Ούτε η λογική ούτε τα επιστημονικά δεδομένα επαρκούν για να πειστούν οι διστακτικοί και οι αρνητές να εμβολιαστούν | Shutterstock
Θέματα

Εμβόλια: Γιατί δεν βοηθούν τα αναθέματα με τους αρνητές

Εάν έστω και λίγοι θεωρούν ότι στερούνται των δικαιωμάτων τους και δεν εισακούονται, ταράζεται μια ήδη εύθραυστη αλυσίδα εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών, επιστημόνων, φαρμακευτικών εταιρειών και κυβερνήσεων, σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Χάιντι Λάρσον, αυθεντία σε ζητήματα επικοινωνίας και παραπληροφόρησης
Protagon Team

Στην Ιταλία, τουλάχιστον 10 εκατομμύρια άνθρωποι σκοπεύουν να μην εμβολιαστούν, επειδή δεν εμπιστεύονται τα εμβόλια. Αποτελούν το 17% του πληθυσμού, μας πληροφορεί η Ελενα Τεμπάνο της Corriere della Sera, ένα ποσοστό που καθιστά την επίτευξη της πολυπόθητης ανοσίας της αγέλης αδύνατη, εάν προστεθούν και όλοι όσοι δεν μπορούν να εμβολιαστούν λόγω ηλικίας, υπογραμμίζει η ιταλίδα δημοσιογράφος.

Οσον αφορά την κατάσταση στην Ελλάδα, ευτυχώς το πρόβλημα δεν είναι τόσο έντονο. Πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis που δημοσιοποίησε η διαΝΕΟσις δείχνει ότι το ποσοστό αυτών που δηλώνουν πως σίγουρα δεν θα εμβολιαστούν έχει συρρικνωθεί στο 6,2% (από 14,3% τον περασμένο Δεκέμβριο), ενώ ένα 4,8% (από 13,1%) δηλώνει ότι μάλλον δεν θα εμβολιαστεί. Κατά συνέπεια, η επίτευξη του στόχου της ανοσίας στην κοινότητα μέσω των εμβολιασμών δεν απειλείται.

Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι όλοι όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν επειδή δεν εμπιστεύονται τα διαθέσιμα σκευάσματα, όχι μόνον θέτουν σε κίνδυνο την υγεία τους, αλλά βλάπτουν τις όποιες προσπάθειες για την ανάσχεση της πανδημίας. Οπότε, εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικό να καταστεί κατανοητό, κατ’ αρχάς, γιατί πολλά εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο δεν εμπιστεύονται τα εμβόλια, το πιο αποτελεσματικό από τα όπλα που διαθέτει, προς το παρόν τουλάχιστον, η ανθρωπότητα κατά του κορονοïού και της πανδημίας του.

Στην Ελλάδα η επίτευξη του στόχου της ανοσίας στην κοινότητα μέσω των εμβολιασμών δεν απειλείται, όπως δείχνει πρόσφατη έρευνα

Η συνήθης μέθοδος στην οποία καταφεύγουν πολλοί, ειδικοί και μη, ούτως ώστε να πείσουν όλους όσοι εξακολουθούν να δυσπιστούν απέναντι τα εμβόλια, είναι «ο βομβαρδισμός τους με επιστημονικά δεδομένα και ο στιγματισμός της επιστημονικής τους άγνοιας ή της ιδεολογικής τους κακοπιστίας», αναφέρει η Τεμπάνο.

Ωστόσο, αυτή η πρακτική δεν συμβάλλει ιδιαίτερα στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης. Αντιθέτως, συχνά εντείνει την πόλωση. Λαμβάνοντας υπόψη τις παλινωδίες ειδικών και κυβερνήσεων σε όλον τον κόσμο όσον αφορά την ασφάλεια του εμβολίου της AstraZeneca, είναι αναντίρρητο ότι οι ανησυχίες, η δυσπιστία και η διστακτικότητα πολλών ανθρώπων που δηλώνουν ότι δεν σκοπεύουν να εμβολιαστούν, τουλάχιστον άμεσα, είναι απολύτως δικαιολογημένες.

Πώς πρέπει, οπότε, να αντιμετωπίζονται όλοι όσοι δεν εμπιστεύονται τα εμβόλια; Τη δική της απάντηση έδωσε πρόσφατα στο The New Yorker η αμερικανίδα ανθρωπολόγος Χάιντι Λάρσον, που διδάσκει στην περίφημη London School of Hygiene and Tropical Medicine.

