Θέματα

Μπορεί να υπονομεύουν τη δημοκρατία τα… like;

Ναι, απαντά ο σημαίνων αμερικανός ακαδημαϊκός Τομ Νίκολς. Η διαρκής επαφή-αντιπαράθεση με εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπους στα social media οξύνει τα πολιτικά πάθη και εντείνει την πόλωση, προειδοποιεί. Πικρία και μνησικακία τροφοδοτούνται συνεχώς μέσω του κυνηγιού των like στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Protagon Team

Ο Τομ Νίκολς είναι ένας διακεκριμένος αμερικανός πολιτικός επιστήμονας με ειδίκευση στις διεθνείς σχέσεις, καθηγητής στo Naval War College και στο Harvard Extension School. Είναι επίσης συγγραφέας του βιβλίου «Ο θάνατος της εξειδικευμένης γνώσης» (Τhe Death of Expertise), ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ και το τελευταίο του συγγραφικό πόνημα, με τον τίτλο «Ο χειρότερος εχθρός μας» (Our Worst Enemy).

Από ένα εκτενές απόσπασμα που προδημοσίευσε η ιταλική εφημερίδα Il Foglio, με αφορμή την επικείμενη κυκλοφορία του βιβλίου και στην Ιταλία, μαθαίνουμε ότι σύμφωνα με τον αμερικανό ακαδημαϊκό ο χειρότερος εχθρός μας, ένας εχθρός τον οποίο δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι, είναι η υπερδιασυνδεσιμότητα που παράγουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναγκάζοντάς μας να βρισκόμαστε σε διαρκή επαφή/αντιπαράθεση με εκατοντάδες ή χιλιάδες ανθρώπους, δισεκατομμύρια σε παγκόσμια κλίμακα.

Ο Νίκολς δεν είναι φυσικά ο πρώτος που βάλλει κατά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Πριν από αυτόν για τις αρνητικές επιδράσεις του Διαδικτύου έγραψαν (μεταξύ πολλών άλλων) ο γκουρού της Πληροφορικής Τζάρον Λέινιερ, ο καθηγητής στο Columbia University και αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν, υπεύθυνος για την Τεχνολογία και τον Ανταγωνισμό, Τιμ Γου, η φιλόσοφος με ειδίκευση στην κοινωνική ψυχολογία και καθηγήτρια στη Harvard Business School Σοσάνα Ζούμποφ. Ομως οι απόψεις του Τομ Νίκολς παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

«Παρά τα πολλά οφέλη ενός διασυνδεδεμένου κόσμου, οι πολίτες των δημοκρατιών δηλητηριάζονται από τη διασυνδεσιμότητα. Με τον ίδιο τρόπο που η μαζική αγροτική παραγωγή και η απρόσκοπτη διαθεσιμότητα τροφής σε κάθε δρόμο κατέστησαν πολλούς από εμάς υπέρβαρους και διαβητικούς, καταβροχθίζουμε ό,τι χειρότερο έχει να προσφέρει το Διαδίκτυο και γινόμαστε χειρότεροι άνθρωποι».

Η υπερδιασυνδεσιμότητα «αυξάνει παράλογα την αίσθηση του κινδύνου που έχουμε. Οι Δημοκρατίες καθίστανται έθνη γεμάτα ράκη που πάσχουν από κατάθλιψη και άγχος και πιστεύουν ότι τους έχουν κυριεύσει ο κίνδυνος και η δυστυχία». Επιπλέον, η υπερδιασυνδεσιμότητα «υπονομεύει τη δημοκρατία ως πολιτική έκφραση αυξάνοντας την οργή και την πόλωση μεταξύ των απλών πολιτών, όχι επειδή επιβάλλει την απόσταση, αλλά επειδή ενθαρρύνει την οικειότητα. Οι άνθρωποι καταλήγουν να γνωρίζουν πάρα πολλά ο ένας για τον άλλον, και όσο περισσότερο γνωρίζονται τόσο περισσότερο συγκρούονται. Τώρα μπορούμε να περάσουμε από το “γεια” στο “σε μισώ” πιο γρήγορα και σε μεγαλύτερη κλίμακα από οποιαδήποτε άλλη γενιά έχει υπάρξει ποτέ».

Ο Νίκολς υπενθυμίζει ότι η δημοκρατία απαιτεί «καλοπιστία» καθώς και «μία δόση στωικότητας», ενώ εξίσου σημαντική είναι και η μερική «αποστασιοποίηση» όσον αφορά τις μικρές αδικίες της ζωής. «Αλλά η πικρία και το πιο ανθεκτικό από τα ισότοπά της, η μνησικακία, καθορίζουν τώρα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής και τίποτα δεν θα μπορούσε να καταστεί καλύτερη κινητήρια δύναμη από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την παραγωγή εκείνου του είδους μεμψίμοιρου φθόνου, σχετικής στέρησης, ταξικής εχθρότητας και διαρκούς απογοήτευσής. Το ριζοσπαστικό σλόγκαν κατά τη δεκαετία του εξήντα ήταν “σκοτώστε την τηλεόραση”, αλλά το Διαδίκτυο αποδείχθηκε πολύ πιο επικίνδυνο», γράφει ο Νίκολς.

