Τεράστια μάτια, βαθιά λυπημένα και μια φωνή που ράγιζε την καρδιά | Keystone/Getty Images/ Ideal Image
Θέματα

Εντίθ Πιαφ, η αγία αμαρτωλή των Γάλλων

Το «σπουργιτάκι», η παθιασμένη γυναίκα που τραγούδησε το «La vie en rose», αυτές τις μέρες θα γινόταν 100 ετών. Ηταν ανυπόμονη, εύθραυστη, επιρρεπής στην ασωτία, γούσταρε τους νεαρούς και έλεγε «η αυτοκτονία είναι στο στιλ μου»
Ματούλα Κουστένη

19 Δεκεμβρίου 1915. Κάτω από ένα φανάρι, στο νούμερο 72 της οδού Μπελβίλ. Γεννιέται ένα καχεκτικό κοριτσάκι. Το βάφτισαν «Edith» για να τιμήσουν την βρετανή πατριώτισσα Εντιθ Κάβελ που μόλις είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί στο Βέλγιο. Της κόλλησαν από δίπλα το Piaf, που στη γαλλική αργκό σημαίνει σπουργιτάκι. Την περιέφεραν από πιάτσα σε πιάτσα για να μαζεύει τάληρα με τα ακροβατικά της, την κατηγόρησαν ότι τους χαλάει την μόστρα γιατί «τα ‘χει όλα μέσα στο λαρύγγι, τίποτα στα ποδάρια».

Η γυναίκα που έγραψε το «La vie en rose», το απόλυτο συνώνυμο του γαλλικού τραγουδιού, θα γινόταν 100 ετών αυτόν τον Δεκέμβριο. Πιθανότατα θα κάπνιζε αρειμανίως και θα έπινε το σύμπαν. Δεν θα καταδεχόταν να πάρει μέρος σε κανέναν καλλιτεχνικό αχταρμά από εκείνους που ετοιμάζονται για να τιμήσουν τη ζωή της και το έργο της. Θα έβριζε ακόμα σα χαμίνι. Και το μάτι της θα άστραφτε μόνο όταν εντόπιζε στο χώρο άνδρα, νέο, ωραίο, ταλαντούχο και δύσκολο.

Τίποτα λαμπερό, ιλουστρασιόν και ψευδεπίγραφο δεν της άρεσε. Ηθελε παίδεμα, αχαλίνωτα ερωτικά μπλεξίματα και βρώμικες συναναστροφές. Ηθελε να γελά πιο δυνατά από όλους, να ξοδεύει ανυπολόγιστα, να ανάβει κερί στην Αγία Τερέζα πριν τραγουδήσει κάτι για πρώτη φορά, να ανεβαίνει στη σκηνή φορώντας μόνο μαύρα, να τυλίγεται με κάτι μοβ γιατί της έφερνε τύχη, να γράφεται το όνομά της στη μαρκίζα με κόκκινα γράμματα.

Το 1951, κατά τη διάρκεια εκπομπής για το γαλλικό κανάλι ABC, αμέσως μετά την περίφημη περιοδεία της στις ΗΠΑ (Keystone/Getty Images/Ideal Image)

Η γυναίκα που ως πιτσιρίκα σάρωνε τα πεζοδρόμια του Παρισιού κάνοντας ακροβατικά, που επιδόθηκε σε ατελείωτους κλεφτοπόλεμους με τους αστυνομικούς και περιπλανήθηκε για χρόνια σε αξιοθρήνητες μπουάτ στην Μονμάρτη μπορεί να έφτανε με το ζόρι το 1,47 μ. αλλά τα 48 χρόνια που έζησε αναμετρήθηκε με την αμάθεια, το χαρακτήρα της, την ξεγραμμένη της μοίρα.
Και τι ωραία που πρέπει να ένιωσε όταν κοντά στο φινάλε της ζωής της, αυτή που ήξερε τόσο λίγη ανάγνωση που μετά βίας κατάφερνε να διαβάσει μια ολόκληρη σειρά, που στα πρώτα της αυτόγραφα έγραφε τέρατα από την ανορθογραφία, έβλεπε τη γαλλική διανόηση (κυρίως τον λατρεμένο της Ζαν Κοκτό) να στέκεται σούζα στο προσκεφάλι της και μια ολόκληρη χώρα να παραληρεί για χάρη της.

