Θέματα

Ελάτε να ξεφυλλίσουμε τον Guardian του 1821…

Η συγκυρία της συμπλήρωσης των 200 ετών από τη γέννηση του νεότερου ελληνικού κράτους συμπίπτει με την παρθενική έκδοση μιας από τις εγκυρότερες εφημερίδες στον κόσμο. Το εκπληκτικό είναι ότι εκεί μπορεί κανείς να συναντήσει –σε πρωτόλεια μορφή– όλη τη σημερινή δομή της εφημερίδας
Ελευθερία Κόλλια

Οταν γνωρίζεις κάποια διάσημη και καταξιωμένη, δύσκολα τη φαντάζεσαι στα νιάτα της, πρωτόβγαλτη και ανασφαλή, χωρίς ακόμη συνείδηση του σπουδαίου ριζικού της. Οταν η διάσημη ονομάζεται «Guardian», είναι μία από τις εγκυρότερες εφημερίδες στον κόσμο και η νιότη της σε πηγαίνει δύο αιώνες πίσω, η αφήγηση δεν είναι συνήθης. 

Ναι! Η συγκυρία της συμπλήρωσης των 200 ετών από τη γέννηση του νεότερου ελληνικού κράτους συμπίπτει με την παρθενική έκδοση του Guardian. Την εποχή που οι Ελληνες έδιναν τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας τους, η σημαντική αυτή βρετανική εφημερίδα έκανε τα πρώτα βήματά της. Το ημερολόγιο γράφει 5 Μαΐου 1821 και το φύλλο είναι γεμάτο διαμαντάκια. Διαφημίσεις στην πρώτη σελίδα, ειδήσεις πιο πίσω και μια απίστευτη ιστορία για ένα φάντασμα –πιασάρικη προφανώς, με όρους 19ου αιώνα. Ψηλά, το πηχυαίο όνομα «The Manchester Guardian» («Ο Φρουρός του Μάντσεστερ») – έγινε το 1959 σκέτο «The Guardian».  

Η εφημερίδα έκανε το ντεμπούτο της τετρασέλιδη και εβδομαδιαία. Οι διαφημίσεις στο πρωτοσέλιδό της είχαν έλθει για να μείνουν 130 χρόνια, και κάτι παραπάνω. 

Τζερέμια Γκάρνετ (Jeremiah Garnett), ο εκδότης. Κι αυτός, όπως και ο Tζον Εντουαρντ Τέιλορ, ο ιδρυτής της, είχε αποκτήσει την πολυτιμότερη ίσως εμπειρία του ως δημοσιογράφος-ρεπόρτερ στην ιστορική διαμαρτυρία της εργατικής τάξης, τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σε αγγλικό έδαφος μέχρι τότε, στο Μάντσεστερ, στην πλατεία του Αγίου Πέτρου –στο αποκαλούμενο Πίτερλου– το 1819. Η οποία εξελίχθηκε σε μακελειό. Ενωσαν τις δυνάμεις τους στο εκδοτικό εγχείρημα της πόλης του Μάντσεστερ, που έμελλε να γράψει Ιστορία.

Το παρθενικό πρωτοσέλιδο της «The Manchester Guardian» στις 5 Μαΐου του 1821

Μη ρωτήσετε αν υπήρχαν newsrooms το 1821. Υπήρχαν. Και η Manchester Guardian είχε το δικό της, τη δική της, άλλως ειπείν, αίθουσα σύνταξης των ειδήσεων πάνω από ένα μαχαιράδικο (πολλαπλώς συμβολικό για μια εφημερίδα) στη Market Street, στο κέντρο του Μάντσεστερ. Το νοίκι, 30 λίρες και 10 σεντ τον χρόνο. 

Την τιμή του φύλλου δεν τη λες και χαμηλή: λίγο πιο κάτω (σε σημερινά λεφτά) από 2 αγγλικές λίρες. Κόστος που μπορούσε κανείς να αντέξει μόνο αν ανήκε στην ανώτερη, καλοζωισμένη μεσαία τάξη… Οχι ότι οι Γκάρνετ και Τέιλορ ήθελαν να γίνουν  πλούσιοι, αλλά σημαντικό ποσοστό πήγαινε στον δημόσιο κορβανά, στον, ας τον πούμε, φόρο χαρτοσήμου για ό,τι έντυπο κυκλοφορούσε την εποχή εκείνη. Οταν ήλθε η ώρα, το 1855, ο φόρος να καταργηθεί, η τιμή της εφημερίδας όχι μόνο έπεσε στις 2 πένες, αλλά και κατάφερε να εκδίδεται σε καθημερινή βάση. 

