Παρά τα 71 χρόνια που φέρει στις πλάτες της, η Φανί Αρντάν παραμένει άκρως γοητευτική και εντυπωσιακή. Πέρυσι τον Φεβρουάριο, λίγο πριν αρχίσει η επέλαση του κορονοïού στη Δύση, η κορυφαία γαλλίδα ηθοποιός τιμήθηκε με ακόμη ένα κινηματογραφικό βραβείο, το Σεζάρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου, για την ερμηνεία της στο «La Belle Époque» του Νικολά Μπεντός.
Συμπρωταγωνιστής της σε αυτήν τη ρομαντική κομεντί είναι ο Ντανιέλ Οτέιγ. Υποδύεται τον «Βικτόρ Ντρουμόν», έναν άνδρα προχωρημένης ηλικίας ο οποίος, χάρη σε μία εταιρεία που ειδικεύεται στην αναβίωση του παρελθόντος, πρόκειται να ζήσει ξανά την 16η Μαΐου του 1974, την ημέρα που γνώρισε τη «Μαριάν» (Αρντάν), τη γυναίκα της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του η οποία τον περιφρονεί, πλέον, και τον αγνοεί και τελικά τον διώχνει από το σπίτι.
«Το σενάριο ήταν εξαιρετικό, ευφυές και μελαγχολικό. Ενας ύμνος για την αγάπη. Οντας αθεράπευτα συναισθηματική δεν μπόρεσα να αντισταθώ», ανέφερε η Φανί Αρντάν, μιλώντας στην Αριάνα Φίνος της La Repubblica, με αφορμή την ανάρτηση της «La Belle Époque» στην ψηφιακή πλατφόρμα της ιταλικής εταιρείας διανομής I Wonder Pictures.
Οι πρωταγωνιστές της ταινίας έχουν διαφορετική ηλικία αλλά βιώνουν τα πάθη τους με την ίδια ένταση. «Αυτό είναι το ιδιαίτερο, τα συναισθήματα δεν εξαρτώνται από την ηλικία αλλά από το πόσο επενδύεις στην αγάπη. Στην αρχή της ταινίας φαίνομαι σκληρή αλλά διώχνοντας τον σύζυγό μου, προσφέρω στον εαυτό μου τη δυνατότητα να τον κερδίσω ξανά. Οταν εκείνος φλερτάρει με την ηθοποιό που υποδύεται εμένα νεαρή, αντιλαμβάνεται πως είμαστε εμείς ό,τι πιο σημαντικό υπάρχει. Ενα μακρόβιο ζευγάρι είναι σαν ένα αριστούργημα».
Μιλώντας για το παρελθόν η Αρντάν σημείωσε πως εάν ήταν όντως δυνατό θα ήθελε να ξαναζήσει «την τελευταία ημέρα του σχολείου (και) την πρώτη των διακοπών, με τη μέθη και την τρέλα της ελευθερίας». Αποκάλυψε επίσης ότι υπήρξε «δύσκολο παιδί, με έδιωξαν από πολλές σχολές καλογραιών. Ημουν μοναχική αλλά δεμένη με αδέλφια, αδελφές και γονείς. Ελεγα στον εαυτό μου “είμαι καλά με την οικογένεια, θα μπορούσα να παραμείνω έτσι για πάντα να τρώω σοκολάτα”».
Η Φανί Αρντάν μεγάλωσε στο Μονακό καθώς ο «ευφυής και τρυφερός» πατέρας της ήταν κυβερνήτης του Palais princier, της ιστορικής επίσημης κατοικίας του επικεφαλής του Πριγκιπάτου. «Η ζωή μου άρχισε όταν εγκατέλειψα το Μόντε Κάρλο για να πάω στο πανεπιστήμιο, όταν ανοίχτηκε ο κόσμος των ιδεών, της πολιτικής, της πραγματικότητας», εξήγησε η εμβληματική γαλλίδα ηθοποιός η οποία σπούδασε διεθνείς σχέσεις στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών της Εξ-αν-Προβάνς. «Μου άρεσε η διαλεκτική. Οι ιδέες σε εκείνην την ηλικία συντροφεύουν και την καρδιά, όχι μόνον τη διάνοια. Θαύμαζα όσους συμμετείχαν ενεργά αλλά εγώ ήθελα ήδη να γίνω ηθοποιός, ήμουν εγωίστρια», πρόσθεσε.
