O μεγαλοπρεπής «Τιτανικός» στο Σαουθάμπτον το 1912 | Sminsthonian Mag
Θέματα

Η όχι και τόσο ευνόητη σαγήνη του «Τιτανικού»

Προοριζόταν για σύμβολο τεχνολογικής υπεροχής έμεινε όμως τελικά στην ιστορική μνήμη ως συνώνυμο της απόλυτης καταστροφής. Ο μύθος του «Τιτανικού» δημιουργήθηκε για λάθος λόγους, αναπαράχθηκε με διαφορετικούς σκοπούς, εξακολουθεί όμως να γοητεύει.
Μάρκος Καρασαρίνης

Το 2012 ένα φάντασμα πλανιόταν πάνω από την παγκόσμια οικονομία – εκείνο του «Τιτανικού». Με αφορμή την εκατοστή επέτειο από τη βύθιση του σκάφους στις 15 Απριλίου 1912, ο διάσημος ιστορικός Σάιμον Σάμα, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, σημείωνε σε άρθρο του στο περιοδικό Newsweek ότι «το αβύθιστο πλοίο της γραμμής που λέγεται παγκόσμιος καπιταλισμός συγκρούστηκε πρόσφατα με το παγόβουνο που ακούει στο όνομα Lehman Brothers. […] Και τώρα, όπως και τότε, την πληρώνουν όσοι βρίσκονται στα πιο χαμηλά καταστρώματα». «Τουλάχιστον», κατέληγε, «θα ήταν υπερβολικό αυτή τη φορά να ζητήσουμε να υπάρχουν αρκετές σωσίβιες λέμβοι για όλους – για εμάς στην Γ΄ Θέση, όπως και για τους κυρίους και τις κυρίες που διάγουν τη μεγάλη ζωή στις πολυτελείς αίθουσες;».

Ηταν μια ρητορική ερώτηση για το παρόν αρθρωμένη άψογα με όρους του παρελθόντος – ενός παρελθόντος όμως που, παραδόξως, αποτελεί κοινή γλώσσα για όλους μας. Η επίκληση του «Τιτανικού» ως ανθρώπινης τραγωδίας ή συνώνυμου ολοκληρωτικής αποτυχίας, η απεικόνισή του ως πολυπρόσωπου δράματος στη μεγάλη οθόνη, η γοητεία που ασκούν οι περιστάσεις της απώλειάς του έχουν δημιουργήσει έναν ιδιότυπο μύθο, ο οποίος εδώ και μια πενταετία έχει εισέλθει αισίως στον δεύτερο αιώνα του.

Στο ναυπηγείο, εργάτες θαυμάζουν τις προπέλες του τεχνολογικού αυτού θαύματος. Το ναυάγιο του «Τιτανικού» θεωρείται από πολλούς ως προοικονομία της τραγωδίας που θα βίωνε η ανθρωπότητα από τις μηχανές στα πεδία μάχης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

Το τότε μεγαλύτερο πλοίο του κόσμου δεν περίμενε φυσικά ένα ατύχημα της Ιστορίας για να εγγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό, είχε αναχθεί σε σύμβολο πριν ακόμη από την καθέλκυσή του, στις 31 Μαΐου 1911. Διόλου τυχαία σε γράφημα της εποχής οι Los Angeles Times συνέκριναν τις διαστάσεις του με μνημεία όπως η πυραμίδα του Χέοπα και η Βασιλική του Αγίου Πέτρου: με συνολικό κόστος 10 εκατομμύρια δολάρια, εκτόπισμα 46.328 τόνων, ατμοστροβίλους που απέδιδαν 50.000 ίππους, δυνατότητα μεταφοράς 3.547 επιβατών, ταχύτητα 23 κόμβων, πισίνα, γυμναστήριο, τούρκικο χαμάμ, τρεις βιβλιοθήκες, γήπεδο σκουός, σαλόνια 25 τετραγωνικών στις σουίτες της Α΄ θέσης, το υπερωκεάνειο της φημισμένης βρετανικής εταιρείας White Star Line αποτελούσε πια την κορωνίδα των ανθρώπινων επιτευγμάτων.

Εκ των υστέρων, η σύγκρουση με το παγόβουνο στο παρθενικό του ταξίδι έλαβε άλλες διαστάσεις: θεωρήθηκε κατά καιρούς προοικονομία των κατακλυσμιαίων κοινωνικών αλλαγών που θα προέρχονταν από τη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, απόδειξη της ύβρεως της σύγχρονης τεχνολογίας, πιστή απεικόνιση των ιδανικών και των αποτυχιών της νεωτερικότητας. Σήμερα, εν όψει της 105ης επετείου, η περιοδεύουσα έκθεση με αντικείμενα από το ναυάγιο και το (εικοσαετές, πλέον) κινηματογραφικό έπος του Τζέιμς Κάμερον προσελκύει πλήθη στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, ένα υψηλής ευκρίνειας βιντεοπαιχνίδι που θα επιτρέπει στον χρήστη να περιπλανηθεί σε κάθε σημείο του σκάφους ετοιμάζεται από μια ομάδα αμερικανών φαν, η κινεζική εταιρεία Βουτσάνγκ ανακοινώνει την κατασκευή μιας ρέπλικας του «Τιτανικού» προορισμένης να λειτουργήσει ως μόνιμο έκθεμα σε θεματικό πάρκο της επαρχίας Σιτσουάν.

