Σίγουρα έχετε ακούσει για την πιο γλυκιά, χριστουγεννιάτικη ιστορία που άφησε πίσω του πριν από περίπου έναν αιώνα ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Την παραμονή των Χριστουγέννων, το 1914, στο Δυτικό Μέτωπο, τα όπλα σίγησαν. Οι γερμανοί στρατιώτες άρχισαν να σφυρίζουν μελωδίες και να τραγουδούν κάλαντα. Οι βρετανοί στρατιώτες, από το αντίπαλο στρατόπεδο, ανταποκρίθηκαν. Εγκατέλειψαν τα χαρακώματα, παρά τις οδηγίες των ανωτέρων τους προσέγγισαν τους «εχθρούς» και τους συνάντησαν στην ουδέτερη ζώνη («no man’s land») για να τους ευχηθούν για τα Χριστούγεννα. Αντάλλαξαν ιστορίες, τσιγάρα και παστό κρέας. Συμφώνησαν σε κατάπαυση του πυρός για να θάψουν τους νεκρούς. Σε κάποια φάση εμφανίστηκε μία αυτοσχέδια μπάλα, στην ουσία άχυρο δεμένο με σπάγκο. Και 100 στρατιώτες από τα αντίπαλα στρατόπεδα άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο!
«Ανταρσία της Ανακωχής», το έχουν ονομάσει. Σαν να είναι ένα μεμονωμένο γεγονός που προέκυψε επειδή έτυχε να βρεθούν στο κατάλληλο σημείο (Δυτικό Μέτωπο) οι συγκεκριμένοι (ευαισθητοποιημένοι) στρατιώτες την κατάλληλη στιγμή (Χριστούγεννα). Κι όμως. Δεν θέλει πολλά για να λυγίσει ένας νεαρός στρατιώτης που -ναι ξέρει ότι πολεμά για την πατρίδα του- δεν είναι τελικά βέβαιος γιατί διακινδυνεύει τη ζωή του, γιατί υποφέρει κάθε μέρα, γιατί βλέπει τους φίλους του -ή εχθρούς του- να σκοτώνονται, γιατί πεινάει, γιατί έχει διάρροια και γιατί κρυώνει κάθε λεπτό της ημέρας. Λίγο πολύ όλοι οι στρατιώτες διψούσαν για μία τέτοια ανταρσία.
Στην πραγματικότητα, υπήρξαν δεκάδες μικρά ή μεγαλύτερα επεισόδια ανακωχής κατά τη διάρκεια του πολέμου. Τα κατέγραψε ένας ιστορικός, ο γερμανός καθηγητής Τόμας Βέμπερ, ενώ έκανε έρευνα για ένα καινούργιο βιβλίο του για τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι τρυφερές χριστουγεννιάτικες ιστορίες των επόμενων χρόνων «θάφτηκαν, από λογοκριτές, από διοικητές και από μία μεταπολεμική γενιά που προβληματίστηκε έντονα για τη σημασία του πολέμου», όπως είπε ο ιστορικός μιλώντας στην ιστοσελίδα της βρετανικής Telegraph.
Για παράδειγμα, η επίσημη εκδοχή για την παραμονή των Χριστουγέννων στο Βίμι Ριτζ, της βόρειας Γαλλίας, το 1916, αναφέρει ότι οι γερμανοί στρατιώτες προσπάθησαν να επικοινωνήσουν με τα μέλη του καναδικού εκστρατευτικού σώματος για να συμφωνήσουν σε μία ανακωχή, να φροντίσουν τους τραυματίες και να θάψουν τους νεκρούς. Η ιστορία –όπως τη μετέδωσε η καναδική πλευρά- λέει ότι οι Καναδοί αδιαφόρησαν και απέρριψαν τη φιλική ενέργεια των εχθρών τους.
Κι όμως, ένας στρατιώτης, ο Ρόναλντ ΜαΚκίνον, αφού επέστρεψε στο σπίτι του, περιέγραψε μία διαφορετική εικόνα: «Πέρασα καλά τα Χριστούγεννα, δεδομένου ότι ήμουν στο μέτωπο. Την ημέρα των Χριστουγέννων οι Γερμανοί ήταν αρκετά φιλικοί μαζί μας. Ηρθαν να μας δουν και ανταλλάξαμε παστό κρέας με τσιγάρα». Σε άλλες ιστορίες αντάλλαζαν λουκάνικα με κουμπιά.
Σε γράμμα που έστειλε ο βρετανός στρατιώτης Αρθουρ Μπερκ στην οικογένειά του στο Σάλφορντ την ημέρα των Χριστουγέννων το 1916 τόνισε ότι υπήρξε εκεχειρία και μάλιστα κράτησε για μέρες. «Εγινε τόσο συχνό φαινόμενο, ώστε έπρεπε να σταματήσει. Υπήρξαν ημέρες που δεν έφυγε ούτε μία σφαίρα. Παρότι οι διαταγές έλεγαν να ανοίξουμε πυρ, ξέραμε ότι δεν είχε νόημα να το κάνουμε, οπότε δεν το κάναμε. Δύο στρατιώτες μας τιμωρήθηκαν με ποινή 28 ημερών επειδή παραβίασαν τις διαταγές και βγήκαν έξω για να μιλήσουν με τους εχθρούς».
Οι ίδιοι όμως άνδρες θα έπρεπε την επόμενη ημέρα να ανταλλάξουν πυρά. Γι’ αυτό και κάποιοι διοικητές πήραν σκληρές αποφάσεις. Την ημέρα των Χριστουγέννων, το 1916, όταν προσέγγισαν γερμανοί στρατιώτες την 5η μεραρχία του βασιλικού πεζικού, για να ευχηθούν, ο διοικητής έδωσε τη διαταγή στους ελεύθερους σκοπευτές. Τους σκότωσαν εν ψυχρώ.
Οι διοικητές δεν μπορούσαν να επιτρέψουν στους στρατιώτες να παίζουν ποδόσφαιρο με τους εχθρούς. Πώς θα τους διέταζαν να τους σκοτώσουν την επόμενη ημέρα; Αλλά ούτε μπορούσαν να αρνηθούν μία στιγμή κανονικότητας σε νέους, άπειρους άνδρες που κατέβηκαν στο μέτωπο, νομίζοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει τα Χριστούγεννα. Γι’ αυτό και οι περισσότερες ιστορίες φιλίας στα χαρακώματα δεν θα μαθευτούν ποτέ.