Το 2017 σηματοδοτεί την 50ή επέτειο του «Καλοκαιριού της αγάπης». Ολα ξεκίνησαν το 1967 στο Σαν Φρανσίσκο, αυτή ήταν η γη της επαγγελίας των ονείρων που έκαναν οι νέοι της εποχής. Εκεί, στη γειτονιά Χέιτ-Ασμπουρι, μαζεύτηκαν περίπου 100.000 νέοι, ακτιβιστές, μοίρασαν τις ελπίδες τους και έγιναν μια κοινότητα μουσικών, καλλιτεχνών, ποιητών και, εν δυνάμει, επαναστατών. Κανείς από αυτούς δεν ήξερε ότι είχαν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο και ότι, τελικά, θα άφηναν τα χνάρια τους στην παγκόσμια κουλτούρα με κάθε είδους Τέχνη – και την αφαιρετική έκφανσή της. Αυτά τα «παιδιά των λουλουδιών», οι χίπις, χωρίς να το θέλουν, ήρθαν σε άμεσο κοντράστ με τον μεταπολεμικό συντηρητισμό που κυριαρχούσε, μέσα από τις διονυσιακές σπονδές σκέψεων που γέννησαν μέσα στον μικρόκοσμό τους.
Με αυτά τα χιλιάδες παιδιά, η κοινωνία συστηνόταν ξανά και μπορούσε να μιλάει -από εκεί και μετά- για σεξουαλική απελευθέρωση, κατά του πολέμου, να ζει με αγάπη και μονιασμένη με άλλα κράτη, τρεφόμενη με πνευματικές και σωματικές απολαύσεις, εγγίζοντας την απόλυτη μορφή ανθρώπινης ολοκλήρωσης.
Βέβαια, το «Καλοκαίρι της αγάπης» είχε ξεκινήσει στις 14 Ιανουαρίου 1967, στην καρδιά του χειμώνα – και, εννοείται, στο κέντρο της συντηρητικής κοινωνίας. Μια ειρηνική διαμαρτυρία «Human Be-In» στο πάρκο Γκόλντεν Γκέιτ του Σαν Φρανσίσκο, μετέτρεψε αυτή την πόλη ως τον κρατήρα του κινήματος των χίπις. 20.000 νέοι στο κορμί και στην ψυχή ονειροπόλησαν ακούγοντας τις απαγγελίες του Αλεν Γκίνσμπεργκ και άλλων ποιητών της μπίτνικ, με μουσικά «χαλιά» από τα πιο γνωστά συγκροτήματα της ροκ σκηνής εκείνης της εποχής. Ολοι εκείνοι, μαζί με πολλούς άλλους, συναντήθηκαν ξανά, λίγους μήνες αργότερα, εκείνον τον Ιούνη του 1967, στο Monterey Pop Festival όπου τζάμαραν οι The Who, Grateful Dead, Animals και οι Jefferson Airplane, οι Quicksilver Messenger Service, ο Τζίμι Χέντριξ, ο Οτις Ρέντινγκ, οι The Byrds και οι Big Brother and the Holding Company με την Τεξανή Τζάνις Τζόπλιν.
Μπορεί να ζούμε -περισσότερο από ποτέ- σε μια εποχή που έχει εμμονή με τις επετείους, αλλά εκείνο το Καλοκαίρι αξίζει να το μνημονεύουμε, για πολλούς λόγους. Κι ας μην μπορούν οι πολλοί άνθρωποι μέσα από την ψυχεδέλεια να παρατηρήσουν ξεκάθαρα τι έφερε αυτή η εποχή, αφού τα ιδανικά και η επαναστατικότητα του «Καλοκαιριού της αγάπης» -και μόνο λόγω της χρονικής απόστασης- χάνεται μέσα σε μια ομίχλη από πληθώρα έγχυσης ή πόσης φαρμάκων και εν γένει ψυχοτρόπων ουσιών. Και καθώς θυμόμαστε και γιορτάζουμε εκείνη την εποχή της ελεύθερης αγάπης, της ελπίδας, της καλής θέλησης για αλλαγές στις κοινωνίες και σε όλους τους ανθρώπους, θα πρέπει να σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε για το κατά πόσο πράγματι υπήρξε. Οχι ως γεγονός, αυτό είναι αναντίρρητο, αλλά αναφορικά με την επιδραστικότητα που είχε αυτό το κίνημα -και όχι μόνο εκείνη τη στιγμή που γεννήθηκε και γιγαντώθηκε -στην πλάτη του πολέμου του Βιετνάμ- αλλά μέχρι τις ημέρες μας.