Πού οφείλεται άραγε η διαχρονική έλξη; Ενας λόγος φυσικά είναι το μέγεθος της τραγωδίας: τα 1.514 θύματά της την κατατάσσουν ως σήμερα μεταξύ των χειρότερων ναυτικών καταστροφών σε καιρό ειρήνης. Ενας δεύτερος είναι το ισχυρό σοκ του reality check: ο θετικισμός, η λατρεία της μηχανής και της προόδου που συνόδευε τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (1870-1914) και τα δικά της θαύματα, το Κρίσταλ Πάλας στο Λονδίνο, τον Πύργο του Αϊφελ στο Παρίσι, το αυτοκίνητο και την ηλεκτροδότηση, δέχθηκε σημαντικό κλονισμό στον διανοητικό χάρτη της κοινής γνώμης με τη θεαματική απώλεια ενός συμβόλου της ανθρώπινης κυριαρχίας επί της φύσης.

Αφότου απέπλευσε από το Σαουθάμπτον την 10η Απριλίου 1912, ο Τιτανικός σταμάτησε στο Χερβούργο στη Γαλλία και στο Κουίνσταουν (σήμερα Κοβ) στην Ιρλανδία, προτού κατευθυνθεί δυτικά προς τη Νέα Υόρκη. Στις 14 Απριλίου 1912, μετά από τέσσερις ημέρες ταξιδιού και 375 μίλια (600 km) νότια της Νέας Γης, συγκρούστηκε με ένα παγόβουνο στις 23:40 ώρα πλοίου. Λίγο πριν τις 02:20 της 15ης Απριλίου 1912 το πλοίο έσπασε στα δύο και άρχισε να βυθίζεται ταχύτερα, με περισσότερα από χίλια άτομα ακόμη εν πλω.

Μία ώρα και δέκα λεπτά αφότου βυθίστηκε ο «Τιτανικός», το επιβατηγό πλοίο RMS Carpathia της Cunard έφτασε στο σημείο της βύθισης, όπου περισυνέλεξε 705 επιζώντες.

Κατά μία έννοια όμως ο θρύλος του «Τιτανικού» συγκροτείται δια της τεχνολογίας – της ραγδαίας ανάπτυξης των μέσων μαζικής επικοινωνίας. Η αρχική κάλυψη του γεγονότος από τον Τύπο επέτρεψε σε επιζώντες και συγγενείς να καταθέσουν άμεσα την εμπειρία τους – και σε άσχετους, όπως επισημαίνει ο καθηγητής αγγλικής λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ Τζον Γουίλσον Φόστερ, να ισχυριστούν ότι είχαν ονειρευτεί ή πληροφορηθεί από πνεύματα το επερχόμενο κακό. Ο κινηματογράφος συναγωνίστηκε επαρκώς σε ταχύτητα τη δημοσιογραφία, με την πρώτη ταινία («Saved from the Titanic») να εμφανίζεται στις αίθουσες 29 μόλις μέρες μετά το συμβάν: η πρωταγωνίστρια της, η αμερικανίδα ηθοποιός Ντόροθι Γκίμπσον, είχε η ίδια σωθεί από το ναυάγιο. Θα ακολουθούσαν άλλες επτά εκδοχές, ταινίες καταστροφής, ρομαντικά δράματα, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο και η Κέιτ Γουίνσλετ – αλλά και μια προπαγανδιστική ναζιστική εκδοχή του 1943 την οποία ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς είχε οραματιστεί ως καταγγελία των αδίστακτων Αγγλο-αμερικανών καπιταλιστών.

Αφίσα τoυ γερμανικού φιλμ προπαγάνδας του 1943 για το ναυάγιο του «Τιτανικού».

«Ο μύθος», γράφει ο άγγλος συγγραφέας Α. Ν. Γουίλσον, «είναι μια ιστορία με την οποία οι άνθρωποι ορίζουν τον εαυτό τους». Σε μια τέτοια ιστορία η απουσία είναι εξίσου σημαντική με την παρουσία.

Αν θέλει να αντιληφθεί κανείς το πραγματικό μέγεθος του διανοητικού πλήγματος που προκάλεσε το ναυάγιο, θα πρέπει να προσέξει μια λεπτομέρεια της μετέπειτα απεικόνισής του. Ενώ στις 23 συνολικά κινηματογραφικές αποδόσεις, τηλεταινίες και μίνι σειρές για τον «Τιτανικό» η καταβύθιση αποτελεί το θεματικό επίκεντρο, οι σκηνές της επιστροφής των επιζώντων δεν απεικονίζονται σχεδόν ποτέ.

Στιγμιότυπο από το κατάστρωμα του «Καρπάθια». Επιζώντας, κυρίως γυναίκες, με τα νυχτικά τους και χωρίς τους συζύγους τους, προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι είχε συμβεί

Η προβλήτα της Νέας Υόρκης, κατάμεστη από κόσμο στις 18 Απριλίου 1912, απουσιάζει πάντοτε, το ποντοπόρο «Καρπάθια» που μεταφέρει τους 705 διασωθέντες το ίδιο. Λείπουν, κατά συνέπεια και τα πρόσωπα του δράματος. Οι επιζήσαντες του «Τιτανικού», γυναίκες στη μεγάλη τους πλειοψηφία, θα έδιναν στην εικόνα έναν πολύ σκοτεινότερο τόνο από όσο επιτρέπουν οι κανόνες της βιομηχανίας της διασκέδασης. Μια αυτόπτης μάρτυρας, η νεαρή Δανέζα Κάρλα Τζένσεν, τις περιγράφει «άλλες απαθείς, με τα βλέμματα στυλωμένα στο κενό, […] άλλες να περιπλανώνται ουρλιάζοντας τα ονόματα των συζύγων τους, άλλες απλώς να κλαίνε». Οι μύθοι, βλέπετε, για να οικοδομηθούν στερεά οφείλουν να αγκιστρώνονται σε μια στιγμή μεγαλείου ή τραγωδίας – και να παραλείπουν έντεχνα τη σκληρή πεζότητα του μετά.