Η Φανί Αρντάν αντιλήφθηκε το πάθος της για την ηθοποιία χάρη στην όπερα. «Η πρώτη ήταν η “Τραβιάτα”. Εβλεπα εκείνη την αυλαία από βελούδο και βίωνα έντονα συναισθήματα. Είπα στον αδελφό μου “μία μέρα θα βρίσκομαι στη σκηνή” κι εκείνος μου απάντησε “είσαι τρελή”. Οι γονείς μου ήθελαν για μένα μία σίγουρη δουλειά, ευελπιστούσαν πως επρόκειτο για ένα καπρίτσιο. Μου είπαν πρώτα να τελειώσω το πανεπιστήμιο, θεωρώντας πως θα μου περνούσε η επιθυμία».
Δεν της πέρασε, όμως, και η Φανί Αρντάν αφοσιώθηκε στην υποκριτική. Στην αρχή δυσκολεύτηκε αρκετά. «Σκεφτόμουν διαρκώς πως απέναντί μου είχα ηλίθιους. Είχα πολύ άσχημο χαρακτήρα. Μετά η επιτυχία σε ηρεμεί. Θυμάμαι πρόβες στις οποίες δεν τα πήγαινα ποτέ καλά επειδή ήμουν πολύ μεγάλη ή πολύ αδύνατη ή με περίεργο πρόσωπο, ώσπου μια μέρα τα κατάφερα».
Οσον αφορά τη σχέση της, επαγγελματική και ερωτική με τον κορυφαίο γάλλο κινηματογραφιστή και αθεράπευτο ερωτύλο Φρανσουά Τριφό η Αρντάν είπε πως «με ήθελε για μία ταινία με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Οπότε μου έστειλε μία σύνοψη της “Γυναίκας της Διπλανής Πόρτας” (1981). Σε εκείνην την ιστορία υπήρχε αυτό το οποίο πίστευα: ότι μπορεί να πεθάνει κανείς για την αγάπη. Με είχε δει σε μία σειρά για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μου έγραψε: “Τώρα αποτελεί χαρά να κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση το βράδυ του Σαββάτου”. Τον συνάντησα στο γραφείο του και μετά…», μετά η Αρντάν έγινε σύντροφος και μούσα του Τριφό, προσφέροντας, συγχρόνως, στο παγκόσμιο τηλεοπτικό κοινό μια κορυφαία κινηματογραφική ερμηνεία.
Ομως στα πλατό δεν γεννιούνται μόνον μεγάλοι έρωτες αλλά και ισχυρές φιλίες. «Είναι περίεργο αλλά γνωρίζεις κάποιον πραγματικά, μόνον αφότου γυρίσεις μαζί του μία ταινία. Ο κινηματογράφος αναδεικνύει την καθαρή ουσία της καρδιάς. Ενας άνδρας που λάτρεψα ήταν ο Βιτόριο Γκάσμαν, γύρισα μαζί του πολλά φιλμ και τον γνώριζα, οπότε, καλύτερα από όσο εάν τον είχα ζήσει επί μία εικοσαετία στην πραγματική ζωή. Αλλά μου έτυχε να γυρίσω ταινίες και με συναδέλφους που ανησυχούσαν κυρίως για το μαλλί τους, κοιτάζονταν συνεχώς στον καθρέφτη. Να, αυτούς τους έχω ξεχάσει», παραδέχτηκε η Αρντάν. Και συνομιλώντας με μία δημοσιογράφο από την Ιταλία, αναφέρθηκε σε ακόμη δύο κορυφαίους ιταλούς εκπροσώπους της Εβδομης Τέχνης που υπήρξαν εγκάρδιοι φίλοι της.
Πρώτα μίλησε για τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, εξηγώντας πως «αγάπησα την ηθική του κομψότητα, την επίπλαστη ελαφρότητά του, το ότι περνούσαμε τα βράδια μας πίνοντας, καπνίζοντας, λέγοντας ανέκδοτα» ενώ μετά μνημόνευσε τον Φράνκο Τζεφιρέλι. «Θα μπορούσα να σας μιλάω επί ώρες. Τον λάτρεψα, συμπεριφερόταν ωσάν παιδί, ήταν αυθάδης αλλά και γενναιόδωρος, είρων, καλλιεργημένος. Είχαμε και οι δύο πάθος με την Κάλλας. Ο κινηματογράφος μαζί του αποτέλεσε μία από τις πιο σημαντικές στιγμές της καριέρας μου», αναγνώρισε η Αρντάν.