Ο κόσμος δεν γιορτάζει πρώτη φορά εφέτος τα Χριστούγεννα με μάσκες, με ψεκασμούς και με αυξημένα μέτρα προστασίας. Η πανδημία της ισπανικής γρίπης ή ινφλουέντσας, η οποία ξέσπασε μετά τον Μεγάλο Πόλεμο του 1914 – 1918, ήρθε και εκείνη κατά κύματα και οδήγησε στο κλείσιμο των σχολείων.
Τον Δεκέμβριο του 1918 υποτίθεται ότι όλοι θα γιόρταζαν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς μάχες και σκοτωμούς ύστερα από τέσσερα χρόνια Κόλασης. Ωστόσο, ήρθε η πανδημία και η ανθρωπότητα γονάτισε και πάλι.
Οπως τώρα συμβαίνει με τον κορονοϊό, το ίδιο και τότε, η κορύφωσή της έγινε περί το τέλος του Νοεμβρίου, και οι εβδομάδες του Δεκεμβρίου ήταν φοβερές. Τα κρούσματα σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν εκατοντάδες εκατομμύρια, ενώ οι νεκροί δεκάδες εκατομμύρια.
Αρθρο του ιστορικού Μάικλ Μπρέσαλιερ, του Πανεπιστημίου Σουόνσι, στον βρετανικό Guardian λέει ότι οι Βρετανοί είχαν νοσήσει σε ποσοστό 25% και ότι είχαν πεθάνει 225 χιλιάδες τις ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα.
Ο ιστορικός παρατηρεί τις ομοιότητες του τότε με το τώρα (εξαιρετικά μολυσματικές ασθένειες και οι δύο, με πνευμονική στόχευση, εξαπλούμενες κατά κύματα), αλλά και τις διαφορές. Οι εφετινοί περιορισμοί μας δεν μπορούν να συγκριθούν με εκείνους του 1918, οι οποίοι αφορούσαν μόνο κλείσιμο σχολείων, κινηματογράφων, κ.ά.
Οι επικεφαλής υγειονομικοί, για την επιβράδυνση της γρίπης, συνέστησαν απομόνωση των ασθενών από τους υγιείς, κλείσιμο σχολείων και σινεμά, απολυμάνσεις της στοματικής κοιλότητας με γαργάρες και αντισηπτικά, ενώ προειδοποίησαν ότι πρέπει να αποφεύγονται οι συγκεντρώσεις πλήθους. Η χρήση υγειονομικής μάσκας (κάποιο είδος της) δεν είχε κριθεί απαραίτητη, ενώ όλα τα παραπάνω ήταν προαιρετικά για τον κόσμο. Ωστόσο οι τοπικές αρχές μπορούσαν να επιβάλλουν κάποια μέτρα.
Ο ιστορικός εξετάζει πώς διαφοροποιήθηκαν οι πρακτικές από πόλη και σε πόλη (της Βρετανίας) και για ποιον λόγο δεν εφαρμόστηκαν καθολικά μέτρα. Κρίνει ότι οι γιατροί δεν ήταν βέβαιοι για την προέλευση και τη φύση της γρίπης, ενώ και οι φαντάροι που βγήκαν ζωντανοί από τα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν δυνατόν να περιοριστούν, αφού ήθελαν να γιορτάσουν το γεγονός ότι επέζησαν από το σφαγείο.
Δεν είναι τυχαίο, γράφει ο Μπρέσαλιερ, ότι το δεύτερο κύμα της ινφλουέντσας κορυφώθηκε μετά την επίτευξη ειρήνης και τις υπογραφές των Βερσαλλιών. Στο Νησί χιλιάδες ήταν όσοι αψήφησαν τις συμβουλές των γιατρών και συναθροίστηκαν σε πλατείες, δρόμους, ταβέρνες, σπίτια και εκκλησίες για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός. Οι βρετανοί στρατιώτες, επιστρέφοντας στα μέρη τους, έφεραν γρίπη από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.
Οταν πλημμύρισαν τα νοσοκομεία αρρώστους, το σύστημα είχε ήδη γονατίσει από τον πόλεμο αφού τουλάχιστον οι μισοί υγειονομικοί της Βρετανίας είχαν φορέσει το χακί. Οι γιατροί που είχαν μείνει πίσω μπορούσαν μόνο να ανακουφίσουν τον πόνο, όχι να γιατρέψουν τους νοσούντες.
Δεν υπήρχαν αποτελεσματικές θεραπείες για τη γρίπη, ούτε για τις πνευμονικές επιπλοκές που προκαλούσε. Οι άρρωστοι έφευγαν από τα νοσοκομεία και πέθαιναν στα σπίτια τους, αφού είχαν εναποθέσει την κούρα τους στους συγγενείς τους ή στους γείτονες.
