Με την ευκαιρία του τελικού ΑΕΚ-ΠΑΟΚ, μιας αναμέτρησης που έρχεται από πολύ μακριά, σκέφτηκα να παρουσιάσω εδώ τρία στιγμιότυπα με θέμα τον ΠΑΟΚ και την ΑΕΚ, δύο μεγάλων συλλόγων αλλά και θρύλων του δημόσιου πιστεύω μας, με τεράστια κοινωνική και αθλητική τους απήχηση.
Το ένα μας πάει ογδόντα χρόνια πριν στη μικρή και ρομαντική τότε Θεσσαλονίκη, το άλλο στα 1959 όταν με αφορμή την Έκθεση συνέρρεε πάνω όλη κοσμική, θεατρική και μουσική ελίτ της χώρας κάνοντας και ένα πέρασμα από την ολοκαίνουργια Τούμπα και η τρίτη στο καλοκαίρι του 1976, στο μεθυστικό εκείνο πανηγύρι του πρώτου τίτλου του ΠΑΟΚ.
Αλλά γιατί το κάνω;
Αυτόν τον κόσμο τον παλιό, άλλοι τον είχαν πρώτα, λέει ο ποιητής. Έχουν πλάκα οι –ανιστόρητες τις λέω εγώ- κόντρες σημερινών, νεαρών κυρίως, στα social media και στα αθλητικά site όπου ξεχωρίζω την τάση να θεωρούνται ανάξια συζήτησης ως… παλαιολιθικά, τα όσα έγιναν στο ποδόσφαιρο, ας πούμε, του 1980 και του 1990!
Ποιος Σκαρτάδος και Κωστίκος ποιος Σαβέφσκι και Μαύρος , ποιος Αναστόπουλος και Σαραβάκος. Αυτοί, οι τίτλοι τους, τα κατορθώματά τους, τα γήπεδά τους, τα πάθη τους μαζί μ’ αυτά των φιλάθλων τους, πάνε στα αζήτητα καθώς το σύγχρονο ποδόσφαιρο της ξέφρενης εμπορευματοποίησης , των υπόγειων συναλλαγών και του «πρόεδρα», ζει ένα ατέλειωτο διογκωμένο σήμερα. Είναι ελληνικό το φαινόμενο; Χμ… Δεν ξέρω.
Είμαι σε θέση όμως να σας διαβεβαιώσω ότι η Πρέμιερ Λιγκ στηρίζει το μύθο, την εμπορικότητά, και το brand της σε μεγάλο βαθμό στην ιστορία των ομάδων της. Στα υπέροχα μουσεία, στις ατέλειωτες εκδόσεις , στα αγάλματα του Μπόμπι Μουρ της , του Ματ Μπάσμπι της. Στο μύθο που ξεκινά τη δεκαετία του 1870. Αλλά, «που να σου εξηγώ»…
Σκηνή πρώτη
Δυο χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, μαίνονταν οι ποδοσφαιρικές συζητήσεις στις παρέες των εφήβων. Στη Χαλκέων, στην παραλία του Λευκού Πύργου, στον Άγιο Δημήτριο… Το πάθος και η τύφλα η οπαδική θυμίζουν τα σημερινά καμώματα, χωρίς όμως τους χουλιγκάνους και την τυφλή βία των ημερών μας.
Η παρακάτω διήγηση με τη μαγεία της πένας του αείμνηστου ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη -κομμάτι της «ποδοσφαιρικής του αυτοβιογραφίας»- έχει «ψωμί» και μας μεταφέρει τα παθήματα ενός ΑΕΚτσή μαθητή μες στην σφηκοφωλιά των ΠΑΟΚτσήδων στην προπολεμική Θεσσαλονίκη .