Οσο πιο βρόμικα, τόσο καλύτερα
Αναμφίβολα είχε κληρονομήσει γερά και σατανικά γονίδια: ο πατέρας της ήταν -σύμφωνα με την αδερφή της- ένας «κούνελος θερμόαιμος κι ασυγκράτητος που δεν κατάφερε να ξέρει όλα του τα κουτσούβελα». Στην μητέρα της χρωστά την άνεση να τραγουδά στα πιο απίθανα σημεία. Και στην πόρνη γιαγιά της -που την περιέθαλπτε ανάμεσα στα ραντεβού που έκλεινε στο «σπίτι» που διατηρούσε- οφείλει το ότι γιατρεύτηκε από την τύφλωση των πρώτων ετών της ζωής της.

Η Πιαφ δεν μπόρεσε ποτέ να απαλλαγεί από τα «σύνδρομα» του πεζοδρομίου: πίστευε ότι το μπάνιο είναι βλαβερό. Οτι το νερό θα τη μολύνει, ότι οι ψείρες την προστατεύουν απ’ τις αρρώστιες. Εβλεπε το αλκοόλ σαν το απόλυτο θαύμα της επιστήμης. Ηταν η λύση της για όλα. Ο απόλυτος σύμμαχος: την ανέβαζε και την γκρέμιζε, σκότωνε τα σκουλήκια. Ακόμα και για γάτες, τις πιο ελεεινές διάλεγε. Τις έβαζε στην ποδιά της και τους έσπαγε τους ψύλλους.

Ονόμαζε σπίτι οτιδήποτε της παρείχε στέγη για περισσότερες από 24 ώρες. Παρόλα αυτά ο Γάλλος ηθοποιός Ζαν Κλοντ Μπριαλί περιγράφει στην αυτοβιογραφία του πως ένα παλιοδιαμέρισμα που εκείνος επισκεπτόταν ήταν αδιανόητα βρόμικο: «Η μοκέτα ήταν κατάμαυρη από ζώα, καφέδες, κρασιά. Παντού λερωμένοι πίνακες, βιβλία, τσαλακωμένες φωτογραφίες, αναμνηστικά από ταξίδια. Στο κέντρο υπήρχε πάντα ένα πιάνο με ουρά κι ένας καναπές καφέ και ξεπατωμένος».

Είχε γούστο φρικτό και πριν πειστεί ότι αρκεί ένα μαύρο φόρεμα για να γοητεύσει, ντυνόταν σαν καρνάβαλος. Της άρεσαν οι πλισέδες, το βολάν, τα θαλασσιά, τα κίτρινα, τα πράσινα. Ενίοτε και όλα μαζί.

Η Εντίθ Πιαφ το 1948. Οταν δεν τραγουδούσε, αρκούσε να κοιτάς τα μάτια της για να καταλάβεις ακριβώς όσα νιώθει (Keystone/Getty Images/Ideal Image)

Ο Ντελόν, ο Μπελμοντό, τα ροδοκόκκινα αγόρια

Δύο πράγματα της άναβαν φωτιά στο λεπτό: οι έρωτες και το τραγούδι. Ηταν αμείλικτη με τον εαυτό της, θαρραλέα κι επιεικής με τους πιτσιρικάδες στους οποίους οσφριζόταν ταλέντο, κι απολύτως μοιραία και καταστροφική με τους εραστές της. Σιχαινόταν τους συναισθηματισμούς, την συγκινούσαν όσοι είχαν κέφι για καυγά, και τα ναυτάκια του αμερικανικού στόλου. «Ηταν ξανθοί, ροδοκόκκινοι, παστρικοί και εύκολη ράτσα γιατί δεν καταλαβαίνω τις παπαρδέλες τους, δεν με κουράζουν», έλεγε.

