Ήταν το βράδυ της Τετάρτης 5 Ιουλίου 1972. Στο τότε στάδιο Καραϊσκάκη, ο ΠΑΟΚ μετά από μια εμφατική εμφάνιση, νικάει με δύο γκολ του Γιώργου Κούδα τον Παναθηναϊκο (2-1) και κατακτά τον πρώτο του τίτλο: Το Κύπελλο Ελλάδος. Η νίκη όμως αυτή ήταν -πολύ πριν καθιερωθεί ο όρος!- και «επικοινωνιακή». Ηταν μια νίκη χωρίς διαφημιστές μάνατζερ και δημόσιες σχέσεις που αποθεώνουν τη δύναμη της εικόνας.
Αξίζει να θυμηθούν οι παλιότεροι και να μάθουν οι νεότεροι ότι ο ισχυρός Παναθηναϊκός των Δομάζου, Αντωνιάδη, Καμάρα, Ελευθεράκη τότε, με προπονητή τον διάσημο Μαγυάρο Φέρεντς Πούσκας και με νωπή –μόλις πριν από ένα χρόνο- την παρουσία του στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, είχε ήδη κατακτήσει το πρωτάθλημα 1971-72. Ήταν λογικά το μεγάλο φαβορί. Ήταν η ομάδα που γέμιζε τις οθόνες της ελληνικής τηλεόρασης επί δύο χρόνια.
Έκπληκτοι φίλαθλοι είδαν στην τηλεόραση μια γρήγορη, τεχνική, καλά οργανωμένη ομάδα με παίκτες ισχυρής προσωπικότητας να κυριαρχεί στο γήπεδο. Μόνο που αυτή δεν ήταν ο Παναθηναϊκός. Κούδας, Σαράφης, Τερζανίδης, Ασλανίδης, Αποστολίδης, Ιωσηφίδης, Φουντουκίδης και οι άλλοι συμπαίκτες έδιναν την εντύπωση ενός ανίκητου συνόλου.
Η εικόνα αυτή ήταν και μια δικαίωση του προπονητή Λες Σάνον, ο οποίος είχε έλθει ένα χρόνο πριν στη Θεσσαλονίκη και στον ΠΑΟΚ ύστερα από πρόταση του δημοσιογράφου –ανταποκριτή στο Λονδίνο, Λάμπη Τσιριγωτάκη στον μεγάλο παράγοντα του Δικεφάλου του Βορρά Γιώργο Παντελάκη. Εκείνη τη νύχτα πύκνωσαν τα γεγονότα για το βορειοελλαδίτικο ποδόσφαιρο.
Στη βιογραφία του «Της Ζωής μου το Παιχνίδι», ο Γιώργος Κούδας θυμάται:
«Όταν σήκωσα το κύπελλο είχα τη σιγουριά ότι θα έλθουν τα επόμενα χρόνια κι άλλοι τίτλοι, για τη Θεσσαλονίκη, για τον ΠΑΟΚ, για την προσφυγιά, για τους ηρωικούς μας φιλάθλους. Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκίνηση, τις εκδηλώσεις αγάπης, τις επευφημίες, το μέγα πλήθος όχι μόνο των οπαδών του ΠΑΟΚ αλλά και πολλών άλλων Θεσσαλονικέων και βορειοελλαδιτών φιλάθλων κατά την υποδοχή μας στη Θεσσαλονίκη με το κύπελλο του 1972. Όχι μόνο ο ΠΑΟΚ, όχι μόνο ο αθλητισμός αλλά και ολόκληρη η πόλη είχε ψηλώσει».
Το στάδιο Καραϊσκάκη ήταν κατάμεστο από 40.000 φιλάθλους εκ των οποίων τουλάχιστον 15.000 είχαν έρθει από τη Θεσσαλονίκη για να συμπαρασταθούν στον ΠΑΟΚ.
Στα παραλειπόμενα του τελικού ήταν μια παρέα , με πνευστά, των Θεσσαλονικιών φιλάθλων που έπαιζε το «Μακεδονία Ξακουστή», ενώ ένα από τα συνθήματα που ακούγονταν ήταν: «Απόψε κηδεύουμε του Πούσκας τα παιδιά» !