Θεωρείται αυθεντία σε ζητήματα επικοινωνίας και παραπληροφόρησης όσον αφορά τα εμβόλια, ενώ το 2010 ίδρυσε το Vaccine Confidence Project, ένα παρατηρητήριο που καταγράφει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων ανά τον κόσμο στα εμβόλια, αναζητώντας τρόπους αντιμετώπισης της δυσπιστίας, όπου αυτή παρατηρείται. Πέρυσι τον Οκτώβριο, πριν από την έγκριση των πρώτων εμβολίων κατά του κορονοïού και την έναρξη των εμβολιαστικών εκστρατειών στις χώρες της Δύσης, κυκλοφόρησε το «Stuck: How Vaccine Rumors Start – and Why They Don’t Go Away» («Κόλημα: Πώς Αρχίζουν οι Ψίθυροι για τα Εμβόλια – και Γιατί Δεν Φεύγουν»). Ηταν το τελευταίο επιστημονικό της πόνημα, στο οποίο εξηγεί γιατί ούτε η λογική ούτε τα επιστημονικά δεδομένα επαρκούν για να πειστούν οι διστακτικοί και οι αρνητές των εμβολίων να εμβολιαστούν.

Η ανθρωπολόγος Χάιντι Λάρσον (Vaccine Confidence Project)

Σύμφωνα με τη Λάρσον, η αντίκρουση της κάθε στρεβλής άποψης σχετικά με τα εμβόλια δεν έχει νόημα, καθώς συνήθως αντικαθίσταται από μία άλλη. Η αμερικανίδα ειδικός θεωρεί ότι το σύνολο των αντιεμβολιαστικών απόψεων και επιχειρημάτων πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα «οικοσύστημα» που χρήζει αποκατάστασης. Κατέληξε σε αυτό το συμπέρασμα και ανέπτυξε τη θεωρία της, παρατηρώντας και αντιμετωπίζοντας όλα όσα έλαβαν χώρα στη Νιγηρία, πριν από περίπου μία εικοσαετία, στο πλαίσιο του μποϊκοτάζ των εμβολιασμών με το εμβόλιο πολιομυελίτιδας.

Εκείνη την περίοδο η Λάρσον εργαζόταν στην Παγκόσμια Συμμαχία για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση (Global Alliance for Vaccines and Immunization – Gavi) της Unicef. Στην προκειμένη περίπτωση, τροχοπέδη στην εμβολιαστική εκστρατεία αποτέλεσαν φήμες –ανυπόστατες φυσικά– σύμφωνα με τις οποίες το εμβόλιο πολιομυελίτιδας εμπεριείχε συστατικά που θα μπορούσαν να μεταδώσουν τον ιό HIV και να προκαλέσουν στείρωση.

«Το νιγηριανό μποϊκοτάζ του εμβολίου, το οποίο άρχισε δύο χρόνια μετά την έναρξη της συνεργασίας της Λάρσον με την Gavi, την έφερε αντιμέτωπη με μία πολύ ανησυχητική πτυχή της παγκόσμιας υγείας: ακόμη και τα πιο δύσκολα επιτεύγματα –τα οποία απαιτούν χρόνια επίπονων υλικοτεχνικών, οικονομικών και διπλωματικών προσπαθειών– μπορούν να καταστραφούν από τη διάδοση μιας φήμης. Τελικά, το τοπικό στέλεχος της πολιομυελίτιδας μεταδόθηκε σε είκοσι χώρες, έως την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία και την Ινδονησία. Χίλια πεντακόσια παιδιά έμειναν παράλυτα, η ανάσχεση της πανδημίας κόστισε μισό δισεκατομμύριο δολάρια. Το μάθημα, για τη Λάρσον, ήταν ότι τα παγκόσμια εμβολιαστικά προγράμματα δεν επρόκειτο ποτέ να είναι επιτυχή δίχως τη λεπτομερή κατανόηση των αρνητικών φημών και μία αυστηρή διαδικασία για τη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης», εξηγεί το The New Yorker.

Εμβόλια καταφθάνουν στην Αφρική μέσω της Παγκόσμιας Συμμαχίας για τα Εμβόλια και την Ανοσοποίηση της Unicef (Gavi, the Vaccine Alliance/Facebook)

Οταν η Λάρσον ρώτησε, το 2004, μία ομάδα γυναικών γιατί δεν ήθελαν να εμβολιαστούν, εκείνες της παρέθεσαν πληθώρα λόγων. «Οι γυναίκες είπαν πως ήταν απογοητευμένες από τις επιθετικές προσπάθειες της κυβέρνησης για τη χορήγηση ενός εμβολίου, ενώ στα χωριά τους δεν είχαν πόσιμο νερό και ηλεκτρικό. Διερωτώνταν γιατί κανένας δεν ενδιαφερόταν για την αντιμετώπιση των διαρροϊκών παθήσεων, της φτώχειας και του υποσιτισμού. Ηταν εξοργισμένες με την υποτιμητική στάση των αξιωματούχων υγείας απέναντι στις ανησυχίες τους για το εμβόλιο. Τους στοίχειωνε ακόμα μια κλινική μελέτη ενός φαρμάκου για τη μηνιγγίτιδα που διεξήγαγε η Pfizer, οχτώ χρόνια νωρίτερα, στο πλαίσιο της οποίας έχασαν τη ζωή τους έντεκα παιδιά στη Νιγηρία και δεκάδες έμειναν παράλυτα. Εν μέσω του αμερικανικού “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”, πολλοί θεωρούσαν ότι ήταν απόλυτα εύλογο να πιστεύουν ότι χώρες της Δύσης θα μπορούσαν να αποπειραθούν να στειρώσουν τα παιδιά των μουσουλμάνων ή να τα μολύνουν με τον ιό του HIV. Κάποιες γυναίκες ήθελαν να εμβολιάσουν τα παιδιά τους, αλλά τις εμπόδιζαν οι σύζυγοί τους. Η Λάρσον διαπίστωσε πως δεν υπήρχε μόνον μία εξήγηση όσον αφορά τη διστακτικότητα των ανθρώπων να εμβολιαστούν. Αντιθέτως, οι απόψεις τους καθορίζονταν μέσω ενός σύνθετου συνδυασμού φημών, δυσπιστίας, ιστορικών γεγονότων και τοπικών δεδομένων».   