Η ανατομία του φύλλου 

Τεχνικά μιλώντας, θα έλεγε κανείς ότι το πρώτο πράγμα που δημοσίευσε ο Guardian ήταν μια αγγελία, κατηγορίας «Lost and Found», «Χαμένα και Απολεσθέντα», για έναν σκυλάκο χρώματος μαύρου, της ράτσας Νέας Γης, πλάσμα θρυλικό για την ηρεμία και τον υπάκουο χαρακτήρα του. 

Η πρώτη σελίδα συνέχισε να καλύπτεται από διαφημίσεις μέχρι και το 1952. Αγγελίες με ζώνες για κήλη, για ομπρέλες από ύφασμα γκιγκάν (ή γκικάν, καρό πάντως), βενετσιάνικα χαλιά, ιρλανδικά λινά, δαντελωτά ρούχα. Τη μόδα της εποχής.  

Το πιο απίστευτο σε αυτό το ιδιότυπο ξεφύλλισμα είναι το εύρημα περί χορτοφαγίας. Η εφημερίδα παίνευε σε λιλιπούτειο άρθρο της τη χορτοφαγική κουζίνα, σαν να επρόκειτ0 για έκδοση του σήμερα. «Καλύτερα ένα δείπνο με βότανα και χορταρικά από ένα άλλο με σταβλισμένο βόδι» λέει σε κάποιο σημείο, σε αφοπλιστικά αγγλικά. Δεν γνωρίζει κανείς τι πέραση είχε, αλλά πρέπει να της πιστωθεί ότι ήταν 200 χρόνια μπροστά… 

Ειδήσεις τώρα, το «διά ταύτα». Διότι για ποιο λόγο να πάρει ο κάτοικος του Μάντσεστερ το έντυπο, αν δεν του υποσχόταν ενημέρωση. Αγνοήστε τη γραμματοσειρά, που μάλλον ήταν μπελάς με τα εξαιρετικά μικρά στοιχεία της, και ρίξτε βάρος στην ιεράρχηση της επικαιρότητας, δεύτερη σελίδα, στο αριστερό σας χέρι. Πρώτα οι διεθνείς ειδήσεις κι ακολούθως οι κοινοβουλευτικές. 

Κατ’ αρχάς, πρέπει να γίνει σαφές ότι οι συντάκτες της Manchester Guardian ήταν ανοιχτοί και διόλου συμπλεγματικοί. Δεν είχαν τύψεις και ενοχές να δημοσιεύσουν λονδρέζικες ειδήσεις, νέα δηλαδή που αντλούσαν από τα φύλλα του Λονδίνου, όπως η κυβερνητική London Gazette φέρ’ ειπείν. Στόχος ήταν η καλύτερη δυνατή ενημέρωση των αναγνωστών κι έτσι η τακτική αυτή διήρκεσε αρκετά, μέχρι και τον 20ό αιώνα. Οι πρώτες εκδόσεις βρίθουν δε ειδήσεων για εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν έδινε μόνο η Ελλάδα τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία της το 1821, αλλά και η Ονδούρα, το Μεξικό, η Γουατεμάλα. 

Αλλο ήταν το πρόβλημα και συμπυκνωνόταν παγίως στ0 γεγονός ότι τα νέα δεν ήταν απολύτως φρέσκα. Μέχρι να έλθει από το Λονδίνο στα βόρεια το ταχυδρομείο με την άμαξα, και να συγκεντρωθούν οι ειδήσεις για την έκδοση του Σαββάτου, είχαν μπαγιατέψει. Η εξέλιξη των μεταφορών, των σιδηροδρόμων και του τηλέγραφου, επέτρεψε τη δημοσίευση κοινοβουλευτικών ρεπορτάζ μια ημέρα αφότου λάμβαναν χώρα. Κατάκτηση. 

Andrew Stocks/Ellen Wishart/Guardian Design

Το εκπληκτικό είναι ότι σε αυτή την παρθενική έκδοση του Guardian, μπορεί κανείς να συναντήσει –σε πρωτόλεια, έστω, μορφή– όλη τη σημερινή δομή της εφημερίδας. Θέλετε editorial; Αρθρο γνώμης, σημείωμα εκδότη, εκδοτικό μανιφέστο; Βεβαίως και υπήρχε. Κι εξέφραζε την αγωνία με την οποία ενδυόταν η προσπάθεια γέννησης της εφημερίδας, η οποία 10.000 φύλλα αργότερα θα εξακολουθούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως εχθρός της χυδαιότητας και της λασπολογίας. Δεκάδες χιλιάδες άρθρα γνώμης, στα 200 χρόνια περί τα 54.337, θα έδιναν συστηματικά το στίγμα της, θα διαμόρφωναν το προφίλ της. 

Θέλετε βιβλιοκριτική; Βεβαίως και υπήρχε. Από την πρώτη ημέρα, ο «Guardian» θεώρησε δουλειά του να αποτυπώσει τον κόσμο των Γραμμάτων στις σελίδες του. Θέλετε τα λεγόμενα «Κοινωνικά»; Γεννήσεις, θανάτους, γάμους; Κομμάτι της εφημερίδας – βρίσκεστε στην τρίτη σελίδα. 