Ήταν ο 6ος τελικός κυπέλλου (και ο 3ος συνεχόμενος) όπου πήρε μέρος ο ΠΑΟΚ έχοντας ηττηθεί σε όλους του προηγούμενους . Άγρια χαράματα πολλοί Θεσσαλονικείς είχαν συγκεντρωθεί στο αεροδρόμιο της Μίκρας για να αποθεώσουν τους κυπελλούχους. Μόνο που η ομάδα είχε πάει να γιορτάσει σε κέντρο της Αθήνας όπου τραγουδούσαν ο Γιώργος Νταλάρας και ο Στράτος Διονυσίου, ένθερμος οπαδός του ΠΑΟΚ. Λένε πως ο Στράτος, που εκείνο το καλοκαίρι σάρωνε σε πωλήσεις δίσκων με τον πασίγνωστο «Παλιατζή», μόλις είδε να μπαίνει στο κέντρο του η ομάδα με το κύπελλο , άλλαξε τα στιχάκια και τραγούδησε «Πάρε ό,τι θέλεις ΠΑΟκτσή». Απών από την υποδοχή της επόμενης ημέρας από 60.000 Θεσσαλονικείς, ήταν ο μεγάλος αρχηγός Γιώργος Κούδας που έφυγε επειγόντως για το Λονδίνο προκειμένου να εγχειριστεί για το τραύμα του στην ωμοπλάτη.
Για την ιστορία του τελικού του 1972 να θυμηθούμε πως ο Κούδας έδωσε προβάδισμα στον ΠΑΟΚ στο 2ο μόλις λεπτό και έκανε το 2-0 ένα λεπτό πριν τη λήξη . Ο Παναθηναϊκός μείωσε το σκορ σε 2-1 στις καθυστερήσεις με τον Παπαδημητρίου, αλλά δεν προλάβαινε να κάνει κάτι παραπάνω. Ο διαιτητής Χρήστος Μίχας αντί να περάσει, όπως έπρεπε, απαρατήρητος έκανε μια κακή διαιτησία με αποκορύφωμα την ακύρωση ενός από τα καλύτερα γκολ που έχουν μπει στα ελληνικά γήπεδα. Με ένα θεαματικό «ψαλίδι» ο Γιάννης Μαντζουράκης (σημερινός γνωστός προπονητής) έστειλε τη μπάλα στο «γάμα» της εστίας του Παναθηναϊκού. Ο Μίχας το ακύρωσε ως… επιθετικό φάουλ με την εικόνα να τον εκθέτει αφού κανένας αμυντικός δεν ήταν καν σε απόσταση ενός μέτρου από τον Μαντζουράκη.
Η Ομοσπονδία Διαιτητών Ποδοσφαίρου τιμώρησε τον Μίχα με δίμηνο (1-9-1972 έως 30-11-72) αποκλεισμό για τα φαλτσοσφυρίγματά του. Μόνο που ο τελευταίος είχε μια ακόμα… συνάντηση με τη Θεσσαλονίκη αλλά με θύμα ομάδα από το εξωτερικό: Αδίκησε προκλητικά -όπως έγραψε ο Τύπος σε όλη την Ευρώπη- την Λιντς και της στέρησε το τρόπαιο στον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων με τη Μίλαν που έγινε στο Καυτανζόγλειο της Θεσσαλονίκης το 1973.
Ήταν τα χρόνια της μικρής οθόνης χωρίς άλλο, που έμπαινε με ορμή στο 24ωρο των απλών ανθρώπων. Ήταν τότε που ερήμωναν οι δρόμοι ενώ όλη η Ελλάδα καθηλωμένη μπροστά στην ασπρόμαυρη τηλεόραση έβλεπε επιτέλους έναν αγώνα. Μόλις είχαν αρχίσει οι ζωντανές μεταδόσεις και ο κόσμος απολάμβανε τα ματς που πριν δυο χρόνια, άκουγε μόνο στο ραδιόφωνο του σπιτιού ή το τρανζιστοράκι!
Σε κάθε γειτονιά, στις πολυκατοικίες, στα δημοφιλή τότε διώροφα ακόμα και στα χαμόσπιτα κάθε οικογενειάρχης που ήθελα να αποφύγει τη μουρμούρα της συζύγου και τα παραπονεμένα βλέμματα των παιδιών του, έπρεπε να βάλει τηλεόραση στο σπίτι. Έστω και με δανεικά ή με δόσεις. Και ο ίδιος βέβαια σαν φίλαθλος, όπως ήταν οι πιο πολλοί, θα έλυνε το δικό του πρόβλημα. Είχε και ο ίδιος βαρεθεί να πηγαίνει έξω από καταστήματα ηλεκτρικών ειδών ή σε κατάμεστα σαλόνια φίλων και συγγενών ή σε ασφυκτικά γεμάτα πρακτορεία ΠΡΟΠΟ.
