Το πρώτο «σοκ» ήταν, θαρρώ, ο Μίμης Δομάζος με τη φανέλα της ΑΕΚ.
Το μάτι δυσκολευόταν να συνηθίσει τον επί 19 χρόνια Στρατηγό του Παναθηναϊκού ντυμένο στα κιτρινόμαυρα. Το ίδιο συνέβαινε, εκείνο το καλοκαίρι του 1978, με τον Αντώνη Αντωνιάδη: Ο πράσινος αρχισκόρερ είχε φορέσει τη στολή του Ολυμπιακού – έμοιαζε με κακόγουστο αστείο.
Τον «κοντό» και τον «ψηλό» κανένας δεν κατηγόρησε που τραυμάτισαν την ποδοσφαιρική μας αισθητική. Ηταν και οι δυο ανεπιθύμητοι στον Παναθηναϊκό εκείνης της εποχής – τι να έκαναν; Η μεταγραφή του Γιώργου Δεληκάρη όμως, από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό, έβαλε φωτιά στα οπαδικά πάθη. Είναι η πρώτη καταγεγραμμένη «προδοσία».
Οχι, ακριβώς, η πρώτη. Η πρώτη που… πόνεσε. Το 1927 ο τερματοφύλακας Λεωνίδας Καλογερόπουλος εγκατέλειψε τον Παναθηναϊκό για χάρη του Ολυμπιακού. Είχαν υπάρξει και άλλοι που μεταπήδησαν από τον έναν «αιώνιο» αντίπαλο στον άλλον: ο Λάκης Σοφιανός, ο Κώστας Παπάζογλου, ο Χάρης Γραμμός… Αλλά, κανείς τους δεν ήταν «λαϊκός ήρωας» στην ομάδα του, όπως ο Δεληκάρης. Οι ολυμπιακοί δεν του το συγχώρησαν ποτέ. Μέχρι το 1981, που εξαφανίστηκε από τα γήπεδα, κυκλοφορούσε με αστυνομική προστασία.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2005, βρήκε έναν τρόπο να ζητήσει «συγγνώμη». Πήγε στην μπουτίκ του Ολυμπιακού για να υπογράψει αυτόγραφα, εξομολογήθηκε ότι μετάνιωσε πικρά που άφησε το «Καραϊσκάκη» και δήλωσε πως θα πεθάνει Ολυμπιακός. Τότε, γιατί πήγε στον Παναθηναϊκό; Για ένα καπρίτσιο. Επειδή έδωσαν το περιβραχιόνιο του αρχηγού στον Κώστα Αϊδινίου, και όχι σε εκείνον.
Το χρήμα άρχισε να βάφει τις φανέλες των παικτών μετά το 1979, όταν το ποδόσφαιρό μας έγινε επαγγελματικό. Το 1981 ο Μάικ Γαλάκος και ο Γιάννης Κυράστας εγκαινίασαν μια σειρά από «αρπαγές» του Γιώργου Βαρδινογιάννη από τον Ολυμπιακό. Ο μεγάλος ντόρος είχε γίνει για τον Γαλάκο. Επειδή ήταν επιθετικός και, μάλιστα, τρομερός γκολτζής. Αλλά, αυτός που συνέδεσε το όνομά του με τη νέα του ομάδα, ήταν ο Κυράστας. Αν και γέννημα-θρέμμα της ομάδας του Πειραιά, λατρεύτηκε από την πράσινη εξέδρα όσο λίγοι. Τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως προπονητής.