Τους συντρόφους της τους κεράτωνε ανελέητα και πάντα πρώτη. Ο έρωτας για εκείνη ξεκινούσε και κατέληγε στο ίδιο μονοπάτι: ερωτευόταν, στρίγγλιζε, απαιτούσε, ζήλευε, τους κλείδωνε στο δωμάτιο για να μην την εγκαταλείψουν κι εκείνοι την έδερναν. «Σπίτι χωρίς άντρα είναι χειρότερο κι από μέρα χωρίς ήλιο», έλεγε. «Σπίτι που δεν μυρίζει άντρα, όπου δεν βλέπεις κάλτσες, μια γραβάτα, που δεν πέφτει το μάτι σου σε ένα σακάκι πεταμένο ζεστό-ζεστό, μοιάζει με σπίτι χήρας. Είναι πληκτικό».

Θύμωνε με τους εγωκεντρικούς τύπους που «μεθούσαν» με την επιτυχία τους γιατί όπως φώναζε: «Εμένα δεν μου αρέσουν οι άντρες που δεν αντέχουν το αλκοόλ». Της άρεσε να λέει πως το «μυστικό της νιότης είναι η αλλαγή». Και το εφάρμοζε με όλους ανεξαιρέτως.

Στην βιογραφία του ο Γάλλος ηθοποιός Ζαν Κλοντ Μπριαλί αναφέρει πως του έλεγε: «Το ιδανικό για μένα θα ήταν να κάνω εμφάνιση με τον Αλέν Ντελόν γιατί είναι κούκλος, να γελάω μαζί σου γιατί είσαι ο πιο αστείος και να επιστρέψω στο σπίτι με τον Μπελμοντό γιατί φαίνεται μπόμπα στο κρεβάτι».

Με τον εραστή της μποξέρ Marcel Cerdan στο αεροδρόμιο Orly, στο Παρίσι. Οταν αυτός σκοτώθηκε σε τροχαίο, η Πιαφ κατέρρευσε (Keystone/Getty Images/Ideal Image)

Εκείνη η τραγική φορά που έκανε σεξ για να πληρωθεί

Κατά τη διάρκεια των εμφανίσεών της στο παρισινό ABC την επισκέφθηκε η -πριγκίπισσα τότε- Ελισάβετ (σημερινή βασίλισσα της Αγγλίας) και ο Δούκας του Εδιμβούργου, Φίλιππος. Η πριγκίπισσα της μιλούσε με γαλλικά καλύτερα από τα δικά της, παράβλεψε ότι την χαιρέτησε «στα σβέλτα με μια υπόκλιση που έμοιαζε με μετάνοια» και προσπέρασε ακόμα και τον τρόπο που την αποχαιρέτισε: «Να σας στείλω αύριο τους δίσκους μου, πού ακριβώς μένετε;» ρώτησε η Πιαφ και την ίδια στιγμή σιγοψιθύριζε στο αυτί της αδερφής της: «Ρε ‘συ το αγόρι της βασίλισσας είναι πράμα πρώτης κατηγορίας»…

Επειτα από ανελέητα μεθύσια και ξενύχτια επέστρεφε στον καθρέπτη του σπιτιού, κοιτούσε το σώμα της με βλέμμα που ισορροπούσε μεταξύ αυτολύπησης, ταπείνωσης κι ικανοποίησης και μονολογούσε: «Ε! Δεν είναι και της Αφροδίτης. Τι τα θέλεις, όμως, δεν μπορώ να του κρατήσω κακία, δούλεψε και με το παραπάνω».

Ηταν ανυπόμονη, παθιασμένη, επιρρεπής στην ασωτία, εύθραυστη κι ασυνήθιστα φιλάσθενη. Μεταξύ 1951 και 1963 οι μαρτυρίες αναφέρουν: τέσσερα τροχαία, μία απόπειρα αυτοκτονίας, τέσσερις αποτοξινώσεις από την μορφίνη, μία υπνοθεραπεία, μία προσβολή φρενίτιδας, δύο προσβολές ντελίριουμ τρέμενς (τρεμώδες παραλήρημα), επτά εγχειρήσεις, δύο βρογχοπνευμονίες, τρεις νευρικούς κλονισμούς, ένα πνευμονικό οίδημα, τρεις νοσηλείες από ηπατικό κώμα.

Τους άντρες -ανεξάρτητα από την σχέση που ανέπτυσσε μαζί τους- τους αποκαλούσε με παρατσούκλια: ο Ριρής ο λεγεωνάριος, ο Πολ ο ωραίος αδιάφορος, ο σαλτιμπάγγος, ο χτίστης, ο μικρός Σπανιόλος Χοσέ, ο Μπεμπέ ο σκηνογράφος, ο Ζο ο ψηλέας, ο Πολ ο καινούργιος, ο Φρεντ ο σολίστας, ο Ιμπέρ ο μορφονιός, ο Γκι ο παλιοχαρακτήρας.

