Ενα από τα λίγα πράγματα που μπορείς να πεις για τον Νικόλα Ασιμο είναι ότι δεν ανήκε σε κανέναν. Η παράξενη σωκρατική φιγούρα των Εξαρχείων αποφάσισε να φύγει πριν από 26 χρόνια. Απομακρυσμένος από τον κόσμο, ταλαιπωρημένος από τις αρχές της εποχής και βυθισμένος στις σκέψεις του, κρεμάστηκε από τον σωλήνα του δικού του «Χώρου Προετοιμασίας», του μικρού του μαγαζόσπιτου στον αριθμό 55 της οδού Καλλιδρομίου. Ο Νικόλας Ασιμος όμως -όσο και αν δεν του άρεσε η λέξη- υπήρξε ένας ξεχωριστός, ανατρεπτικός καλλιτέχνης.
Ο Νικόλαος Ασημόπουλος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Μεγάλωσε στην Κοζάνη σκαρώνοντας στιχάκια. Οταν δεν αδιαφορούσε για τα σχολικά μαθήματα ήταν και εξαιρετικός μαθητής. Ετσι κατάφερε να περάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής στην Θεσσαλονίκη. Εν τω μεταξύ είχε αρχίσει ήδη να μαθαίνει από μόνος του κιθάρα. Οι πρώτες του μουσικές εμφανίσεις ήταν σε μπουάτ της συμπρωτεύουσας κατά την περίοδο της Χούντας. Ο Νικόλας δεν δέχεται την λογοκρισία του καθεστώτος. Τα μπλεξίματά του με τις αρχές έχουν ήδη αρχίσει.
Σύντομα συλλαμβάνεται από την Ασφάλεια και κρατείται. Οταν πλέον αφήνεται ελεύθερος δεν έχει ταυτότητα και αποφασίζει να παρατήσει τα πάντα για να τραβήξει προς την Αθήνα. Αμέσως αρχίζει τις ζωντανές εμφανίσεις στις περίφημες μπουάτ της Πλάκας. Εκεί γνωρίζει τον Πάνο Τζαβέλα, τον Γιαννη Ζουγανέλη, τον Θανάση Γκαϊφύλλια, τον Σάκη Μπουλά και πολλούς άλλους. Εκτός από τη μουσική ασχολείται και με το θέατρο ανεβάζοντας ερασιτεχνικές παραστάσεις. Το 1975 βγάζει τον πρώτο του δίσκο 45 στροφών, που περιείχε τα τραγούδια «Ο Μηχανισμός» (Α’ πλευρά) και «Ο Ρωμιός» (Β’ πλευρά).
Πολιτικά είχε διαλέξει ήδη τον δικό του δρόμο. «Οταν άκουσα τον Παπαδόπουλο να λέει “θα πατάξωμεν την αναρχία” αποφάσισα να γίνω η αναρχία που δεν πατάσσεται ποτέ» είχε πει ο ίδιος. Η ταυτότητά του έγραφε «Aνευ Θρησκεύματος» ενώ απέφυγε να πάει στον στρατό. Βρισκόταν και μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά έφυγε νωρίς μετά από τις συνηθισμένες του αντιπαραθέσεις με μέλη της ΚΝΕ. Το 1976 έρχεται στον κόσμο η κόρη του Νικόλα, η «Νιουνιού». Στην γειτονιά του, στα Εξάρχεια συμμετέχει σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις και μουσικοθεατρικά σχήματα. Ολα αυτά τα χρόνια ζει στο περιθώριο, σε άθλια οικονομική κατάσταση.
Τον χειμώνα του 1976-1977 ο Ασιμος συλλαμβάνεται μαζί με άλλους πέντε εκδότες – συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «Εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Είναι η περίοδος που σε όλη την Ευρώπη οργανώνονται διαδηλώσεις για τους θανάτους μελών της ένοπλης οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός» (RAF) στα «λευκά κελιά» των φυλακών Σταμχάιμ στη Δυτική Γερμανία.
