Η Ελεν Μίρεν κατάφερε με το εξαιρετικό ταλέντο της στην υποκριτική να γοητεύσει κοινό και κριτικούς πολύ νωρίς, συμμετέχοντας σε μεγάλες θεατρικές επιτυχίες, σχεδόν από την εφηβεία της. Αυτό που την έκανε σπουδαία ηθοποιό είναι βασικά η ικανότητά της να παίζει παρορμητικά. Ηταν, ακόμη, έφηβη, όταν ένα βράδυ η μητέρα της την πήρε μαζί της στο Palace Theatre του Σάουθεντ, κοντά στο σπίτι τους στο Έσεξ, για να δουν τον «Άμλετ». Η Μίρεν δεν είχε διαβάσει Σαίξπηρ, ούτε ήξερε τίποτα για την υπόθεση. Και ξαφνικά μέσα σε μια νύχτα η ζωή της άλλαξε.
«Συγκλονίστηκα», είπε σε πρόσφατη τηλεφωνική συνέντευξή της στον θεατρικό κριτικό της εφημερίδας The Times, Ντόμινικ Μάξγουελ, με αφορμή τη συμμετοχή της στη σειρά «Talking Shakespeare» της Βασιλικής Σαιξπηρικής Εταιρείας. «Ήταν μια ερασιτεχνική παραγωγή, δεν θα μπορούσε να είναι πολύ καλή. Αλλά το να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο έργο χωρίς να ξέρεις τι θα συμβεί στο τέλος, να παρακολουθήσεις ένα τέτοιο έργο σαν θρίλερ, γιατί έχει αυτό το στοιχείο, καθώς και μια απίστευτη γλώσσα με το εύρος και την κλίμακά της… Και φυσικά είχε πολλούς άντρες με καλσόν, κάτι που έβρισκα ελκυστικό εκείνη την εποχή», είπε γελώντας.
Πριν από τον πόλεμο, ο πατέρας της έπαιζε βιόλα στη Φιλαρμονική του Λονδίνου, αλλά τότε ήταν οδηγός ταξί. Η οικογένεια δεν είχε πολλά χρήματα ούτε πολλά βιβλία, διέθετε, όμως, μια συλλογή των έργων του Σαίξπηρ. Η Μίρεν άρχισε να τα διαβάζει, αναζητώντας χαρακτήρες για να συνδεθεί μαζί τους: «Ετσι, ξεκίνησε η εμμονή μου με τον Σαίξπηρ, και με την υποκριτική», λέει.
Το 1967, σε ηλικία 21 ετών, έφτασε στο Στράτφορντ για να πάρει μέρος στη Βασιλική Σαιξπηρική Εταιρεία (Royal Shakespeare Company) αφού προηγουμένως έκανε μαθήματα υποκριτικής στο Λονδίνο. Ξεκινώντας με έναν μικρό ρόλο στον «Κοριολανό», πέρασε στη συνέχεια σε πιο σημαντικούς ρόλους όπως της Ρόζαλιντ («Οπως σας αρέσει»), της Χρυσηίδας («Τρωίλος και Χρυσηίδα») της Οφηλίας («Αμλετ») της Ηρώς («Πολύ κακό για το τίποτα») και της λαίδης Μάκβεθ («Μάκβεθ»).
Αυτή, λέει, ήταν η δραματική της παιδεία και παραδέχεται ότι οφείλει «απολύτως» την καριέρα της σε εκείνη την περίοδο στην RSC. Και αναρωτιέται: «Ποιος ξέρει τι θα συνέβαινε αν πήγαινα κατευθείαν να κάνω τους ”Εκδικητές” (“The Avengers”) ή κάτι στην τηλεόραση; Πραγματικά δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτό ήταν το όνειρό μου και ήμουν απίστευτα τυχερή, που πέρασα τα πρώτα τέσσερα χρόνια της επαγγελματικής μου ζωής κάνοντας τον ένα ρόλο του Σαίξπηρ μετά τον άλλο», λέει και συμπληρώνει : «Δεν με ενδιέφερε ο κινηματογράφος, δεν με ενδιέφερε ο Όσκαρ Γουάιλντ ή ο Χάρολντ Πίντερ, ήμουν παθιασμένη με τον Σαίξπηρ. Ήμουν “κολλημένη”: ήταν κάτι σαν θρησκεία για μένα, το είδα σαν δύναμη για το καλό».
Καθώς, όμως, η φήμη της μεγάλωνε, ένιωσε σαν απατεώνας: «Ένιωσα ότι το παράκανα, μπορούσα να στέκομαι στα παρασκήνια και να παρακολουθήσω αυτούς τους υπέροχους, σπουδαίους ηθοποιούς και να απολαμβάνω τον Σαίξπηρ μέσα από αυτούς κάθε βράδυ». Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, συνειδητοποίησε ότι το ρεπερτόριό της θα έπρεπε να έχει ποικιλία, έστω κι αν κανένας άλλος συγγραφέας δεν μπορούσε να φτάσει τον Σαίξπηρ: «Με άφηναν με μια αίσθηση “Αυτό είναι όλο;” Επρεπε, λοιπόν, να το ξεπεράσω. Και το έκανα», λέει.