Ο Νίκος Σαργκάνης, ο επόμενος «προδότης», εγκατέλειψε τον Ρέντη για την Παιανία το καλοκαίρι του 1985. Ο κορυφαίος -τότε- έλληνας τερματοφύλακας είναι από τους λίγους που το παραδέχονται χωρίς περιστροφές: έφυγε από την αγαπημένη του ομάδα μόνο για τα λεφτά. Η προσφορά που του είχε κάνει ο πρόεδρος του Ολυμπιακού, Σταύρος Νταϊφάς, για την ανανέωση του συμβολαίου του ήταν πολύ χαμηλή. Ετσι, το Φάντομ πήγε στον Παναθηναϊκό, στον οποίο έδωσε τον καλύτερό του εαυτό. Στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας 1988, απέναντι στον Ολυμπιακό, απέκρουσε δύο πέναλτι στη «ρώσικη ρουλέτα». Οταν είσαι επαγγελματίας, «τα δίνεις όλα» για τον σύλλογο που σε πληρώνει.
Μαζί με τον Σαργκάνη είχε αυτομολήσει και ο Νίκος Βαμβακούλας. Οπως έχει αποκαλύψει σε συνέντευξή του (στο Sport24.gr), ο ίδιος ο Νταϊφάς τον είχε προτρέψει να δεχθεί την πρόταση του Βαρδινογιάννη. Η προοπτική ήταν να επιστρέψει σύντομα στον Ολυμπιακό, όταν τα οικονομικά του συλλόγου θα ήταν καλύτερα, όμως ο Βαμβακούλας έμεινε στην Παιανία πέντε ολόκληρα χρόνια.
Την επόμενη δεκαετία, των ’90s, τα πράγματα… αγρίεψαν. Οι χούλιγκαν είχαν κάνει την εμφάνισή τους και η αντιπαράθεση Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού ήταν στο φόρτε της. Οταν ο Στράτος Αποστολάκης φόρεσε τη φανέλα με το τριφύλλι, ξέσπασε πόλεμος. Η ΕΠΟ ματαίωσε τον τελικό του Σούπερ Καπ (μεταξύ του Πρωταθλητή Παναθηναϊκού και του Κυπελλούχου Ολυμπιακού), όμως η κλήρωση του Πρωταθλήματος έβγαλε νωρίς νωρίς το ντέρμπι που όλοι ήθελαν να αποφύγουν – και, μάλιστα, στο «Καραϊσκάκη». Ενα «εγκληματικό» μαρκάρισμα του Τάσου Μητρόπουλου σήκωσε τον Στράτο στον αέρα και ενθουσίασε την εξέδρα. Ο Ολυμπιακάρας είχε αναλάβει να «τιμωρήσει» τον Αποστολάκη. Το… ωραίο είναι ότι, τέσσερα χρόνια αργότερα, πήγε και ο Μητρόπουλος στον Παναθηναϊκό (αφού πέρασε και από την ΑΕΚ). Στα 37 του.
Αφού το είδαμε και αυτό, τίποτα πλέον δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση. Η προσωποποίηση του αντιπαναθηναϊκού μένους με το τριφύλλι στο στήθος; Για όνομα… Αλλά, δεν κράτησε για πολύ. Οι οπαδοί του Παναθηναϊκού δεν κατάφεραν να προσπεράσουν το ότι ο Τάσος είχε κάνει μεγάλη καριέρα στον Ολυμπιακό, εκδηλώνοντας σε κάθε ευκαιρία το μίσος του για την ομάδα τους. Στο ένα και μοναδικό επίσημο ματς (Κυπέλλου) που έπαιξε με την πράσινη φανέλα, όλο το ΟΑΚΑ τον έβριζε εν χορώ μόλις ακουμπούσε την μπάλα. Τα μάζεψε κι έφυγε από την Παιανία.