Μένει στην φυλακή για δύο μήνες ενώ έναν χρόνο αργότερο οργανώνει μια παράσταση με τον εαυτό του στον ρόλο του «τρελού» για να αποφύγει την στράτευση. Τριγυρίζει στα στενά των Εξαρχείων για χρόνια, με τα μακριά του μαλλιά και τα μούσια, κρατάει μια κιθάρα και «ενοχλεί» τους περαστικούς. Κατασκηνώνει στον δρόμο και πουλάει παράνομα τις κασέτες του για να επιβιώσει.
Το 1981 γράφει το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφορεί τον πρώτο του ολοκληρωμένο δίσκο, με τίτλο «Ο Ξαναπές». Σε τέσσερα από τα τραγούδια του δίσκου συμμετέχει ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Εκείνη την περίοδο δέχεται και έντονη κριτική από άλλους αναρχικούς που τον χαρακτηρίζουν «συμβιβασμένο». Ο Νικόλας έχει καταφέρει να αποφύγει ολοκληρωτικά και την στράτευση μετά από αρκετές αναβολές και ανάλογα «σόου». Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης: «Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου», η γνωστή «Σχιζοφρενοβλαβίωση» κατά τον Νικόλα.
Ο Ασιμος συνεχίζει την πολυτάραχη ζωή του και οδηγείται αρκετές φορές σε κρατητήρια αλλά και στο «Δαφνί». Το ξύλο, τα ηλεκτροσόκ και ο φόβος των συνεχών εγκλεισμών οδηγούν τον Νικόλα στα άκρα. Ο «Μπαγάσας» δεν είναι πια ο ίδιος. Από ρομαντικός μουσικός έχει γίνει αγρίμι. Απομακρύνεται από όλα και περιορίζει τις παραστάσεις του και τις εμφανίσεις σε μπουάτ και πλατείες. Οι δικοί του άνθρωποι τον αποφεύγουν. Βρίζει τους «συντρόφους» του αναρχικούς, τις γυναίκες και κάνει πειράματα σε μικρά ζώα. Το 1987 κατηγορείται για τον βιασμό μιας κοπέλας. Μένει για αρκετές μέρες στην φυλακή παρά το γεγονός ότι οι αβάσιμες κατηγορίες αποσύρονται από την ίδια κοπέλα.
Οταν πια είναι ελεύθερος, ο Νικόλας παλεύει με τους δικούς του δαίμονες. Λίγους μήνες αργότερα οδηγείται διά της βίας σε ιδιωτική ψυχιατρική κλινική. Στην επιστροφή του στον πραγματικό κόσμο, ο Νικόλας είναι πια ολοκληρωτικά βυθισμένος στον σκοτεινό εαυτό του. Δεν μπορεί πια να παίξει κιθάρα λόγω προβλήματος στο χέρι που προκλήθηκε από τα ψυχοφάρμακα. Τα μαλλιά του έχουν ξυριστεί και ο Ασιμος αναζητεί την μέρα που θα λυτρωθεί.
Το ταξίδι προς την λύτρωση ήρθε μια μέρα του Μαρτίου του 1988. Ο Νικόλας Ασημόπουλος βρίσκεται κρεμασμένος στο σπίτι του. Ηταν 38 ετών. Τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες κρατούσε ημερολόγιο με σκοπό να γράφει καθημερινά τους λόγους που μπορούν να τον κρατήσουν στη ζωή. Ολες οι ημέρες είχαν σημειωμένο ένα μεγάλο «Χ», όπως και η 17η Μαρτίου του 1988.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ’ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις.
Αλλά δε θάμαι πια εγώ, θάναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά τον θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν.
Όσο υπήρχα με φοβόσουν.
Όσο υπήρχα δε με άντεχες.
Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ.
Είναι καλύτερο ν’ αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη.
Κι ας σου φαίνεται γελοίο.
κι ας μου φαίνονταν γελοίο.»
Αναζητώντας Κροκανθρώπους, 1981