Χαρακτηριστική είναι η διήγηση του δημοσιογράφου Μανώλη Μαυρομάτη για έναν αγώνα που μετέδωσε η δημόσια τηλεόραση και θεωρείται ένας από αυτούς που συγκέντρωσαν ιλιγγιώδη τηλεθέαση: «Νεαρός αθλητικός συντάκτης τότε, ήμουν στην πλατεία έξω από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, περιμένοντας να τελειώσει η παράσταση της συζύγου μου Ρένας Βενιέρη που έπαιζε στον “Βασιλιά Ληρ” με τον κορυφαίο ηθοποιό Μάνο Κατράκη. Οι φίλοι του σαιξπηρικού θεάτρου, λίγοι πάντως, είχαν πάει στο Δημοτικό Θέατρο. Οι πιο πολλοί είχαν μείνει στο σπίτι εκείνο το βράδυ της 9ης Μαρτίου 1971 λόγω της τηλεοπτικής μετάδοσης του ματς Έβερτον – Παναθηναϊκός που γινόταν στην πατρίδα του Σαίξπηρ, την Αγγλία, στο γήπεδο “Γκούντισον Παρκ”. Θυμάμαι λοιπόν ότι έξω από το θέατρο, δεξιά βγαίνοντας, υπήρχε ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών. Στο τζάμι ανάμεσα σε πολλούς περαστικούς είχα κολλήσει και εγώ τη μούρη μου για να δω κάτι από το ματς. Το θέατρο πάντα μου άρεσε, αλλά εκείνο το βράδυ παρακαλούσα να αργήσει να τελειώσει την παράσταση ο… Σαίξπηρ. Σημειώθηκε και ένα σπουδαίο αποτέλεσμα για το ελληνικό ποδόσφαιρο (1-1) με το ιστορικό γκολ του Αντώνη Αντωνιάδη».
Μεγάλο κίνητρο για να χρεωθεί κανείς τότε και να βάλει στο σπίτι τηλεόραση ήταν και τα δημοφιλή σήριαλ, των οποίων η φήμη ακόμα αντέχει, όπως ο «Άγνωστος Πόλεμος», με τον «Βαρτάνη», Άγγελο Αντωνόπουλο, «Η Γειτονιά μας», το «Εκείνος κι εκείνος» με τον Λουκά (Βασίλης Διαμαντόπουλος) και τον Σόλωνα (Γιώργος Μιχαλακόπουλος), ο «Ανθρωπος δίχως πρόσωπο» (Έλλη Φωτίου, Στέφανος Ληναίος) και ο «Παράξενος ταξιδιώτης» (Αλέκος Αλεξανδράκης Αλέξης Δαμιανός, Νόνικα Γαληνέα).
Έβλεπες λοιπόν εκείνα τα χρόνια 1970-1973 καθημερινά σε ταράτσες και κεραμίδια να «φυτρώνουν» οι κεραίες των τηλεοράσεων. Τις θυμούνται τις μάρκες οι παλιότεροι: Uranya, Pitsos, Izola, Brandt, Loeve Opta, Saba, Grundig… Σε ξύλινη κάσα οι πιο σικ, σε μεταλλική, σε πλαστική οι άλλες. Η τηλεοπτική καθημερινότητα ήρθε σχετικά αργά στην Ελλάδα. Μέχρι το 1968-69 ελάχιστες χιλιάδες σπίτια είχαν τηλεόραση, η οποία βεβαίως δέσποζε στο σαλόνι και μάζευε όλο το συγγενολόι και τη γειτονιά.
Αργά, αν σκεφτεί κανείς ότι στην Αγγλία η τηλεόραση μάζεψε δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων απέναντι της για πρώτη φορά, με την ευκαιρία της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ τον Ιούνιο του 1953 , όταν το BBC έκανε έναν δημοσιογραφικό και τεχνικό άθλο με μια άψογη ζωντανή μετάδοση σε ραδιόφωνο και τηλεόραση ταυτοχρόνως. Ήταν μια λαμπρή τελετή στέψης η πρώτη, που μεταδόθηκε τηλεοπτικά σε όλο τον κόσμο. Σαν υπέροχο «σκηνικό» ήταν τα τρία εκατομμύρια Λονδρέζων και ξένων που πλημμύρισαν τους δρόμους για ζήσουν την στιγμή.
Στις 28 Μαΐου 1969 για πρώτη φορά οι έλληνες φίλαθλοι είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν τηλεοπτικά ένα μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα. Ήταν ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με αντιπάλους την ήδη ιστορική Μίλαν και τον ανερχόμενο Άγιαξ, που θα κυριαρχούσε τα επόμενα χρόνια. Το σκορ ήταν 4-1 υπέρ των Ιταλών. Ο Γιάννης Διακογιάννης που έκανε τη μετάδοση, από τα στούντιο του ΕΙΡ στον Πύργο του ΟΤΕ στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου, ξεκινούσε μόλις την μεγάλη του πορεία.