Για το κλείσιμο των σχολείων υπήρξαν και τότε διχογνωμίες, αλλά κάποιες πόλεις, όπως το Μάντσεστερ, επέβαλαν σχολικό λουκέτο. Τέτοια μέτρα ήταν ένα δίκοπο μαχαίρι, σχολιάζει ο αρθρογράφος, αφού (και σε απόλυτη αντίθεση με το σήμερα) τα παιδιά δεν ήταν κλειδωμένα στα σπίτια τους, αλλά έπαιζαν σε αλάνες, δρόμους και πάρκα.
Οταν έφθασαν τα Χριστούγεννα του 1918 το δεύτερο κύμα είχε υποχωρήσει σε μεγάλο βαθμό. Οι άνθρωποι προβληματίστηκαν πάνω στα δεδομένα. Και ήταν άσχημα δεδομένα. Πρώτα ο πόλεμος, ύστερα η πανδημία. Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν είχαν προηγούμενο.
Η πανούκλα των Times
Στις εφημερίδες άλλαξε το περιεχόμενο των αγγελιών θανάτου και των νεκρολογιών, όσον αφορά το αίτιο του μοιραίου συμβάντος. Τώρα ο Βρετανός δεν έπεφτε ενδόξως σε κάποιο χωράφι φορώντας στρατιωτική στολή, αλλά αδόξως στην κλίνη του φορώντας νυχτικό. Ενδιαφέρουν παρουσιάζουν οι περιγραφές για φαντάρους που γλίτωσαν από τις γερμανικές «μουστάρδες» στο Βέλγιο, ωστόσο πέθαναν από την ινφλουέντσα στη Βρετανία. Για «πανούκλα» έγραφαν οι Times, η οποία «είναι πέντε φορές πιο θανατηφόρα από τον πόλεμο.
Τα εκατομμύρια θύματα υπογράμμισαν με τον πιο σκληρό τρόπο την αδυναμία της πρόληψης αλλά και τις αντίδρασης του υγειονομικού συστήματος στις λοιμώξεις. Και στη Βρετανία άρχισαν οι πολιτικές γκρίνιες. Ο κόσμος ζητούσε οργάνωση του κράτους και αποτελέσματα. Από την κυβέρνηση Λόιντ Τζορτζ ζητήθηκε η δημιουργία υπουργείου Υγείας, ώστε να πέσει το βάρος στην πρόληψη.
Σε αυτό το σημείο άρχισαν και οι τριβές για τη μάσκα. Η μάσκα έγινε μέρος της δημόσιας συζήτησης σχετικά με τις αλλαγές που απαιτούνται ώστε να υπάρξει κατάλληλη προετοιμασία για τυχόν μελλοντικές επιδημίες. Με το δεύτερο κύμα πολύ μειωμένο πια, υπήρξε κάποια αισιοδοξία ότι το χειρότερο είχε περάσει. Ελπίδα στον πληθυσμό γέννησε και το εμβόλιο που στο μεταξύ είχε αναπτυχθεί και είχε δοκιμαστεί στους φαντάρους.
Κατασκευασμένο από μείγμα βακτηρίων, το εμβόλιο αποδείχθηκε μέτρια αποτελεσματικό απέναντι σε δευτερογενείς λοιμώξεις, όπως η πνευμονία, ωστόσο δεν προστάτευσε από τη γρίπη τους εμβολιασθέντες. Παρά ταύτα, είχε μεγάλη ζήτηση.
Η γρίπη επέστρεψε λίγο μετά το νέο έτος. Μάλλον σχετιζόταν με τα «ανοίγματα» των Χριστουγέννων και υπενθύμιζε ότι δεν θα έφευγε εύκολα από τη Βρετανία. Και οι Βρετανοί, όπως όλος ο κόσμος, στο εξής θα μάθαιναν να ζουν με τη γρίπη.
Από τότε ο ιός κυκλοφόρησε πολλές φορές σε ηπιότερη μορφή, προκαλώντας εστίες μόλυνσης και μετάδοσης, ακόμη και επιδημίες. Οι θάνατοι από γρίπη κατέστησαν αποδεκτό κομμάτι της σύγχρονης ζωής, με παράλληλη αναβάθμιση των υγειονομικών συστημάτων και της κοινωνικής εμπειρίας.
Ο αρθρογράφος λέει ότι κάθε πανδημία είναι ένα βήμα προς το άγνωστο και ότι κοιτώντας προς τα πίσω πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι κάθε πανδημία φέρνει μαζί της μοναδικά προβλήματα τα οποία απαιτούν μοναδικές λύσεις. Η Βρετανία και ο κόσμος το 2020 βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση από το 1918 ώστε να αντιμετωπίσουν την πανδημία.