«Πρέπει να ήτανε το 1937 ή το ’38, που στη μέση της χρονιάς μας ήρθε ένας καινούργιος συμμαθητής από ένα γυμνάσιο της Αθήνας, ο πατέρας του είχε πάρει μετάθεση, ανώτερος εφοριακός, δικαστικός, κάτι τέτοιο. Με περισσή αφέλεια μας δήλωσε από την πρώτη στιγμή ότι είναι ΑΕΚ γιατί η μανά του είναι Κωνσταντινουπολίτισσα και ο αδελφός του είναι πολύ φίλος μ’ ένα δεύτερου ξάδερφο του άλλου μεγάλου Κλεάνθη, του φημισμένου ξανθού Αετού , του Κλεάνθη Μαρόπουλου, που μας είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο με τα τρομαχτικά του σουτ και τις νταντελένιες του ντρίπλες, αλλά που θανάσιμα τον θαυμάζαμε και ονειρευόμασταν: αχ, γιατί να μην είναι δικός μας, μια τέτοια παιχτάρα!
Το καημένο, το αφελές παιδί, που τόλμησε ανοιχτά να διακηρύξει την πίστη του, έπρεπε να πληρώσει την ανατριχιαστική αποκοτιά του το λιγότερο μ’ ένα ξεγυρισμένο ξύλο άπαξ της εβδομάδος ώσπου να βάλει μυαλό και να φωνάξει “ήμαρτον”. Αλλά κατά μεγαλειώδη τρόπο φερθήκαμε όλοι σαν οξφορδιανοί απόφοιτοι, όταν διαπιστώσαμε πως ο καινούργιος συμμαθητής μας είχε μια μικρή αναπηρία στο δεξί του πόδι που τον εμπόδιζε να τρέξει και επομένως κάθε χειροδικία θα αποτελούσε ανανδρία αισχίστης μορφής.
Ένα Σάββατο απόγευμα (καθιερωμένη μέρα των δύο κινηματογράφων, ένας στις 3-5 και ο δεύτερος 6-8 ) με το καλό παιδί που σύντομα είχαμε γίνει φίλοι γκαρδιακοί, παρά τη σωματειακή άβυσσο που μας χώριζε, ήμασταν στα “Διονύσια”- θυμάμαι πως το σημαδιακό κείνο απόγευμα έπαιζε την Κάστα Ντίβα, σε μια στιγμή , μέσα στο σκοτάδι, με σκουντά και μου ψιθυρίζει με σπασμένη σχεδόν λυγμική φωνή: “Δες τους , εκεί μπροστά μας είναι όλοι”.
“Ποιοι όλοι;” Του λέω ψιθυριστά κι εγώ. “Μα δεν βλέπεις; Να ο Κλεάνθης, να κι ο Τζανετής και Κοντούλης, και ο Ρίμπας και ο Μάγειρας”. Σχεδόν αμέσως ανάψανε τα φώτα για το διάλειμμα. Τότε τους είδα κι εγώ.
Όλη η ομάδα της ΑΕΚ , άρτι αφιχθείσα εξ Αθηνών για το αυριανό κυριακάτικο παιχνίδι -τότε οι ομάδες δεν έρχονταν αυθημερόν, ούτε αεροπορικώς βέβαια- βγήκε να ξεσκάσει στο σινεμά και τώρα να, μπροστά μας αυτοπροσώπως “τα παιδιά” μας, κατά το φίλο μου, “οι κωλοαθηναίοι” κατ’ εμέ και την παρέα μου.
Αλλά τι βλέπουνε τα μάτια μου; Ή δεν βλέπουνε καλά; Μέσα στη θορυβώδικη νεανική συντροφιά που σαχλαμάριζε, αισχρολογούσε και πετούσε σαϊτες σε κάτι κορίτσια που κάθονταν πιο μπροστά, μέσα σ’ αυτή λοιπόν την τρελοσυντροφιά, πρώτοι και καλύτεροι -φάπα και αγκαλιές και καλαμπούρι- μα βλέπουν καλά τα μάτια μας; Και δύο τρία από τα δικά μας «παιδιά», απ’ τα δικά μας λιοντάρια, πρώτος και καλύτερος ο Πανίδης, από κοντά και ο Κουκουλάς, ω φρίκη, σίγουρα κάτι δεν πάει καλά στο ρυθμό του κόσμου!