Το μεγάλο ερώτημα που γεννάται, είναι το «τι απέγινε όλη αυτή η επαναστατικότητα των νέων της εποχής, πού πήγαν τα όνειρά τους και τι συμβαίνει σε εκείνη την πόλη από την οποία ξεκίνησαν όλα;».
Δεν αποτελεί, φυσικά, έκπληξη το γεγονός ότι το Σαν Φρανσίσκο έχει αλλάξει. Απόλυτα λογικό. Εχει διαβεί μισός αιώνας από τότε. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να παραγνωρίσει το ότι το «Καλοκαίρι της αγάπης» θεμελίωσε μια αέναη μυστικιστική διάθεση που πέρασε από γενιά σε γενιά και στροβιλίστηκε μέσα από την Τέχνη, την πολιτική και τη μουσική. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, το ότι η πόλη παραμένει, εν μέρει, προσκολλημένη στο 1967, διοργανώνοντας δεκάδες συναυλίες, εκδρομές και εκθέσεις με αρχειακές και ρετρό εικόνες – το ταξίδι στο παρελθόν, εκεί, στο Σαν Φρανσίσκο, δεν θα τελειώσει ποτέ. Το ποσοστό, όμως, των Αφροαμερικανών που ζούσαν τότε έχει συρρικνωθεί σήμερα, αφού αποτελούν μόνο το 5% όλου του πληθυσμού εκεί.
Οταν εκείνο το καλοκαίρι τελείωσε, στους χίπις έμεινε μόνο η αγάπη και οι ρομαντικές απόψεις τους για την ελευθερία, τον έρωτα και για ένα καλύτερο αύριο. Πρακτικά, όμως, με αυτά δεν ζεις και δεν μπορείς να βγάλεις τον χειμώνα. Ετσι, τα κοινόβια που είχαν δημιουργηθεί τότε διαλύθηκαν και πολλοί χίπις εγκατέλειψαν την επαναστατικότητα, χάρην της προσωπικής τους βολής. Πολύ λίγοι ήταν εκείνοι οι οποίοι δεν συμβιβάστηκαν και συνέχισαν να ακολουθούν αυτόν τον εναλλακτικό τρόπο ζωής, αλλά και εκείνοι, τελικά, άφησαν το Σαν Φρανσίσκο και χάθηκαν σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Το κίνημα που είχε γεννηθεί τότε έμπαινε στην κατάψυξη, αφού απουσίαζε η μαζικότητα και ο ξεσηκωμός των νέων που έβραζαν. Το τέλος εποχής εκείνης της περιόδου ήταν θλιβερό, οπότε σκέφτηκαν να το αποχαιρετήσουν με έναν καθαρά συμβολικό τρόπο: οργάνωσαν μια εικονική κηδεία στους δρόμους του Σαν Φρανσίσκο, αναγγέλλοντας τον «Θάνατο του Χίπι».
Ολη εκείνη η περιοχή που εκείνο το καλοκαίρι φιλοξένησε τους χίπις με τα πολύχρωμα αυτοκίνητα και τις ροκ μελωδίες, στη συνέχεια παρήκμασε και μετατράπηκε σε γκέτο εμπόρων ναρκωτικών και άστεγων οι οποίοι είχαν, πάσης φύσεως, παραβατική συμπεριφορά. Το «Καλοκαίρι της αγάπης» αποτέλεσε -λανθασμένα- τη λεπτή, κόκκινη γραμμή κατά την οποία η ιδέα του «ελεύθερου έρωτα» χρησιμοποιήθηκε ως απίστευτο άλλοθι για σεξουαλικές επιθέσεις. Την ίδια στιγμή, οι θάνατοι ανθρώπων από υπερβολική χρήση ναρκωτικών ουσιών δεν προλάβαιναν να καταγράφονται. Ολο αυτό το κίνημα, σε κάποιες περιπτώσεις, έμεινε στην ελευθεριότητα μόνο του σώματος και όχι του πνεύματος.