Η έκδοση βρίθει τοπικών ειδήσεων, δεν πρέπει άλλωστε κανείς να ξεχνά ότι ο «Mάντσεστερ Γκάρντιαν» ήταν πρώτα και κυρίως ένα φύλλο που απευθυνόταν στην εμπορική μεσαία τάξη. Και ως τέτοιο, κόμιζε ειδήσεις εμπορικού περιεχομένου περισσότερο και λιγότερο διεθνείς, για παράδειγμα. Η διάσταση αυτή δεν της στερούσε τη δυνατότητα να δημοσιεύει λογοτεχνικές έριδες και πολέμους, κείμενα με δύναμη για την Τέχνη, από ανθρώπους της Τέχνης. Χαρακτηριστικό, το κομμάτι που υπογράφει ένας θεατρικός σκηνοθέτης και με το οποίο κατακρεουργεί μια παράσταση του «Δόγη της Βενετίας», έργο από τον λόρδο Βύρωνα, περιέργως μετά την απαγόρευσή της. 

Οι λάτρεις της ποίησης είχαν τη δική τους γωνιά στην έκδοση του 1821. Την αρχή στο πρώτο εκείνο φύλλο έκανε ο Τόμας Μουρ, ίσως ο πιο γνωστός ποιητής της Ιρλανδίας κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Και παρεμπιπτόντως, φιλέλληνας και υποστηρικτής του ελληνικού Αγώνα.  

Η γραμμή της εφημερίδας για εφαρμογή του γράμματος του νόμου, χωρίς παρεκκλίσεις, αποκλίσεις και υπερβολές, ήταν σαφής εξαρχής. Και γίνεται σαφέστερη με εκείνο το άρθρο που αποκηρύσσει την τακτική της Αστυνομίας να χρησιμοποιεί μυστικούς πράκτορες. 

Ε, τώρα, εφημερίδα χωρίς ελεύθερο ρεπορτάζ και ειδησάρια ικανά να γοητεύσουν το ευρύ κοινό, δεν γίνεται. Πώς φτιάχνει τη φωλιά της μια αποικία κοράκων, πώς μια σκύλα σε προχωρημένη εγκυμοσύνη εγκαταλείπει το νέο αφεντικό της, πώς ένα φάντασμα της Κορνουάλης φέρνει τα πάνω κάτω – στον 19ο αιώνα ζούμε τώρα, μην το ξεχνάμε. Η απειλή του μέγιστη, τζάμια σπάνε από πέτρες που εκσφενδονίζονται δίχως να τις πιάσει ανθρώπινο χέρι και η πόλη του Τρούρο υποφέρει από την ύπαρξή του. 

Στην τέταρτη σελίδα, μια λίστα χρεοκοπημένων τραπεζών. Λίγο πιο κάτω, κι ένας κατάλογος με χρέη ιδιωτών-εμπόρων (στήλη, ας πούμε, που κράτησε δεκαετίες). 

Ακουσον- άκουσον, ο Guardian είχε προνοήσει κατά κάποιον τρόπο ότι οι ειδήσεις περί το δελτίο καιρού θα είχαν γκελ και δημοσιεύει το δικό του.

Η κοινωνική ευαισθησία της εφημερίδας αποτυπώνεται σε αφιέρωμα για τα άπορα παιδιά – μάστιγα της εποχής, δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί η πόλη του Μάντσεστερ. Η εφημερίδα, σε μια συγκινητική κίνησή της, διατηρώντας τα κοινωνικά αντανακλαστικά της, επανέλαβε το ρεπορτάζ 200 χρόνια αργότερα. 

Το νήμα που μπορεί να συνδέσει εντυπωσιακά το τότε με το σήμερα είναι ασφαλώς οι κυκλοφορίες. Γύρω στα 1850, μιλάμε για 50.000 φύλλα – και όταν τον πρώτο καιρό τυπώνει 3.000, αποκλειστικά για τους κατοίκους της πόλης. Στα 1940, η ημερήσια κυκλοφορία φθάνει τις 100.000, το μισό εκατομμύριο τη δεκαετία του 1980. Με διευθύντρια εδώ και μερικά χρόνια μια γυναίκα, την Κάθριν Βάινερ, απογειώνεται και τo 2020, χάρη στην πολύ ενδιαφέρουσα ηλεκτρονική έκδοση του, ο αριθμός έχει φθάσει στα 200 εκατ. μοναδικών χρηστών μηνιαίως, όπως η ίδια η σύνταξη του βεβαιώνει.

Να μπορούσαν να το ακούσουν οι Γκάρνετ και Τέιλορ …