Μία μόνο φορά πήρε χρήματα για να κοιμηθεί με έναν περαστικό. Οταν έχασε την κόρη της από μηνιγγίτιδα σε ηλικία μόλις δύο ετών, της έλειπαν για την κηδεία δέκα φράγκα. Γράπωσε τον πρώτο τυχόντα που περνούσε από την λεωφόρο Σαπέλ, ανέβηκε στο ξενοδοχείο και έτσι εξασφάλισε ότι ο νεκροθάφτης δεν θα κρατούσε το φέρετρο της μικρής σαν εφημερίδα κάτω από την μασχάλη, αλλά θα την τιμούσε έχοντας την σορό της στα χέρια του σαν πακέτο.

Με τον μεγάλο έρωτα της, τον Ιβ Μοντάν. Τον γνώρισε άσημο τραγουδιστή και τον έκανε σταρ. Στο τέλος τον έλεγε αποφάγι  (Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image)

Τα απομεινάρια του Ιβ Μοντάν

Με τον Ιβ Μοντάν οι θύελλες ήταν πρώτο πιάτο στο καθημερινό μενού. Οταν τον γνώρισε ευχόταν να είναι παρθένα. «Για κείνον θα ήθελα να είμαι ολοκαίνουργια», αναστέναζε. Εκείνος πάλι, μπροστά στον κόσμο τής έκανε προτάσεις γάμου που την αηδίαζαν κι όταν έμεναν μόνοι την μάλωνε που «είναι βουτηγμένη στα χρέη, που πετάει τα λεφτά της από το παράθυρο, που θα καταντήσει ζητιάνα». Εκείνη του απαντούσε με το γνώριμο μειδιάμα: «Και σένα τι σε νοιάζει; Ετσι κι αλλιώς τότε δεν θα είσαι μαζί μου». Οταν, δε, ο προσωπικός τους κατήφορος δεν είχε επιστροφή, εκείνος ανενδοίαστα επέστρεφε στο σπίτι με φανερά τα σημάδια της απιστίας: «Θα μπορούσες να πεις στην γκόμενά σου να σε καθαρίζει πριν σε στείλει πίσω», του έλεγε. «Κατάντησες αηδία. Δεν μου αρέσουν τα απομεινάρια. Τους νεαρούς τους γουστάρω, τ’ αποφάγια όμως δεν μου αρέσουν».

Μία μόνο φορά παραδέχτηκε πως λύγισαν τα γόνατά της: «Οταν ήρθε να με δει ο Τσάρλι Τσάπλιν. Ολο το βράδυ τραγουδούσα για να του αρέσω. Για κανέναν δεν το έχω ξανακάνει».

Η Πιάφ, υποβασταζόμενη από τον έλληνα συζυγό της Theo Sagapo, το 1960. Εμεινε κοντά της ως το θάνατό της (Keystone/Getty Images/Ideal Image)

Η μορφίνη και το «Je ne regrette rien»

Στις 24 Ιουλίου 1951 μπαίνει στην Σιτροέν του Σαρλ Αζναβούρ αλλά σε μια «δύστροπη» στροφή χάνεται ο έλεγχος. Το αυτοκίνητο βρίσκεται κρεμασμένο σε ένα δέντρο, η Πιαφ με χέρια και πλευρά σπασμένα. Το σφοδρό τρακάρισμα προσθέτει στο ταλαιπωρημένο κορμί των 1,47 μέτρων μερικά ακόμα αφόρητα τραύματα και την οδηγεί κατ’ ευθείαν στον κατήφορο της μορφίνης. Μπαίνει σε ένα στρόβιλο ναρκωτικών κι εξαρτήσεων, ακυρώνει παραστάσεις, τρέμει ότι η φωνή της την εγκατέλειψε.