Ο μηχανισμός που τροφοδοτεί την πικρία και τη μνησικακία είναι η διαρκής αντιπαράθεση η οποία εντείνεται περαιτέρω μέσω του κυνηγιού των like στις πλατφόρμες του Facebook και του Instagram και όχι μόνο: «Η υπερδιασυνδεσιμότητα επιτρέπει στους πολίτες να εκθέτουν τις χειρότερες πτυχές ενός εύπορου πολιτισμού –και ειδικά τον επιδεικτικό καταναλωτισμό– ο ένας μπροστά στον άλλο σε ένα παιχνίδι αδιάκοπης ανωτερότητας. Οι Αμερικανοί, όντας διαρκώς διασυνδεδεμένοι και συνεχώς σε δράση, επιδεικνύουν τώρα καθημερινά ο ένας στον άλλο μία εξιδανικευμένη εκδοχή της ζωής τους και αλληλοκατακλύζονται με φωτογραφίες διακοπών, αυτοκινήτων και άλλων επιτυχιών και τρόπαιων της ζωής. Αντί για εμπιστοσύνη, παράγουμε εχθρότητα, και την παράγουμε καθώς χαιρόμαστε με τον φθόνο των άλλων», υποστηρίζει ο αμερικανός διανοητής.

Το ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης οξύνουν τα πολιτικά πάθη και εντείνουν την πόλωση σε βάρος της δημοκρατίας το απέδειξαν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο οι οπαδοί του Ντόναλντ Τραμπ, εισβάλλοντας στο Καπιτώλιο πριν από οκτώ μήνες.

Διαβάζοντας, ωστόσο, το απόσπασμα του βιβλίου του Νίκολς, ο Λούκα Αντζελίνι, δημοσιογράφος της Corriere della Sera, υποπτεύεται πως ο αμερικανικός ακαδημαϊκός εστιάζει πάρα πολύ στην παρουσίαση και στην αντίληψη της πραγματικότητας, όπως αυτές διαμορφώνονται στο Διαδίκτυο, παρά στην πραγματικότητα αυτή καθαυτήν.

Ο Αντζελίνι δεν αρνείται ότι «ποτέ άλλοτε τόσο πολλές ομάδες που αλληλομισούνται, περιλαμβανομένων των κατοίκων των πόλεων και των κατοίκων των αγροτικών περιοχών, δεν μπορούσαν να γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια οι μεν τις απόψεις των δε και να αλληλοσυγκρούονται με τόση ευκολία, όπως γίνεται στις ημέρες μας».

Ομως την ίδια ώρα, η αύξηση των ανισοτήτων, το χάσμα που χωρίζει το επίπεδο εισοδημάτων και ευκαιριών όλων όσοι ζουν στις πόλεις και εκείνων που ζουν στην ύπαιθρο, οι «ξεχασμένοι» της παγκοσμιοποίησης «υπάρχουν πραγματικά, η αποτελμάτωση των δυτικών μεσαίων τάξεων είναι πραγματική, δεν είναι εικονική», υπενθυμίζει.

Το ότι το Διαδίκτυο και ειδικά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιδεινώνουν επικίνδυνα αυτήν τη δυσάρεστη και έκρυθμη κατάσταση είναι δεδομένο. «Πηγές και εφαρμογές που μας ωθούν να τονίζουμε την επιθετικότητά μας, μάς ενθαρρύνουν να περιαυτολογούμε σε βάρος των άλλων και μας επιβραβεύουν για την κοινοποίηση των πιο αρνητικών σκέψεών μας, καταστρέφουν την ικανότητά μας να ενεργούμε ως πολίτες», υποστηρίζει ο Τομ Νίκολς και σίγουρα δεν έχει άδικο.

«Αλλά το να σκεφτόμαστε ότι το πρόβλημα έγκειται μόνον στον υπερβολικό και στρεβλό τρόπο με τον οποίο η πραγματικότητα γίνεται κατανοητή και κοινοποιείται μέσω των κοινωνικών δικτύων, και όχι και (πιθανώς κυρίως) στο γεγονός πως η εν λόγω πραγματικότητα είναι υπαρκτή, ενδέχεται να είναι επικίνδυνα παραπλανητικό», καταλήγει ο ιταλός αρθρογράφος.