Τα χαρακτηριστικά της νόσησης από τον ιό COVID-19, όπως επίσημα ονομάζεται η νόσηση που προκαλεί ο νέος κορονοϊός, δηλαδή ο τρόπος μετάδοσης και τα συμπτώματά της αναφέρονται τις τελευταίες εβδομάδες από όλα μέσα ενημέρωσης. Το Υπουργείο Υγείας έχει εκδώσει οδηγίες για την προφύλαξη από τον κορονοϊό. Ισχύουν τόσο για τις ευπαθείς ομάδες όσο και για όλο τον πληθυσμό.
Ειδικότερα τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, ιδίως εκείνα με αρρύθμιστο διαβήτη, έχουν περιορισμένες ικανότητες να αντιμετωπίσουν μια λοίμωξη και γι’ αυτό ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες που μπορεί να παρουσιάσουν πιο σοβαρά συμπτώματα. Άτομα με διαβήτη, ιδίως εκείνα που είναι μεγαλύτερης ηλικίας, πάσχουν συχνά από διαβητικές επιπλοκές, υπέρταση, καρδιοπάθεια ή νεφροπάθεια ή έχουν παχυσαρκία. Αυτά τα άτομα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο και μπορεί να χρειαστούν νοσηλεία, ακόμα και μηχανική υποστήριξη με αναπνευστήρα σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Αντιθέτως, σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Ένωση (American Diabetes Association), άτομα με καλά ρυθμισμένο διαβήτη έχουν μικρή μόνο διαφορά από τα υγιή άτομα στην πιθανότητα να αρρωστήσουν σοβαρά από COVID-19. Άρα η καλύτερη πρόληψη για άτομα με διαβήτη είναι η καλή ρύθμιση.
Ειδικότερα για τα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη υπάρχουν πιο εξειδικευμένες συστάσεις:
Αν υπάρχει προγραμματισμένο ραντεβού με το γιατρό συνιστάται να αναβληθεί μετά από τηλεφωνική επικοινωνία.
Αν υπάρχουν συμπτώματα που είναι πιθανό να οφείλονται σε λοίμωξη (πυρετός και κυρίως δύσπνοια) συνιστάται επίσης τηλεφωνική επικοινωνία με το γιατρό. Δεν συνιστάται διακοπή φαρμακευτικής αγωγής αν δεν δοθεί ιατρική οδηγία.
Υπάρχουν οδηγίες για τις ημέρες νόσησης για άτομα με σακχαρώδη διαβήτη, όπως αναφέρονται στην ιστοσελίδα της Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας.
Συνιστώνται πολλές μετρήσεις σακχάρου μήπως εμφανισθεί υπογλυκαιμία ή υπεργλυκαιμία.
Συνιστάται ανάπαυση. Η άσκηση πρέπει να αποφεύγεται.
Για τους ασθενείς που λαμβάνουν αγωγή, όταν ο διαβήτης είναι καλά ρυθμισμένος και το πάγκρεας παράγει αρκετή ινσουλίνη, συνήθως δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα κατά τη διάρκεια μιας οξείας νόσου. Μπορεί να εκδηλωθεί μια ήπια αύξηση της γλυκόζης αίματος, με μετέπειτα επιστροφή στα προηγούμενα φυσιολογικά επίπεδα.
Η ινσουλίνη (εάν και όταν αποτελεί μέρος της θεραπείας) δεν πρέπει ποτέ να παραλείπεται. Ακόμη και αν υπάρχει πρόβλημα σίτισης (ναυτία, έμετοι), το πιθανότερο είναι να χρειαστεί επιπλέον ινσουλίνη και όχι μείωσή της. Ο κανόνας αυτός ισχύει περισσότερο για τα άτομα με διαβήτη τύπου 1.
Τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 πρέπει να ελέγχουν το τριχοειδικό αίμα (ή τα ούρα) για κετόνες (οξόνη) κάθε 4-6 ώρες (ανάλογα και με τα επίπεδα της γλυκόζης). Η παρουσία κετονών θα πρέπει να ελέγχεται σε άτομα με διαβήτη, ειδικά κατά τη διάρκεια λοιμώξεων ή έντονου στρες ιδιαίτερα όταν τα επίπεδα της γλυκόζης είναι πάνω από 250 mg/dL. Αν οι κετόνες επιμένουν ο ασθενής πρέπει να επισκεφθεί νοσοκομείο.
Στόχος πρέπει να είναι η μείωση της γλυκόζης αίματος σε αποδεκτά επίπεδα (για παράδειγμα 80-180 mg/dL) και η υποχώρηση των κετονών στα ούρα σε «ελάχιστες κετόνες», σε «ίχνη κετονών» ή σε «αρνητικό αποτέλεσμα για κετόνες» στην περίπτωση που ο προηγούμενος έλεγχος ήταν θετικός.
Συνιστάται άφθονη λήψη υγρών [τουλάχιστον 1⁄2 ποτήρι (100-150 mL) ανά ώρα]. Το φαγητό πρέπει να είναι ελαφρύ. Άτομα που δεν μπορούν να λάβουν τροφή ή υγρά ή έχουν πολλές διάρροιες -οπότε υπάρχει φόβος για αφυδάτωση- πρέπει να επισκέπτονται νοσοκομείο ή κέντρο υγείας για χορήγηση ορού από τη φλέβα.
Εάν άτομα με διαβήτη τύπου 2 που δεν παίρνουν ινσουλίνη έχουν αυξημένες τιμές γλυκόζης κατά την περίοδο της οξείας νόσησης (τιμές >200 mg/dL) τότε μπορεί να χρειαστούν μια προσωρινή περίοδο θεραπείας με ινσουλίνη.
Αν ο ασθενής παρουσιάσει σύγχυση ή πόνο στην κοιλιά ή έντονα συμπτώματα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αλλιώς, τότε χρειάζεται εισαγωγή σε νοσοκομείο.
Για κάθε ενδεχόμενο πάντως συνιστάται να υπάρχει απόθεμα σε φάρμακα, ινσουλίνη, αρκετές ταινίες μέτρησης σακχάρου, καραμέλες γλυκόζης για ελαφρά υπογλυκαιμία και γλυκαγόνη για την περίπτωση σοβαρής υπογλυκαιμίας.
Υπάρχει συζήτηση για την ασφάλεια των αντιυπερτασικών φαρμάκων συγκεκριμένων κατηγοριών, που συχνά λαμβάνουν άτομα με διαβήτη, σχετικά με το αν βλάπτουν ή ωφελούν σε σχέση με τη λοίμωξη από κορονοϊό. Αυτή τη στιγμή η διεθνής οδηγία είναι να μην υπάρξει καμιά αλλαγή στην αντιυπερτασική αγωγή (εφόσον είναι αποτελεσματική).
Να παρακολουθείτε τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Υγείας. Μην εμπιστεύεστε δημοσιεύσεις ή αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, εφ’ όσον δεν προέρχονται από επίσημες πηγές. Να προσέχετε τις αλλαγές στον εαυτό σας και αν δεν μπορείτε να τις αξιολογήσετε, ζητείστε βοήθεια. Η επικοινωνία με το γιατρό που σας παρακολουθεί και που θα σας λύσει τις απορίες που μπορεί να έχετε, είναι αυτονόητη.
Πηγές: American Diabetes Association, Diabetes Canada, Ελληνική Διαβητολογική Εταιρεία
Ο Παναγιώτης Τσαπόγας είναι Παθολόγος – Διαβητολόγος, Αναπλ. Διευθυντής του Γ΄ Παθολογικού Τμήματος και του Κέντρου Μεταβολισμού & Διαβήτη του Νοσοκομείου Ερρίκος Ντυνάν Hospital Center.