Την δεκαετία του 1970 εργάστηκε στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, αλλά η καριέρα της στη μεγάλη οθόνη ξεκίνησε ουσιαστικά τη δεκαετία του 1980 με τις ταινίες «Βρώμικο Σαββατοκύριακο», «Εξκάλιμπερ» και «Η Ακτη Του Κουνουπιού». Το 1985 γνώρισε τον Τέιλορ Χάκφορντ, όταν την σκηνοθέτησε στην ταινία «Λευκές Νύχτες», και έκτοτε είναι μαζί. Φέτος, όμως, είναι η πρώτη φορά που πέρασαν τόσο μεγάλο διάστημα μαζί στο ίδιο μέρος. Πράγμα που, όπως λέει στην εφημερίδα The Times -παρά τις καταστροφικές συνέπειες της πανδημίας γενικά- «ήταν υπέροχο να έχεις απλά μια φυσιολογική ζωή».
Πριν από δέκα χρόνια, η Μίρεν επέστρεψε στον Σαίξπηρ για να παίξει τον Πρόσπερο, έναν κατά παράδοση ανδρικό ρόλο, στη γυναικεία εκδοχή του, μεταμορφωμένη σε μάγισσα Πρόσπερα στην ταινία «Τρικυμία»(«The Tempest») της Τζούλι Τέιμορ. Όταν ξεκίνησε την καριέρα της, οι γυναίκες ηθοποιοί σπάνια έπαιζαν ανδρικούς ρόλους. Ένιωσε λοιπόν, ότι η αλλαγή του φύλου είχε νόημα. «Ηθελα πάρα πολύ να παίξω τον Άμλετ όταν ήμουν νεότερη. Ζηλεύω πολύ τις νέες ηθοποιούς σήμερα. Το σπουδαίο πράγμα με τον Σαίξπηρ είναι ότι κάθε γενιά τον αντιμετωπίζει με φρέσκια ματιά και νέες αντιλήψεις. Και μου αρέσει, είναι φανταστικό», λέει με ενθουσιασμό στον Ντόμινκ Μάξγουελ. Ωστόσο, δεν θα ήθελε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Γκλέντα Τζάκσον στον «Βασιλιά Ληρ»: «Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν έχω την ενέργεια γι’ αυτόν τον ρόλο. Χρειάζεται πολύ γερή ραχοκοκαλιά», παραδέχεται.
Οι εμφανίσεις της στο θέατρο έχουν μειωθεί στο ελάχιστο από το 2000, που άρχισε να κάνει μεγάλες επιτυχίες στον κινηματογράφο. Εμφανίστηκε για τελευταία φορά στο Εθνικό Θέατρο του Λονδίνου το 1998 στο σαιξπηρικό «Αντώνιος και Κλεοπάτρα», σε σκηνοθεσία του Αλαν Ρίκμαν. Και αν δεν είχε συμβεί η πανδημία, αυτή τη στιγμή θα εμφανιζόταν στο Γουέστ Εντ με τον Μαρκ Στρονγκ στον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Ικε. Οι μοναδικές άλλες θεατρικές εμφανίσεις της ήταν με την «Ακρόαση» («The Audience») του Πίτερ Μόργκαν, στο Λονδίνο το 2013 και στο Μπρόντγουεϊ το 2015.
Το έργο, στο οποίο υποδύεται την βασίλισσα Ελισάβετ Β’ παρουσιάστηκε επίσης σε 2.000 αίθουσες όλου του πλανήτη, μεταξύ άλλων και στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης στις 18.12.2019 μέσω του προγράμματος National Theatre Live. Περιγράφει τις -υποθετικές- συζητήσεις της βασίλισσας με τους πρωθυπουργούς της, και είχε τόση επιτυχία ώστε οδήγησε τον Μόργκαν στη δημιουργία της σειράς του Netflix «Το Στέμμα» («The Crown»). Η Μίρεν παρακολούθησε τις δύο πρώτες σεζόν της σειράς, αλλά παραδέχεται ότι «δεν έχει δει» την τρέχουσα, με την Ολίβια Κόλμαν στον ρόλο της βασίλισσας. Πέρσι απέκλεισε την περίπτωση να αναλάβει εκείνη τον ρόλο επειδή φοβόταν να επαναλάβει τον εαυτό της.
Δεν ξέρει αν και πότε θα ανέβει τελικά ο «Οιδίποδας». Ξέρει όμως ότι θέλει να επιστρέψει στη θεατρική σκηνή: «Αυτό το lockdown με έκανε να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικό είναι το ζωντανό θέατρο για όλους μας, και ειδικά για εμάς στη Βρετανία. Είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής μας ταυτότητας. Λατρεύω τις ταινίες, αλλά η εμπειρία δεν είναι ανάλογη», λέει. Σε κάθε περίπτωση είναι ανοιχτή στην ιδέα της κινηματογράφησης θεατρικών παραστάσεων ώστε «το θέατρο να μην περιορίζεται μόνο στο κοινό που μπορεί να πάει στο Γουέστ Εντ».