Η μετακίνηση του Αλέκου Αλεξανδρή από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό, το 1994, έχει πολλά κοινά σημεία με αυτή του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου που, σήμερα, διχάζει την ελληνική ποδοσφαιρική κοινωνία. Η ΑΕΚ τον είχε αποκτήσει από τη Βέροια και τον είχε αναδείξει σε MVP του Πρωταθλήματος, περίπου όπως συνέβη με τον Λάζαρο που ήρθε στον σύλλογο, το 2016, από… τα αζήτητα. Ο Αλεξανδρής συνέβαλε καθοριστικά στην κατάκτηση τριών διαδοχικών τίτλων (1992, 1993, 1994), όπως ο Λάζαρος του εφετινού. Και αμέσως μετά την εγκατέλειψε για τον Ολυμπιακό, όπως ο Λάζαρος. Ισχυριζόμενος ότι το ζήτημα δεν ήταν οικονομικό, αλλά συμπεριφοράς της διοίκησης προς το πρόσωπό του. Οπως υποστηρίζει, τώρα, ο Λάζαρος.
Από τους επόμενους στη λίστα ξεχωρίζουν ο Αντώνης Νικοπολίδης και ο Μιχάλης Κωνσταντίνου. Ιδίως ο αρτινός τερματοφύλακας, που πήγε στον Ολυμπιακό έπειτα από 15 χρόνια θητείας στον Παναθηναϊκό, με τον θρίαμβο του 2004 νωπό ακόμη. Αλλά, πλέον, συνηθισμένα τα βουνά… Οι «προδοσίες» εξακολουθούν να προκαλούν απογοήτευση, οργή, όμως έχουν πάψει να μας εκπλήσσουν. Το μάθαμε: με τους συλλόγους δένονται για πάντα μόνον οι οπαδοί τους – ούτε καν οι ιδιοκτήτες τους.
Στα χρονικά υπήρξε και μια… παραλίγο προδοσία, της οποίας οι λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν πολλά χρόνια αργότερα. Ηταν το 1988, όταν ο Γιώργος Κοσκωτάς έβαλε στο μάτι τον Δημήτρη Σαραβάκο, τον καλύτερο παίκτη του Παναθηναϊκού και του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνη την εποχή. Ο Σαραβάκος δεν σκόπευε να αλλάξει ομάδα. Πήγε στο ραντεβού μόνο και μόνο για να απαλλαγεί από το στενό μαρκάρισμα του Τάμπι. Αντί να του πει ένα ξερό «όχι», θεώρησε καλύτερο να του ζητήσει ένα ποσό αδιανόητο: 600 εκατομμύρια δραχμές. Και ο Κοσκωτάς, που τα ‘χε κλεμμένα, του είπε «ναι»! Συν ένα εκατομμύριο μισθό τον μήνα, συν σπίτι, συν διάφορα μπόνους.
Οπως περιέγραψε τα γεγονότα στην εφημερίδα Εθνος ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Μένιος Σακελλαρόπουλος, το επόμενο βράδυ παραδόθηκαν στον εμβρόντητο Σαραβάκο δύο βαλίτσες με εκατό εκατομμύρια (δραχμές) μετρητά, μια επιταγή 500 εκατομμυρίων και ένα κλειδί τραπεζικής θυρίδας. Η μεταγραφή, όμως, δεν ολοκληρώθηκε. Την πρόλαβε το ξέσπασμα του σκανδάλου και η φυλάκιση του προέδρου του Ολυμπιακού. Μήνες αργότερα, ο Μικρός εμφανίστηκε στην Τράπεζα Κρήτης, στη Βουκουρεστίου, για να επιστρέψει όλα όσα είχε πάρει από τον Κοσκωτά.
Εάν ο Σαραβάκος, που στον Παναθηναϊκό έγινε «σημαία», πείστηκε να πάει στον Ολυμπιακό, γιατί να μην το κάνει ο (κάθε) Χριστοδουλόπουλος; Επειδή έπαιξε δύο σεζόν στην ΑΕΚ; Ολοι έχουν την τιμή τους. Και, όπως είχε πει -τότε- ο Κοσκωτάς στον Σαραβάκο, «εδώ κοτζάμ υπουργοί αλλάζουν κόμμα, δεν θα αλλάξει ο παίκτης ομάδα;».