Οσοι χίπις μπόρεσαν και βγήκαν ζωντανοί από εκείνο το μίξερ του Σαν Φρανσίσκο που άλεσε συνειδήσεις και ιδέες, επέστρεψαν πίσω, στα σπίτια τους -φορώντας περίεργα ρούχα για την εποχή, με πολύ έντονο χρώμα- κουβαλώντας νέες ιδέες, συμπεριφορές και ιδανικά για μια νέα εποχή. Ομως, οι νέοι αντικομφορμιστές των ΗΠΑ ήρθαν αντιμέτωποι με τον αμερικάνικο καπιταλισμό ο οποίος έχει την ιδιότητα να ενσωματώνει, να εμπορευματοποιεί και να χωνεύει κάθε κίνημα ή κοινωνική τάση που δείχνει να τον απειλεί. Ταυτόχρονα, ήταν και οι συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες. Την ίδια στιγμή, για παράδειγμα, κατά την οποία οι χίπις στις μεγάλες πόλεις της Αμερικής και του Καναδά) διακήρυσσαν τον ελεύθερο έρωτα, αναζητώντας στις λογής ουσίες μια καινούρια πραγματικότητα, σε Ντιτρόιτ και Νιούαρκ ξεσπούσαν βίαιες φυλετικές συγκρούσεις και εξεγέρσεις με αιτία τις φυλετικές διακρίσεις ενάντια στους Αφροαμερικανούς. Για αυτό και το καλοκαίρι του 1967, εκτός από «Καλοκαίρι της αγάπης», ονομάστηκε και ως «Μακρύ, καυτό καλοκαίρι» – και δεν αναφέρεται στις υψηλές θερμοκρασίες που φέρνει ο καιρός. Τα παιδιά εκείνης της εποχής, σήμερα -εάν ζουν- είναι παππούδες και γιαγιάδες πλέον, ενώ είχαν προλάβει να μετατραπούν από χίπηδες σε γιάπηδες. Ποιοι είναι σήμερα πιο κοντά σε εκείνο το κίνημα; Οι κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι είναι οι χίπστερς – και με αυτό μπορείτε να διαφωνήσετε όσο θέλετε. Είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κάποιος πως τα παιδιά που τρέφονται με βιολογικά προϊόντα και κάνουν γιόγκα αφήνοντας μούσι μέχρι τα γόνατα, ότι είναι οι συνεχιστές ενός κινήματος που είχε ιδεολογικούς προσανατολισμούς και όραμα να φτιάξει τον κόσμο.
Αυτή, άλλωστε, είναι και η όμορφη πλευρά εκείνου του καλοκαιριού, η ρομαντική, αφού η 50ή επέτειός του δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια νοσταλγία από όλους τους Αμερικανούς. Η δεκαετία του ‘60 αποτελεί, άλλωστε, σημείο ιδεολογικής πόλωσης για την αμερικανική κοινωνία και αφορμή συσπείρωσης για την αμερικανική Δεξιά, η οποία πίστευε ότι εκείνη η δεκαετία αποτέλεσε αστείρευτη πηγή των δεινών της σύγχρονης κοινωνίας των ΗΠΑ – βλέπε νόμιμη άμβλωση, υψηλά ποσοστά διαζυγίων και νομιμοποίηση γάμων ομοφυλοφίλων. Και μη νομίζετε, και εδώ στην Ελλάδα δεν διαφέρουν και πολύ αυτές οι απόψεις. Μην ξεχνάτε ότι ακριβώς εκείνη την εποχή ενέσκηπτε στη χώρα μας η επάρατη χούντα των Συνταγματαρχών και ήταν πολύ εύκολο να γίνει νούμερο επιθεώρησης ή κινηματογραφική ταινία με τη Ρένα Βλαχοπούλου ο βίος -και πολιτεία- «των χίπηδων». Για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, όμως, σε πολλούς άλλους -και στη χώρα μας- έμεινε η συλλογική ανάμνηση μίας περιόδου όπου κάποιοι πίστεψαν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει σε αυτόν τον παλιόκοσμο και σε αυτήν την παλιοκοινωνία.
Ετσι κι αλλιώς, ο μύθος του «Καλοκαιριού της αγάπης» είναι μια κουβέρτα πολιτιστικής άνεσης η οποία μας σκεπάζει και μας περιβάλλει με τη ζεστασιά της κοινής μνήμης. Η συλλογική μας ψυχή απαιτεί να είμαστε, κάποτε, όλοι μας τολμηροί, επικίνδυνοι, περιπετειώδεις, πειραματικοί, επαναστατικοί, ρομαντικοί και ελεύθεροι, ζώντας ένα ατέλειωτο «καλοκαίρι» ιδεών και απόψεων, για το κοινό καλό.
«All we are saying, is give peace a chance», έλεγε και λέει ακόμα ο στίχος-σύνθημα, ο οποίος, με το βόλεμα και τον εφησυχασμό πολλών συνειδήσεων, πενήντα χρόνια μετά, κατάντησε ζοφερό κλισέ.
Ακόμα, όμως, κι αν μένουν ανεκπλήρωτα τα όνειρα, ας υπάρχουν αυτές οι επαναστατικές λέξεις ανάμεσά μας για να τις λέμε, αφού είναι σαν τις ευχές: κάποτε, μπορεί και να πιάσουν.