Και, ναι, υποψιάζεται ότι η επόμενη παράσταση θα είναι γεμάτη με τον τρόμο που της προκαλεί η σκηνής εδώ και καιρό. Είναι άλλο πράγμα, λέει, να παίζεις σε ένα γεμάτο θέατρο, εάν και όταν ξανασυμβεί: «Μόνο όταν κάθεσαι στο καμαρίνι σου και ακούς το κοινό συνειδητοποιείς ότι, ναι, είσαι ακόμα τρομοκρατημένη. Υποθέτω ότι είναι απαραίτητο μέρος της διαδικασίας. Μακάρι να μην ήταν, θα ήταν πολύ πιο ευχάριστο να μην έχουμε τέτοιου είδους ανασφάλεια. Αλλά είμαι κολλημένη με αυτό».
Εν τω μεταξύ, στη λίμνη Τάχο, όπου μένει, στα σύνορα Καλιφόρνια και Νεβάδα, μόλις ψήφισε στις προεδρικές εκλογές για πρώτη φορά («Ω, τι χαρούμενη μέρα», έγραψε στο Instagram όταν ανακηρύχθηκε νικητής ο Τζο Μπάιντεν). Απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα, το 2017, πράγμα που όμως δεν θα επεδίωκε ποτέ αν έπρεπε να εγκαταλείψει την βρετανική της υπηκοότητα..
Κατά τα άλλα, βλέπει Netflix όπως οι υπόλοιποι από εμάς. Μάλιστα, η μοναδική της δουλειά στην εποχή του Covid ήταν η συμμετοχή της στην κωμωδία «Όλα Καλά» της Σάρα Κούπερ για το Netflix – η Κούπερ είναι διάσημη για τον τρόπο που μιμείται τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Μίρεν υποδύθηκε τον Μπίλι Μπους, παρουσιαστή της εκπομπής «Access Hollywood» του τηλεοπτικού δικτύου NBC, σε ένα σκετς της Κούπερ, που αναφέρεται στη διαβόητη ατάκα του Ντόναλντ Τραμπ με την οποία καυχήθηκε στον Μπους «τις χουφτώνεις στο μ…νι». Ο συγχρονισμός των χειλιών, λέει η Μίρεν, δεν είναι κάτι απλό: «Ήταν τρομερά δύσκολο, μου έκαναν κάποια πολύ έξυπνη επεξεργασία», λέει. Γιατί εκείνη; Το έκανε επειδή της το ζήτησαν, λέει γελώντας και συμπληρώνει, «Πρέπει να σκέφτηκαν: “Ποιο είναι το πιο γελοίο άτομο που θα μπορούσε να παίξει τον Μπίλι Μπους;” Και όλοι θα πρέπει να είπαν: “Η Ελεν Μίρεν!”»…
Θα μπορούσε, λοιπόν, να έχει φέρει μερικά εκατομμύρια ψήφους στον Μπάιντεν. «Χα, δεν το ξέρω αυτό. Ναι, είναι πολύ ενδιαφέρουσα στιγμή να βρίσκεσαι στην Αμερική. Οπως και μια επικίνδυνη στιγμή να βρίσκεσαι οπουδήποτε στον κόσμο γενικά».
Στην Αγγλία ήταν για τελευταία φορά στις αρχές του έτους, για τα γυρίσματα της ταινίας «Ο Δούκας» («The Duke»), στην οποία συμπρωταγωνιστεί με τον Τζιμ Μπρόντμπεντ. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία του οδηγού ταξί, που έκλεψε το πορτρέτο του Γκόγια «Ο Δούκας του Ουέλινγκτον», από την Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου το 1961. Η ταινία παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας τον Σεπτέμβριο και η προβολή της έχει προγραμματιστεί για το 2021. Ωστόσο η Μίρεν δεν την έχει δει ακόμη, ούτε ξέρει πότε θα προβληθεί.
Η Μίρεν βρίσκεται στην Αμερική με τον άντρα της από τις αρχές Μαρτίου και είναι η μεγαλύτερη περίοδος που έχει ζήσει ποτέ εκτός Βρετανίας. Λίγο πριν από το lockdown είχε παραγγείλει μια νέα κουζίνα για το σπίτι της στο ανατολικό Λονδίνο. Ούτε αυτή την έχει δει. «Νομίζω ότι θα περάσει ένας χρόνος πριν τη δω. Μου λείπει τόσο πολύ η Αγγλία», παραδέχεται.
Τι άλλο της λείπει εκτός από την κουζίνα της; «Μου λείπουν οι γείτονές μου, μου λείπει η αδερφή μου, μου λείπει το σπίτι μου. Μου λείπει, ξέρετε, να μπαίνω στο λεωφορείο, στο μετρό, να πηγαίνω σε γκαλερί, να πηγαίνω στο θέατρο, να πίνω ένα ποτό σε ένα ωραίο μπαρ. Ολα αυτά φαίνονται πια πολύ μακρινά, σαν να έχουν συμβεί πολύ καιρό πριν. Απλά μου λείπει να είμαι Λονδρέζα».