Παρέα δικοί μας μ’ αυτούς; Σαν να μην συμβαίνει τίποτα; Σα να μην τους περιμένουνε να τους λιώσουνε, να τους τσακίσουνε, να τους πάρουν και τα σώβρακα στον αυριανό αγώνα; Γύρισα ωχρός στον φιλαράκο μου.
-Λες να ‘ναι πουλημένοι: του ψιθύρισα. Λες να τα ‘χουνε φτιάξει πλακάκια και μας κοροϊδεύουνε; Και δε φοβούνται μην τους δει κανένας παράγοντας και τους κάνει ρεζίλι αύριο στις εφημερίδες;
-Όχι, μου λέει αυτός. Δεν είναι έτσι, τα πράγματα. Απλώς εσύ είσαι φανατικό σκυλί! Έτσι ήμουνα κι εγώ, ως πέρσι, αλλά ο αδελφός μου, που’ ναι φοιτητής, μου έμαθε γιατί δεν πρέπει να είμαι. Άλλο οπαδός, άλλο φανατικό σκυλί. Ο οπαδός πονά, χαίρεται, αγαπά, υποφέρει, αλλά σκέφτεται κιόλας και βλέπει και το δίκιο του άλλου. Το φανατικό σκυλί δεν σκέφτεται, δεν μπορεί να σκεφτεί και κάνει ότι του λένε. Ο αδερφός μου λέει πως στο φανατικό σκυλί αν του πούνε να σκοτώσει, θα πάει και θα σκοτώσει. Ως εκεί.
-Λες να ‘ναι και στα πολιτικά το ίδιο ή μόνο στην μπάλα; Λέω στο φίλο μου.
-Πού να ξέρω, δεν μου το ‘πε αυτό ο αδελφός μου, το μόνο που μου είπε, μπορεί και πάνω σ’ αυτό είναι: να ‘χεις τις ιδέες σου, να τις υποστηρίζεις ως το τέλος, αλλά μην ξεχνάς πως και ο αντίπαλος σου έχει ιδέες και έχει δικαίωμα να τις υποστηρίζει κι αυτός.
Γύρισα στο σπίτι μου αφάνταστα μπερδεμένος. Ο κόσμος δεν ήταν καθόλου απλός».
Σκηνή δεύτερη
Το γήπεδο της Τούμπας εγκαινιάστηκε την Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 1959. Ο ΠΑΟΚ μετακόμιζε από το θρυλικό του γήπεδο στο Συντριβάνι (εκεί που είναι τώρα η Θεολογική Σχολή απέναντι από τη Διεθνή Έκθεση). «Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Τούμπα» έλεγε το σλόγκαν εκείνων των ημερών που άκουγες στο ραδιόφωνο και διάβαζες στις εφημερίδες. Στα εγκαίνια είχε κληθεί για πανηγυρικό φιλικό αγώνα η ΑΕΚ. Ο δικέφαλος του Νότου, η ομάδα την οποία ενώνει με τον ΠΑΟΚ η Κωνσταντινούπολη. Μεγάλοι παίκτες ξεδίπλωσαν τις αρετές τους στο νέο γήπεδο. Κιουρτζής, Κουϊρουκίδης, Τσίντογλου, Σταματιάδης, Σοφιανίδης, Σεραφείδης…
Το ματς έληξε 1-0 υπέρ του ΠΑΟΚ και αξίζει να σημειωθεί πως ο αγωνιστικός χώρος ήταν υπέροχος με έναν ολοκαίνουργο χλοοτάπητα, όπως έγραψαν την άλλη μέρα τα «Αθλητικά Νέα»: «Το πράσινο ταπέτο απλώνεται μεγαλόπρεπο μπροστά περιμένοντας τα νιάτα για τον ευγενικό τους αγώνα».
Διηγείται ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Ντίνος Χριστιανόπουλος: «Ο πατέρας μου πήγαινε στον ΠΑΟΚ. Είχε φτιάξει ένα μεγαλούτσικο πανό με χαρτόνι όπου εγώ του έγραψα με μεγάλα γράμματα “Μπιζίμ ΠΑΟΚ”: Ο δικός μας ΠΑΟΚ ! Τιμούσε έτσι και όλους τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης απ’ όπου καταγόταν. Όταν έχανε ο ΠΑΟΚ έφτανε στο σπίτι σιωπηλός και με διπλωμένο το πανό χωρίς όρεξη για κουβέντα».