Χάρη στην εμπλοκή των τοπικών ηγετών των μουσουλμανικών κοινοτήτων, οι οποίοι κέρδισαν την εμπιστοσύνη των συντοπιτών τους, στην επαλήθευση των επιστημονικών δεδομένων από τις αρμόδιες αρχές μουσουλμανικών χωρών και στην πραγματοποίηση των εμβολιασμών από κινητές μονάδες ιατρών που αντιμετώπιζαν και άλλες ασθένειες, η εμβολιαστική εκστρατεία στη Νιγηρία κατά της πολιομυελίτιδας ολοκληρώθηκε τελικά με επιτυχία και πέρυσι τον Αύγουστο ανακοινώθηκε ότι η χώρα είχε απαλλαγεί από τον επικίνδυνο ιό.

Οσον αφορά τον φονικό κορονοïό που εξακολουθεί να ταλανίζει την ανθρωπότητα, η Λάρσον είχε «προβλέψει» τρόπον τινά την πανδημία του, καθώς επίσης και τη σχετική αντίδραση του κόσμου, στο πλαίσιο μιας μελέτης που εκπόνησε το 2016 για το Center for Health Security του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς.

«Βασιζόταν στην υπόθεση μιας πανδημίας ενός φανταστικού κορονοïού το 2025. Ο πλασματικός ιός εμφανίστηκε στη Νοτιοανατολική Ασία αλλά εντοπίστηκε πρώτη φορά στη Μινεσότα μεταξύ ιεραποστόλων που είχαν επαναπατριστεί. Εγινε γνωστός ως SPARS. Τα ταξίδια για διακοπές επιτάχυναν τη μετάδοσή του, προκαλώντας μια παγκόσμια πανδημία. Στη μελέτη, η αντίδραση κατά της φανταστικής πανδημίας υπονομεύτηκε από κυβερνητικούς οργανισμούς που προσέφεραν αντιφατικές πληροφορίες, εθνικούς και τοπικούς ηγέτες που έστελναν συγκεχυμένα μηνύματα και επιστήμονες που προσπαθούσαν να εξηγήσουν διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα. Οι πολίτες, πολλοί εκ των οποίων ήδη δεν εμπιστεύονταν τις κυβερνήσεις και τις Big Pharma, αποπροσανατολίστηκαν από το κατακερματισμένο μιντιακό τοπίο, τους προβοκάτορες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επιτήδειους, οι οποίοι, μέσω της σύγχυσης, αποκόμιζαν οικονομικά ή πολιτικά οφέλη». 

Σε ένα άρθρο της που δημοσιεύτηκε το 2017 στο Nature, η Λάρσον έγραψε ότι «η επόμενη μεγάλη πανδημία δεν θα οφείλεται στην έλλειψη προληπτικών τεχνολογιών. Αντιθέτως, η συναισθηματική μετάδοση (του ιού), μέσω του Διαδικτύου, θα μπορούσε να διαβρώσει την εμπιστοσύνη στα εμβόλια, τόσο πολύ, ώστε να καταστούν άνευ σημασίας».   

Για να αποδεχτούν να εμβολιαστούν οι πολίτες με το οποιοδήποτε εμβόλιο, πρέπει να εμπιστεύονται εξίσου τους επιστήμονες που το αναπτύσσουν, τις εταιρείες που το παράγουν, τις υγειονομικές αρχές που το χορηγούν και τις κυβερνήσεις που καταστρώνουν τα εμβολιαστικά προγράμματα και επιβλέπουν την όλη διαδικασία.

«Η εν λόγω αλυσίδα εμπιστοσύνης είναι πολύ πιο σημαντική από κάθε πληροφορία» όσον αφορά την αποδοχή των εμβολίων και της ανάγκης εμβολιασμού, υποστηρίζει η Λάρσον και προειδοποιεί πως εάν δημιουργείται η εντύπωση, ακόμα και μεταξύ μερίδας πολιτών, «ότι στερούνται των δικαιωμάτων τους και δεν εισακούονται», αυτή η ήδη εύθραυστη αλυσίδα εμπιστοσύνης αρχίζει να διαβρώνεται ανησυχητικά.