιλία με τον πρίγκιπα Αντριου
Ο πρίγκιπας Αντριου της Αγγλίας φιλοξένησε το ζευγάρι στο εξοχικό της μητέρας του, βασίλισσας Ελισάβετ στο Σάντρινχαμ ενώ τους κάλεσε και στο πάρτι των 60ών γενεθλίων του, στο Ουίνδσορ. Φωτογραφήθηκαν επίσης σε ένα παγκάκι στο εξοχικό της βασίλισσας, το Κάστρο του Μπαλμόραλ. Τα ημερολόγια πτήσεων, εξάλλου, δείχνουν ότι ο Αντριου είχε ταξιδέψει πολλές φορές με τα ιδιωτικά τζετ του Επσταϊν.
Η Μάξγουελ έκανε τακτικά ταξίδια και στο σπα της πολυτελούς έπαυλης του Μαρ-α-Λάγκο, που ανήκει σε έναν άλλο φίλο τους, τον Ντόναλντ Τραμπ. Εκεί, όπως ακούστηκε στο δικαστήριο, συνάντησε για πρώτη φορά τη Βιρτζίνια Ρόμπερτς Τζιούφρε, η οποία ισχυρίζεται ότι έγινε «σκλάβα του σεξ» για τον Επσταϊν και ότι εκείνος την προωθούσε σε άλλους άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του πρίγκιπα Αντριου, πράγμα το οποίο, όμως, η υψηλότητά του αρνείται κατηγορηματικά.
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ήταν τεκμηριωμένα και αδιάσειστα και έπεισαν το δικαστήριο ότι η Γκισλέιν Μαξουελ ήταν αναπόσπαστο μέρος του πλέγματος κακοποίησης του Επσταϊν. Οταν εκείνος συνελήφθη στις 6 Ιουλίου 2019, η Μάξγουελ εξαφανίστηκε. Λίγες εβδομάδες αργότερα ο Επσταϊν αυτοκτόνησε, αλλά για σχεδόν έναν χρόνο η συνεργός του αγνοείτο. Τελικά βρέθηκε σε μια έπαυλη στο Νιου Χάμσαϊρ, όπου πιστεύεται ότι ζούσε με τον μυστικό νέο σύζυγό της, τον εκατομμυριούχο CEO μιας εταιρείας τεχνολογίας Σκοτ Μπόργκερσον. Και έκτοτε ήταν σε απομόνωση σε κέντρο κράτησης του Μπρούκλιν για περισσότερες από 500 ημέρες.
Η δίκη της είχε προγραμματιστεί να διαρκέσει έξι εβδομάδες, αλλά ολοκληρώθηκε σε τρεις. Και η υπεράσπισή της, για την οποία φέρεται να πλήρωσε 7 εκατ. δολάρια, διήρκεσε λιγότερο από δύο ημέρες. Το δικαστήριο χρειάστηκε πέντε ημέρες για να την κρίνει ένοχη για πέντε κατηγορίες και τώρα η 60χρονη Γκισλέιν αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης έως και 70 ετών.