Ηταν η χρυσή εποχή του Χόλιγουντ. Η εποχή του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, του Κάρι Γκραντ, του Τζέιμς Στιούαρτ, του Κλάρκ Γκέιμπλ, του Κερκ Ντάγκλας – ο μόνος θεός από αυτήν την παρέα που βρίσκεται ακόμη στη Γη. Αλλά ήταν και η εποχή του Γκρέγκορι Πεκ, του θεού που αν ζούσε θα έκλεινε αυτές τις ημέρες τα εκατό του χρόνια.
Αυτός ο θεός γεννήθηκε στις 5 Απριλίου του 1916 σε ένα χωριό της Καλιφόρνιας από μια οικογένεια ιρλανδών μεταναστών. Για να γίνει ένας αντιστάρ με ατσαλάκωτο κουστούμι και σύμβολο της δημοκρατικής Αμερικής. Το ελαφρύ ανασήκωμα του φρυδιού του ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ερμηνευτικά του εργαλεία στο κάπως στεγνό αλλά απολύτως φυσικό παίξιμο του. Στην καριέρα του έπαιξε σε περισσότερες από πενήντα ταινίες. Και σε πολλές από αυτές ενσάρκωνε πολύ πειστικά έναν πολύ ελκυστικό συνδυασμό ηθικής ακεραιότητας και προοδευτικών αξιών. Δημοσιογράφος στην υπηρεσία της ενημέρωσης, έντιμος δικηγόρος, παράνομος πιστολέρο με χρυσή καρδιά, αλλά και ερωτευμένος ρεπόρτερ, μοναχικός καβαλάρης, ηρωικός αξιωματικός, τρυφερός σερίφης, στρατιωτικός ψυχίατρος με ανοικτούς ορίζοντες: ο ηθοποιός Γκρέγκορι Πεκ ήταν όλα αυτά μαζί.
Ο πιο σημαντικός ρόλος του ήταν αναμφίβολα στο «Σκιές στη σιωπή», την ταινία που βασίστηκε στο βιβλίο της πρόσφατα χαμένης Χάρπερ Λι «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Εκεί ερμηνεύει έναν προοδευτικό δικηγόρο, τον Ατικους Φιντς, ο οποίος υπερασπίζεται με πάθος έναν αφροαμερικανό που κατηγορείται άδικα για τον βιασμό μιας λευκής στον ρατσιστικό Νότο της δεκαετίας του 1930.
Ηταν ο ρόλος που, έπειτα από κάμποσες υποψηφιότητες, του χάρισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Αλλά δεν ήταν αυτό το Οσκαρ ο λόγος για τον οποίο, όταν τον ρωτούσαν με ποιον ρόλο έχει ταυτιστεί περισσότερο, εκείνος απαντούσε: «Είναι πολλοί. Με τη σειρά, Ατικους Φιντς, Ατικους Φιντς, Ατικους Φιντς και Ατικους Φιντς» – ήταν ότι ο ίδιος υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μικρός έβλεπε στον πρωταγωνιστή μια αντανάκλαση του εαυτού του.
Ο Πεκ υπήρξε δημοκρατικός μέχρι το κόκκαλο και ορκισμένος αντιμιλιταριστής. Στα τέλη της πολυτάραχης δεκαετίας του 1960 τιμήθηκε από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Λίντον Τζόνσον με το Μετάλλιο της Ελευθερίας για την αφοσίωσή του στην υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων.
Oι ταινίες
Oλα ξεκίνησαν το 1944 από το θέατρο. Κι όλα θα αλλάξουν έναν χρόνο μετά όταν θα συναντήσει τον Αλφρεντ Χίτσκοκ που θα τον σκηνοθετήσει πρώτα στη «Νύχτα αγωνίας» και μετά στην «Υπόθεση Πάρανταϊν». Ακολουθούν γουέστερν όπως η «Μονομαχία στον ήλιο» και «η Κατάκτηση της Δύσης», δράματα όπως ο «Μόμπυ Ντικ» του Τζον Χιούστον, κομεντί όπως οι «Διακοπές στη Ρώμη» με την Οντρεϊ Χέπμπορν και θρίλερ όπως «Το ακρωτήρι του φόβου» με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ – τριάντα χρόνια μετά θα κάνει κι ένα μικρό πέρασμα (μαζί με τον Μίτσαμ) από το ριμέικ που σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Σκορτσέζε με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ ντε Νίρο και τον Νικ Νόλτε.
Οι γυναίκες
Συνεργάστηκε με τις μεγαλύτερες τις σταρ της εποχής – Αβα Γκάρντνερ, Σοφία Λόρεν, Ινγκριντ Μπέργκμαν και φυσικά Οντρεϊ Χέπμπορν που δίπλα του κέρδισε το πρώτο της Οσκαρ. Ο κεραυνοβόλος έρωτας θα έρθει με τη Βερονίκ Πασανί, 19χρονη δημοσιογράφο της France Soire και είκοσι χρόνια μικρότερή του. Θα πληρώσει τον έρωτά του με ένα πανάκριβο διαζύγιο που πήρε από την πρώτη του γυναίκα Γκρέτα Κάκονεν. Σαν καλός Ιρλανδός έπινε πολύ – κυρίως μπύρα – και κάπνιζε άλλο τόσο.
Η Ελλάδα
Οι Ροδίτες τον φώναζαν Γρηγόρη όταν είχε το 1960 είχε έρθει στη Ρόδο για να γυρίσει τα «Κανόνια του Ναβαρόνε» στο πλευρό της Ειρήνης Παππά και του Αντονι Κουίν. Στα γυρίσματα έδωσαν το «παρών» Η βασίλισσα Φρειδερίκη και οι πριγκίπισσες Ειρήνη και Σοφία αλλά και η η βασίλισσα της Ρουμανίας Ελένη. Τους ρόλους των γερμανών στρατιωτών έπαιξαν εθελοντικά οπλίτες της ελληνικής χωροφυλακής.
To τέλος
Η αυτοκτονία του γιου του, Τζόναθαν, το 1975, θα αποτελέσει τη μεγάλη δοκιμασία της ζωής του. Κατά τραγική ειρωνεία το 1976 πρωταγωνιστεί στην περίφημη «Προφητεία», με το διαβολικό παιδί του να τον οδηγεί στον θάνατο. Το 1978 θα παίξει για πρώτη φορά τον κακό υποδυόμενος τον ναζιστή γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε στο «Εξοντώστε τον δήμιο του Αοουσβιτς». Τη δεκαετία του 1980 θα αρχίσει να εμφανίζεται όλο και λιγότερο στον κινηματογράφο έως ότου αποσύρεται εντελώς. Πεθαίνει στον ύπνο του το 2003 σε ηλικία 87 χρονών.