Το 1923, ο Αδόλφος Χίτλερ ζούσε στο Μόναχο και ήταν επικεφαλής του ανερχόμενου Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Απογοητευμένος από την έκβαση του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και τις ολέθριες συνέπειες που επέφερε στην γερμανική οικονομία η συνθηκολόγηση, ο Χίτλερ άρχισε να σχεδιάζει την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την κατάληψη της εξουσίας, πρώτα στο Μόναχο και στη συνέχεια στο Βερολίνο.
Την νύχτα της 8ης Νοεμβρίου, μιμούμενος τον Μουσολίνι και την Πορεία του προς την Ρώμη, η οποία ήταν καταλυτική στην εγκαθίδρυση του φασισμού στην Ιταλία, ο Χίτλερ εισβάλλει στην μπιραρία «Μπιργκερμπροϊκέλερ» του Μονάχου, όπου βρίσκονταν 3.000 επιχειρηματίες και σύσσωμη η ηγεσία της βαυαρικής κυβέρνησης με σκοπό να τους απαγάγει.
Αυτό που έμεινε τελικά γνωστό ως «πραξικόπημα της μπιραρίας» αποτυγχάνει παταγωδώς. Και ύστερα απο μία ταραχώδη δίκη, ο Χίτλερ οδηγείται στη φυλακή Λάντσμπεργκ. Κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης του ποινής, ξεκινάει τη συγγραφή του πρώτου τόμου του ναζιστικού μανιφέστου «Ο Αγών μου» και συνειδητοποιεί, έχοντας κιόλας την εμπειρία από το πρώτο του πρόχειρο πραξικόπημα, ότι η κατάληψη της εξουσίας που τόσο ποθεί δεν θα γίνει μέσω της βίας αλλά μέσω της χειραγώγησης του γερμανικού λαού.
Hδη από το 1921, ο Αδόλφος Χίτλερ – που γεννήθηκε τέτοια εποχή πριν από 127 χρόνια, 20 Απριλίου 1889 και πέθανε 30 Απριλίου 1945 – είχε ανακαλύψει το ταλέντο του να σαγηνεύει το κοινό και άρχισε να το καλλιεργεί ρητορεύοντας υπέρ της ναζιστικής ακροδεξιάς ιδεολογίας του σε μπυραρίες. Οι αγορεύσεις του ήταν ήρεμες και προσεγμένες στην αρχή, και κατέληγαν σε ενα θεατρινίστικο παραλήρημα όσο περνούσε η ώρα και οι ακροάτες του γίνονταν ολοένα και πιο απορροφημένοι και μεθυσμένοι.
Ο Χίτλερ φρόντιζε ιδιαιτέρως την εμφάνιση του – σε μια κλασική κίνηση πολιτικού μάρκετινγκ είχε φιλοτεχνήσει το περιβόητο μουστάκι του για να ξεχωρίζει από τον «σειρμό» των βαυαρέζων μυστακοφόρων – και ήθελε η δημόσια εικόνα του να έχει τον ίδιο αντίκτυπο με τα λόγια του. Για αυτό το λόγο ζήτησε από τον προσωπικό του φωτογράφο Χάινριχ Χόφμαν να τον απαθανατίσει καθώς έκανε πρόβα τους λόγους του. Ο Χίτλερ άκουγε ηχογραφημένες ομιλίες του και δοκίμαζε διάφορες χειρονομίες και εκφράσεις και ύστερα εξέταζε τις φωτογραφίες για να δει αν η στάση του σώματος του προκαλούσε δέος ή γέλιο. Εμειναν τελικά ως φωτογραφίες που έδειχναν ένα τέρας, τον άνθρωπο που θα βύθιζε την ανθρωπότητα σε ένα λουτρό αίματος και θα διέτασσε το Ολοκαύτωμα, σε σχεδόν αθώες στιγμές μπροστά στον καθρέφτη.
Ο ίδιος ο Χίτλερ είχε διατάξει τον Χόφμαν να καταστρέψει τις φωτογραφίες, γιατί τις θεωρούσε «κατώτερες της αξιοπρέπειας» του. Ο φωτογράφος όμως τις κράτησε κρυφά και τις δημοσίευσε αργότερα στην αυτοβιογραφία του «Ο Χίτλερ ήταν φίλος μου» που εκδόθηκε στη Βρετανία μετά τον πόλεμο («Hitler Was My Friend», 1955).