Λίγο πριν από το τέλος (1960), ο πιτσιρικάς συνθέτης Σαρλ Ντιμόν της προτείνει δειλά ένα τραγούδι με τίτλο «Je ne regrette rien». Οι στίχοι περιέγραφαν την αμετανόητη στάση της στη ζωή. Δεσμεύτηκε να το τραγουδήσει ζωντανά στο «Ολυμπιά» αλλά οι γιατροί την εκλιπαρούσαν: «Μαντάμ αν ανεβείτε στη σκηνή είναι σαν να αυτοκτονείτε». Τρεκλίζοντας και παραπατώντας τους απάντησε: «Είναι στο στιλ μου η αυτοκτονία».

Το καλοκαίρι του 1961, ο έρωτας ήταν 26 Μαΐων κι ελληνικής καταγωγής: Ερωτεύτηκε παράφορα τον κομμωτή Θεοφάνη Λαμπούκα. Τον βάφτισε επιτόπου Theo Sagapo, αγνόησε όσους τον αντιμετώπισαν με καχυποψία ως προικοθήρα, τον παντρεύτηκε, του πρόσφερε τη χαρά να της κλείσει τα μάτια και γι’ αντάλλαγμα του άφησε κληρονομιά χρέη εκατομμυρίων.

Στην κηδεία της στο Παρίσι συγκεντρώθηκαν 40.000 άτομα, με την Ντίτριχ να κλαίει απαρηγόρητη πάνω από το φέρετρο (Keystone/Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image)

40.000 άνθρωποι στο νεκροταφείο Περ Λασέζ

Πέθανε μόνη, παραμορφωμένη από τους ρευματισμούς, νικημένη από τον καρκίνο και πάμπτωχη. Στο πρόσωπο ξεχώριζαν δυο μάτια αδηφάγα κι ένα στραπατσαρισμένο στόμα. «Η αρρώστια έρχεται τσάμπα, αλλά για να γιατρευτείς χρειάζονται λεφτά», έλεγε. Κι, όμως, η Πιαφ δεν είχε πεθάνει στο Παρίσι. Βρισκόταν στην Κυανή Ακτή όταν έφυγε από τη ζωή. Αλλά ο Τεό που δεν ήθελε να πιστέψουν οι Παριζιάνοι ότι είχε προδώσει την πόλη που τη δόξασε, την μετέφερε με ασθενοφόρο στο Παρίσι και αφού έφτασαν ανακοίνωσε το μοιραίο.

Στην κηδεία της, στις 14 Οκτωβρίου 1963 είχε λιακάδα και ζέστη. Στο φέρετρο υπήρχε ό,τι είχε απομείνει από το κορμί της και ένα λαγοπόδαρο που κρατούσε την ημέρα των αρραβώνων της. Η επίσημη εκκλησία της αρνήθηκε την θρησκευτική κηδεία γιατί είχε διάγει «βίον κοινόν εν αμαρτίαις» και τελικά την έψαλε ένας εθελοντής επίσκοπος. Για να την αποχαιρετήσουν στριμώχτηκαν γύρω από το νεκροταφείο Περ Λασέζ 40.000 άνθρωποι. Περισσότεροι κι από κείνους που γιόρτασαν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Απαρηγόρητη πίσω από το φέρετρο η Μάρλεν Ντίτριχ, ωχρή και διαλυμένη, με ένα μεταξωτό μαύρο μαντήλι στα μαλλιά κοιτούσε την λαοθάλασσα και μονολογούσε: «Πόσο πολύ την αγαπούσαν»…

Η Εντίθ Πιαφ απέκτησε πριν από μερικούς μήνες στη Γαλλία το δεύτερο κέρινο ομοίωμά της στην συλλογή του Μουσείου Grévin (το πρώτο το είχε παρουσιάσει η ίδια το 1937!). Το δεύτερο σπίτι της το «Ολυμπιά» το γιόρτασε ξαναγράφοντας στην μεγάλη του ταμπέλα (εννοείται με κόκκινα γράμματα) το όνομά της λες και το βράδυ θα ξανανέβαινε στη σκηνή που σημάδεψαν όσο κανείς. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας έβαλε σε μια καλογυαλισμένη προθήκη το θρυλικό μικρό μαύρο φόρεμά της και προσφέρει -σε όσους αντέχουν- πρόσβαση σε 400 ντοκουμέντα, αδημοσίευτες επιστολές και ανέκδοτες φωτογραφίες της.