Από τις εφημερίδες της εποχής: «Δύο φανατικοί φίλοι του ΠΑΟΚ, Κουβουκλιανός και Χατζηθεοδώρου ταξίδεψαν από το Μόναχο οδηγώντας τριάντα ώρες, διότι άκουσαν από το ραδιόφωνο για τα εγκαίνια και δεν θα μπορούσαν να λείψουν»!
Εκείνες τις μέρες έσπαγε τα ταμεία των σινεμά της Θεσσαλονίκης η ταινία «Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο» με τη Βουγιουκλάκη ενώ καλά τα πήγαινε και μια άλλη πολυσυζητημένη αφελής κωμωδία της εποχής : «Διακοπές στην… Κολοπετεινίτσα». Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν και ο μεγάλος Βασίλης Λογοθετίδης με την παρτενέρ του Ίλυα Λιβυκού. Έπαιξε στο ΠΑΛΛΑΣ για λίγες μέρες την κωμωδία του Στέφανου Φωτιάδη «Ο γαμπρός μου ο δικηγόρος».
Σκηνή τρίτη
Εκείνη την Άνοιξη του 1976 θυμάμαι πολλά ζεστά απογεύματα, πολλές συζητήσεις και ερωτήματα για το θάνατο του Αλέκου Παναγούλη από περίεργο τροχαίο και μια αίσθηση στην πόλη ότι ο ΠΑΟΚ πάει για μεγάλα πράγματα. Μοιράζαμε τις Κυριακές μας μεταξύ Τούμπας και Καυταντζογλείου όπου διέπρεπε ο Βασίλης Χατζηπαναγής ετοιμάζοντας εκείνη την ομάδα για το κύπελλο που τελικά ήρθε στις της 9 Ιουνίου , σε έναν αγώνα έμεινε στη μνήμη των φιλάθλων ως «η νύχτα που χάθηκε η μπάλα».
Ο ΠΑΟΚ που είχε πάρει ήδη σε μόλις τέσσερα χρόνια δύο κύπελλα ενώ έπαιξε και σε άλλους δύο τελικούς, Το παιχνίδι που δεν θα ξεχάσω έγινε 2 Μαΐου 1976 στην κατάμεστη Τούμπα. ΠΑΟΚ εναντίον ΑΕΚ που είχε φοβερή ομάδα κυρίως επιθετικά, και επρόκειτο να κρίνει έναν τίτλο. Τον πρώτο τελικά που πήρε εκείνη η ώριμη ομάδα του Λόραντ. Δεν ξέρω αν θυμάμαι, πρωτοετής φοιτητής τότε, το γκολ από αυτά που είδα στο γήπεδο ή από τις ατέλειωτες συζητήσεις αλλά και τα δημοσιεύματα που ακολούθησαν.
Ήταν στο 89′ όταν με μια κούρσα από δεξιά ο Γούναρης έδωσε στον Αποστολίδη ο οποίος κόπηκε με φάουλ από τον Απόστολο Τόσκα. Το εκτέλεσε ο Κούδας και στην αναμπουμπούλα της διεκδίκησης της μπάλας από τον Λάκη Νικολάου και τον Παναγιώτη Κερμανίδη, επωφελήθηκε ο Νέτο Γκουερίνο ο οποίος από τη γωνία της μικρής περιοχής έβαλε το γκολ μπροστά στη θύρα 4! Η εικόνα του να είναι ανεβασμένος στα κάγκελα της «4», και να πανηγυρίζει έξαλλα υψώνοντας γροθιές δεν ξεχνιέται εύκολα. Ίσως να είναι γκολ του ΠΑΟΚ που πανηγυρίστηκε περισσότερο, μαζί με το γκολ του Βρύζα εικοσιένα χρόνια αργότερα μέσα στο Χάϊμπουρι κατά της Αρσεναλ.