Παρ’ ολ’ αυτά, λίγοι εκείνη την εποχή ήθελαν να διαβάσουν για τον φωτογράφο φίλο του δαιμονοποιημένου στην παγκόσμια συνείδηση – και αυτές οι κωμικές φωτογραφίες για χρόνια παρέμειναν λίγο πολύ άγνωστες. Οι ίδιες εικόνες από τις πρόβες του Χίτλερ βρέθηκαν ξανά στο φως της δημοσιότητας όταν παρουσιάστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 στο πλαίσιο μιας έκθεσης Λονδίνο με τίτλο «Απαγορευμένες εικόνες».
Πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Χόφμαν είχε εκδόσει πολλά λευκώματα με τον Χίτλερ στα οποία συχνά έκανε αναφορά για τη σπουδή του φίλου του Αδόλφου να φροντίζει τη δημόσια εικόνα του και την επίδραση που μπορεί να έχει στο να ξεσηκώσει τα πλήθη.
Ο Ρότζερ Μουρχάους, συγγραφέας και ιστορικός με ειδίκευση στην σύγχρονη γερμανική ιστορία και το Γ’ Ράιχ, περιγράφει τον Χίτλερ ως ένα «συναρπαστικό ρήτορα, που οι ομιλίες του είχαν την ικανότητα να κάνουν τους ανθρώπους να πιστεύουν πραγματικά οτι θα τους οδηγούσε σε κάτι μεγαλειώδες, και οι συγκεκριμένες φωτογραφίες αποδεικνύουν πως προσπαθούσε πολύ σκληρά για να το πετύχει αυτό».
Ο ίδιος ο Χόφμαν υπήρξε μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα – λογικό, εκτός των άλλων ήταν ο προσωπικός φωτογράφος ενός κτήνους. Οπως η σκηνοθέτης Λένι Ρίφενσταλ είχε αρχικά το προνόμιο αλλά τελικά το ηθικό βάρος της υμνολογίας μέσω της κινούμενης εικόνας του χιτλερικού καθεστώτος, έτσι και ο Χόφμαν είχε μια σπάνια πρόσβαση στο στενό περιβάλλον του δικτάτορα. Και ήταν οι φωτογραφίες του που συνέβαλαν στη δημιουργία της σαγηνευτικής, για τους Γερμανούς και όχι μόνο, δημόσιας εικόνας του Χίτλερ.
Ο Χόφμαν έγινε μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος το 1920, ένα χρόνο προτού καν αναλάβει την ηγεσία του ο Χίτλερ. Εναν χρόνο αργότερα ο ηγέτης των Ναζί τον προήγαγε σε προσωπικό του φωτογράφο, με σκοπό να υπάρξουν μια σειρά απολύτως ελεγχόμενων φωτογραφιών. Ο εν αναμονή δικτάτορας απαγόρευε κάθε εικόνα που δεν θα ταίριαζε στο πολιτικό προφίλ του. Ο Χόφμαν το φρόντιζε αυτό με μία μόνο εξαίρεση – τις εικόνες που βλέπουμε. Επίσης είχε φροντίσει να «προσθέσει» τον Χίτλερ σε μια φωτογραφία με τους πανηγυρισμούς στην Οντεόνπλατς του Μονάχου το καλοκαίρι του 1914 για την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκειμένου να θεμελιώσει ιστορικά τον πατριωτισμό του αφεντικού του. Θα έπρεπε να φτάσουμε το 2010 ώστε οι ειδικοί να αποδείξουν ότι η εικόνα του νεαρού Αδόλφου ανάμεσα στο πλήθος της Οντεόνπλατς ήταν προϊόν πλαστογραφίας.
Ο Χάινριχ Χόφμαν συνελήφθη από τον αμερικανικό στρατό στις 10 Μαΐου 1945, λίγες μέρες αφότου ο Χίτλερ είχε δώσει τέλος στη ζωή του, στις 30 Απριλίου, και λίγες ώρες αφότου η Γερμανία είχε παραδοθεί άνευ όρων στους συμμάχους, τελειώνοντας τον πόλεμο στην Ευρώπη. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση ως μαυραγορίτης. Συνεργάστηκε με τις δυνάμεις των ΗΠΑ παρέχοντας το πλούσιο φωτογραφικό αρχείο του με τα αρνητικά – πολλές εικόνες χρησιμοποιήθηκαν ως πειστήρια στη Δίκη της Νυρεμβέργης. Πέθανε το 1957, επτά χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, θεωρώντας για πάντα φίλο του τον Χίτλερ.